Του Ηρακλή Οικονόμου
Κομμένες πλέον οι ευγένειες
και οι τυπικότητες. Κομμένες και οι πολλές λεπτομέρειες, τα «ναι μεν αλλά», η
πολλή διαλεκτική. Ο κοινός νους πρέπει να κατασκευαστεί πάση θυσία, κι αν αυτό
δεν είναι εφικτό με περίπλοκες θεωρίες και στοιχεία, υπάρχει πάντα η λύση της
προσφυγής σε ορολογία πιάτσας
Πρώτα, έγραψε ένα ακαταλαβίστικο άρθρο, στο οποίο ισχυριζόταν
ότι λίγο-πολύ στην Ισλανδία τα καταστήματα και οι τράπεζες δεν αποδέχονται το
ισλανδικό εθνικό νόμισμα στις συναλλαγές τους, για να αποδειχθεί στη συνέχεια
ότι προφανώς αυτό δεν συμβαίνει στην Ισλανδία αλλά σε ένα νησί της
Νορβηγίας.[1] Και μετά θέλησε να ξαναδοκιμάσει τις μεταφραστικές του
ικανότητες, ανακαλύπτοντας πολιτικές συνομωσίες σε μία καθ’ όλα θαυμάσια - και
εξαιρετικά δύσκολη - μετάφραση κειμένου του Σλάβοϊ Ζίζεκ, που αποκαλύφθηκε
μάλιστα ότι ήταν διερμηνεία, δηλαδή ταυτόχρονη προφορική μετάφραση! [2]
Στο πρώτο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι μία ενδεχόμενη απόρριψη του ΔΝΤ και των υπολοίπων πατρόνων εκ μέρους της Ελλάδας δήθεν θα έφερνε ένα νόμισμα που δεν θα αποδεχόταν κανένας στην ίδια του τη χώρα. Στο δεύτερο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δήθεν παραποίησε μία ομιλία του Ζίζεκ για να υποκρύψει τις δήθεν αιμοσταγείς τάσεις του γνωστού φιλοσόφου που έτυχε να υποστηρίζει το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Στο πρώτο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από αναγνώστες που έτυχε να πάνε στην Ισλανδία, όπου φυσικά δεν συνάντησαν κανένα πρόβλημα με τη χρήση της ισλανδικής κορόνας. Στο δεύτερο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από την ίδια τη διερμηνέα, που σε σχόλιό της στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εξήγησε τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εργασίας της, τις ανάγκες διερμηνείας και όχι μετάφρασης που κλήθηκε να υπηρετήσει, και βέβαια την απουσία της οποιασδήποτε έξωθεν παρέμβασης. [3] Εξάλλου, η γκάφα αυτή γίνεται χειρότερη, εφόσον ο οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις αγγλικών μπορεί να επιβεβαιώσει ότι το «ruthless» μεταφράζεται πράγματι και ως «ωμό», ενώ το «brutally» δεν μεταφράζεται μόνο ως «κτηνωδώς», όπως προτείνει ο αρθρογράφος, αλλά εν δυνάμει και με ηπιότερη χροιά («αποφασιστικά» όπως επέλεξε η διερμηνέας, ή «δραστικά», κ.ο.κ.).
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έσπευσε να διορθώσει τη σύγχυση της Ισλανδίας με τη Νορβηγία με ένα ελάχιστα απολογητικό άρθρο του, που επαναλάμβανε τη γνωστή επιχειρηματολογία περί καταστροφικής επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αποδίδοντας παράλληλα το μπέρδεμα σε λάθος του κατά την ακρόαση ραδιοφωνικής εκπομπής. [4] Την ανικανότητά του να κατανοήσει τη μεταφορική χρήση βασικών όρων της αγγλικής γλώσσας, πάντως, δεν τη διόρθωσε· ακόμα περιμένει η μεταφραστική κοινότητα τη δημόσια συγγνώμη του προς τη συνάδελφο μεταφράστρια. Το ζήτημα όμως δεν είναι ηθικό αλλά άκρως πνευματικό. Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει τους «διανοούμενους» διαμορφωτές της κοινής γνώμης στο διανοητικό ξεπεσμό και στην υποκατάσταση των επιχειρημάτων από φτηνή προπαγάνδα και ωμά ψεύδη;
Πάει καιρός που ο γέρο-Μαρξ φανέρωσε τη σύνδεση ανάμεσα στην κυρίαρχη ιδεολογία και στην κυρίαρχη οικονομικά τάξη, στη «Γερμανική Ιδεολογία» και αλλού: «Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας συνιστά την ίδια στιγμή και την κυρίαρχη διανοητική δύναμή της». [5] Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε, αλλά ένα παρέμεινε σίγουρα σταθερό: παντού και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να μετατρέψουν το συμφέρον των αρχόντων σε «γνώση», σε «θεωρία» και σε ιδεολογία έτοιμη προς κατανάλωση από τη συνείδηση των αρχομένων. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Κάποιοι το κάνουν συνειδητά, επί πληρωμή, εκ προμελέτης. Κάποιοι άλλοι, αυθεντικότεροι, το κάνουν με ειλικρίνεια, αυθόρμητα και ασυνείδητα.
Δεν μας αφορούν όμως οι προθέσεις εδώ· το αποτέλεσμα μετράει, τα κείμενα, τα επιχειρήματα και τα χαρακτηριστικά τους. Ποια είναι αυτά; Καταρχήν, το ότι διαβάζονται με εξαιρετική δυσκολία από ανθρώπους με έστω και στοιχειώδη γνώση των κανόνων της λογικής σκέψης. Η ρηχότητα των επιχειρημάτων, τα λογικά σφάλματα, οι αστήρικτες καταφάσεις μετατρέπουν το λόγο σε κακογραμμένη φάρσα, φτιασιδωμένη με κουρέλια φιλελεύθερου πνεύματος και ανοιχτής κοινωνίας. Δεν υπάρχει επαγωγική και παραγωγική και αναλογική σκέψη εδώ· υπάρχει μόνο ρηχότητα.
Τι εκφράζει αυτή; Μία αστική τάξη που ποτέ δεν υπήρξε, παρά μόνο ως σύναξη κρατικοδίαιτων «παραγωγών» και διαπλεκόμενων μεσαζόντων. Μία αστική τάξη που συστήθηκε στη σκηνή μοναχά ως λούμπεν μπουρζουαζία, σύμφωνα και με τον όρο του μεγάλου μαρξιστή Andre Gunder Frank, [6] δηλαδή ως αστική τάξη διεθνώς εξαρτημένη, μεταπρατική και παρασιτική, καταδικασμένη να εκπροσωπεί και να μεσολαβεί. Η ιστορική, κοινωνική και οικονομική ρηχότητα της συγκεκριμένης ταξικής μερίδας εκφράζεται και μέσα από τη ρηχότητα των περιβεβλημένων με μία άχλη διανόησης διαφημιστών-συνηγόρων της.
Πού καιρός για βαθιά επιχειρήματα και δύσκολα βιβλία; Πού καιρός, δηλαδή, για ρίζες; Ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη:
Ο αστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε εδώ στις στοιχειωδέστερες και εξωτερικότερες μόνο μορφές του, δηλαδή σε ορισμένους εθιμοτυπικούς κανόνες, σε ορισμένους άγραφους νόμους της συναναστροφής μεταξύ «κυρίων» και «κυριών» και στην απόκτηση μιας «ευρωπαϊκής μόρφωσης»· εν πάση περιπτώσει οι εγχώριες αστικές πολιτισμικές ανάγκες δεν έγιναν ποτέ τόσο επιτακτικές, ώστε να δημιουργηθεί μια όπερα ή μια πινακοθήκη κάποιων απαιτήσεων. [7]
Ή ένα εγχώριο στρώμα διανοουμένων με βάθος, θα προσθέταμε εμείς. Όπως η τάξη που υπηρετεί είναι καταδικασμένη να τσιμπολογά από δω κι από εκεί κάνα ξεροκόμματο, έτσι και ο λούμπεν διανοούμενος, ο κατεξοχήν οργανικός της διανοούμενος, είναι καταδικασμένος να ζει μέσα σε ένα ατέρμονο παρόν, σε μία βασανιστική προσωρινότητα. Πρέπει, αφενός, να είναι τόσο επίσημος και αφηρημένος, ώστε να γίνεται αποδεκτός ως διανοητική αυθεντία. Πρέπει, αφετέρου, να είναι τόσο εκλαϊκευμένος, ώστε να προσφέρει τροφή πνευματική ακόμα και στον πιο αδαή εν δυνάμει ψηφοφόρο των κομματικών σχηματισμών που οι διανοούμενοι αυτοί διαφημίζουν. Πρέπει, πρωτίστως, να είναι τόσο προσωρινός όσο προσωρινή είναι και η κτήση της σημαίας ευκαιρίας από τους εφοπλιστές που απαρτίζουν την εμπροσθοφυλακή της τάξης που αυτός υπηρετεί.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της δοκιμιακής γραφής: ότι ικανοποιεί το γνωστό δόγμα «πες, πες, κάτι θα μείνει». Τα προϊόντα της διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν και παραπλανούν. Πάνω απ’ όλα, όμως - κι εδώ έγκειται η διαφορά τους με τον λεπτεπίλεπτο αστισμό της αμέσως προηγούμενης γενιάς των ιδεολογικών προγόνων τους - οι φορείς της δεν φοβούνται να επιτεθούν με υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον αντιπάλων πολιτικών κομμάτων και χώρων. Μας οδηγούν, με άλλα λόγια, στον πολεμικό αντικομμουνισμό του ’40 και του ’50, διαγράφοντας από το χάρτη το επιστημονικό υπόβαθρο, την εκφραστική μαεστρία και τη διακριτικότητα ενός Παπανούτσου ή ενός Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου που μεσολάβησαν εντωμεταξύ. Ποιος θα το έλεγε εν έτει 2012 ότι θα διαβάζαμε στην κατεξοχήν «σοβαρή» ελληνική εφημερίδα κείμενο του κατεξοχήν «σοβαρού» αρθρογράφου της που θα κατέληγε ως εξής;
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η επιθετική ψευδολογία, στην οποία καταφεύγει όλο και πιο συχνά ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή μεγάλωσαν οι δουλειές του. Είναι ότι διδάσκει στα νέα παιδιά το νέο «αριστερό» ήθος, κάτι που είναι εμφανές σε όσους περιδιαβαίνουν τα κοινωνικά δίκτυα. Χειρότερα όμως θα είναι σε μια πιθανή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή θα οδηγήσει τη χώρα σε καταστροφή πολλά στελέχη θα ψάξουν για «εσωτερικούς εχθρούς» για να «εξηγήσουν» στον λαό τη αποτυχία τους. Τότε θα φλερτάρουν την γνήσια και ουχί ντεκαφεϊνέ μετάφραση του «ruthless» και «brutally».8
Το γεγονός ότι τα κείμενα του εν λόγω εξόχως προβεβλημένου σχολιαστή βρίθουν τέτοιων μακαρθικής έμπνευσης ρητορικών σχημάτων μαρτυρά την κρίση ηγεμονίας στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός. Κομμένες πλέον οι ευγένειες και οι τυπικότητες. Κομμένες και οι πολλές λεπτομέρειες, τα «ναι μεν αλλά», η πολλή διαλεκτική. Ο κοινός νους πρέπει να κατασκευαστεί πάση θυσία, κι αν αυτό δεν είναι εφικτό με περίπλοκες θεωρίες και στοιχεία, υπάρχει πάντα η λύση της προσφυγής σε ορολογία πιάτσας: «μεγάλωσαν οι δουλειές του», και τα λοιπά. Δεν θα βοηθούσε, συνεπώς, σε τίποτα η προσφορά στον αρθρογράφο ενός καλού αγγλο-ελληνικού λεξικού ή κάποιου ακουστικού ενίσχυσης ακοής. Η μεταφραστική, ακουστική και εκφραστική του «αδυναμία» δεν είναι τεχνικής αλλά πολιτικής φύσης. Και κάνει καλά τη δουλειά της.
_________________________
[1] Π. Μανδραβέλης, ‘Το άλλο μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 27 Μαΐου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/05/2012_483626
[2] Π. Μανδραβέλης, ‘Ντεκαφεϊνέ και γνήσιες μεταφράσεις’, Η Καθημερινή, 12 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/06/2012_485171
[3] Βλ. σχόλιο αρ. 2 σε Ν. Σαραντάκος, ‘Ντεκαφεϊνέ μεταφράσεις;’, blog Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, 13 Ιουνίου 2012.
[4] Π. Μανδραβέλης, ‘Το ορθό μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 6 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/06/2012_484482
[5] K. Marx and F. Engels, The German Ideology, σε Marx και Engels, Collected Works, τομ. 5, Lawrence & Wishart, 1976, σελ. 59.
[6] A. G. Frank, Lumpenbourgeoisie - Lumpendevelopment: Dependence, Class and Politics in Latin America, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1972.
[7] Π. Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Αθήνα, Θεμέλιο, 2007, σελ. 40.
Στο πρώτο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι μία ενδεχόμενη απόρριψη του ΔΝΤ και των υπολοίπων πατρόνων εκ μέρους της Ελλάδας δήθεν θα έφερνε ένα νόμισμα που δεν θα αποδεχόταν κανένας στην ίδια του τη χώρα. Στο δεύτερο άρθρο, το συμπέρασμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δήθεν παραποίησε μία ομιλία του Ζίζεκ για να υποκρύψει τις δήθεν αιμοσταγείς τάσεις του γνωστού φιλοσόφου που έτυχε να υποστηρίζει το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Στο πρώτο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από αναγνώστες που έτυχε να πάνε στην Ισλανδία, όπου φυσικά δεν συνάντησαν κανένα πρόβλημα με τη χρήση της ισλανδικής κορόνας. Στο δεύτερο άρθρο, η γκάφα αποκαλύφθηκε από την ίδια τη διερμηνέα, που σε σχόλιό της στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εξήγησε τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εργασίας της, τις ανάγκες διερμηνείας και όχι μετάφρασης που κλήθηκε να υπηρετήσει, και βέβαια την απουσία της οποιασδήποτε έξωθεν παρέμβασης. [3] Εξάλλου, η γκάφα αυτή γίνεται χειρότερη, εφόσον ο οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις αγγλικών μπορεί να επιβεβαιώσει ότι το «ruthless» μεταφράζεται πράγματι και ως «ωμό», ενώ το «brutally» δεν μεταφράζεται μόνο ως «κτηνωδώς», όπως προτείνει ο αρθρογράφος, αλλά εν δυνάμει και με ηπιότερη χροιά («αποφασιστικά» όπως επέλεξε η διερμηνέας, ή «δραστικά», κ.ο.κ.).
Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έσπευσε να διορθώσει τη σύγχυση της Ισλανδίας με τη Νορβηγία με ένα ελάχιστα απολογητικό άρθρο του, που επαναλάμβανε τη γνωστή επιχειρηματολογία περί καταστροφικής επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, αποδίδοντας παράλληλα το μπέρδεμα σε λάθος του κατά την ακρόαση ραδιοφωνικής εκπομπής. [4] Την ανικανότητά του να κατανοήσει τη μεταφορική χρήση βασικών όρων της αγγλικής γλώσσας, πάντως, δεν τη διόρθωσε· ακόμα περιμένει η μεταφραστική κοινότητα τη δημόσια συγγνώμη του προς τη συνάδελφο μεταφράστρια. Το ζήτημα όμως δεν είναι ηθικό αλλά άκρως πνευματικό. Τι είναι αυτό που έχει οδηγήσει τους «διανοούμενους» διαμορφωτές της κοινής γνώμης στο διανοητικό ξεπεσμό και στην υποκατάσταση των επιχειρημάτων από φτηνή προπαγάνδα και ωμά ψεύδη;
Πάει καιρός που ο γέρο-Μαρξ φανέρωσε τη σύνδεση ανάμεσα στην κυρίαρχη ιδεολογία και στην κυρίαρχη οικονομικά τάξη, στη «Γερμανική Ιδεολογία» και αλλού: «Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας συνιστά την ίδια στιγμή και την κυρίαρχη διανοητική δύναμή της». [5] Πολλά πράγματα άλλαξαν από τότε, αλλά ένα παρέμεινε σίγουρα σταθερό: παντού και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να μετατρέψουν το συμφέρον των αρχόντων σε «γνώση», σε «θεωρία» και σε ιδεολογία έτοιμη προς κατανάλωση από τη συνείδηση των αρχομένων. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Κάποιοι το κάνουν συνειδητά, επί πληρωμή, εκ προμελέτης. Κάποιοι άλλοι, αυθεντικότεροι, το κάνουν με ειλικρίνεια, αυθόρμητα και ασυνείδητα.
Δεν μας αφορούν όμως οι προθέσεις εδώ· το αποτέλεσμα μετράει, τα κείμενα, τα επιχειρήματα και τα χαρακτηριστικά τους. Ποια είναι αυτά; Καταρχήν, το ότι διαβάζονται με εξαιρετική δυσκολία από ανθρώπους με έστω και στοιχειώδη γνώση των κανόνων της λογικής σκέψης. Η ρηχότητα των επιχειρημάτων, τα λογικά σφάλματα, οι αστήρικτες καταφάσεις μετατρέπουν το λόγο σε κακογραμμένη φάρσα, φτιασιδωμένη με κουρέλια φιλελεύθερου πνεύματος και ανοιχτής κοινωνίας. Δεν υπάρχει επαγωγική και παραγωγική και αναλογική σκέψη εδώ· υπάρχει μόνο ρηχότητα.
Τι εκφράζει αυτή; Μία αστική τάξη που ποτέ δεν υπήρξε, παρά μόνο ως σύναξη κρατικοδίαιτων «παραγωγών» και διαπλεκόμενων μεσαζόντων. Μία αστική τάξη που συστήθηκε στη σκηνή μοναχά ως λούμπεν μπουρζουαζία, σύμφωνα και με τον όρο του μεγάλου μαρξιστή Andre Gunder Frank, [6] δηλαδή ως αστική τάξη διεθνώς εξαρτημένη, μεταπρατική και παρασιτική, καταδικασμένη να εκπροσωπεί και να μεσολαβεί. Η ιστορική, κοινωνική και οικονομική ρηχότητα της συγκεκριμένης ταξικής μερίδας εκφράζεται και μέσα από τη ρηχότητα των περιβεβλημένων με μία άχλη διανόησης διαφημιστών-συνηγόρων της.
Πού καιρός για βαθιά επιχειρήματα και δύσκολα βιβλία; Πού καιρός, δηλαδή, για ρίζες; Ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Κονδύλη:
Ο αστικός πολιτισμός εκδηλώθηκε εδώ στις στοιχειωδέστερες και εξωτερικότερες μόνο μορφές του, δηλαδή σε ορισμένους εθιμοτυπικούς κανόνες, σε ορισμένους άγραφους νόμους της συναναστροφής μεταξύ «κυρίων» και «κυριών» και στην απόκτηση μιας «ευρωπαϊκής μόρφωσης»· εν πάση περιπτώσει οι εγχώριες αστικές πολιτισμικές ανάγκες δεν έγιναν ποτέ τόσο επιτακτικές, ώστε να δημιουργηθεί μια όπερα ή μια πινακοθήκη κάποιων απαιτήσεων. [7]
Ή ένα εγχώριο στρώμα διανοουμένων με βάθος, θα προσθέταμε εμείς. Όπως η τάξη που υπηρετεί είναι καταδικασμένη να τσιμπολογά από δω κι από εκεί κάνα ξεροκόμματο, έτσι και ο λούμπεν διανοούμενος, ο κατεξοχήν οργανικός της διανοούμενος, είναι καταδικασμένος να ζει μέσα σε ένα ατέρμονο παρόν, σε μία βασανιστική προσωρινότητα. Πρέπει, αφενός, να είναι τόσο επίσημος και αφηρημένος, ώστε να γίνεται αποδεκτός ως διανοητική αυθεντία. Πρέπει, αφετέρου, να είναι τόσο εκλαϊκευμένος, ώστε να προσφέρει τροφή πνευματική ακόμα και στον πιο αδαή εν δυνάμει ψηφοφόρο των κομματικών σχηματισμών που οι διανοούμενοι αυτοί διαφημίζουν. Πρέπει, πρωτίστως, να είναι τόσο προσωρινός όσο προσωρινή είναι και η κτήση της σημαίας ευκαιρίας από τους εφοπλιστές που απαρτίζουν την εμπροσθοφυλακή της τάξης που αυτός υπηρετεί.
Υπάρχει όμως κι άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της δοκιμιακής γραφής: ότι ικανοποιεί το γνωστό δόγμα «πες, πες, κάτι θα μείνει». Τα προϊόντα της διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν και παραπλανούν. Πάνω απ’ όλα, όμως - κι εδώ έγκειται η διαφορά τους με τον λεπτεπίλεπτο αστισμό της αμέσως προηγούμενης γενιάς των ιδεολογικών προγόνων τους - οι φορείς της δεν φοβούνται να επιτεθούν με υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον αντιπάλων πολιτικών κομμάτων και χώρων. Μας οδηγούν, με άλλα λόγια, στον πολεμικό αντικομμουνισμό του ’40 και του ’50, διαγράφοντας από το χάρτη το επιστημονικό υπόβαθρο, την εκφραστική μαεστρία και τη διακριτικότητα ενός Παπανούτσου ή ενός Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου που μεσολάβησαν εντωμεταξύ. Ποιος θα το έλεγε εν έτει 2012 ότι θα διαβάζαμε στην κατεξοχήν «σοβαρή» ελληνική εφημερίδα κείμενο του κατεξοχήν «σοβαρού» αρθρογράφου της που θα κατέληγε ως εξής;
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η επιθετική ψευδολογία, στην οποία καταφεύγει όλο και πιο συχνά ο ΣΥΡΙΖΑ επειδή μεγάλωσαν οι δουλειές του. Είναι ότι διδάσκει στα νέα παιδιά το νέο «αριστερό» ήθος, κάτι που είναι εμφανές σε όσους περιδιαβαίνουν τα κοινωνικά δίκτυα. Χειρότερα όμως θα είναι σε μια πιθανή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή θα οδηγήσει τη χώρα σε καταστροφή πολλά στελέχη θα ψάξουν για «εσωτερικούς εχθρούς» για να «εξηγήσουν» στον λαό τη αποτυχία τους. Τότε θα φλερτάρουν την γνήσια και ουχί ντεκαφεϊνέ μετάφραση του «ruthless» και «brutally».8
Το γεγονός ότι τα κείμενα του εν λόγω εξόχως προβεβλημένου σχολιαστή βρίθουν τέτοιων μακαρθικής έμπνευσης ρητορικών σχημάτων μαρτυρά την κρίση ηγεμονίας στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός. Κομμένες πλέον οι ευγένειες και οι τυπικότητες. Κομμένες και οι πολλές λεπτομέρειες, τα «ναι μεν αλλά», η πολλή διαλεκτική. Ο κοινός νους πρέπει να κατασκευαστεί πάση θυσία, κι αν αυτό δεν είναι εφικτό με περίπλοκες θεωρίες και στοιχεία, υπάρχει πάντα η λύση της προσφυγής σε ορολογία πιάτσας: «μεγάλωσαν οι δουλειές του», και τα λοιπά. Δεν θα βοηθούσε, συνεπώς, σε τίποτα η προσφορά στον αρθρογράφο ενός καλού αγγλο-ελληνικού λεξικού ή κάποιου ακουστικού ενίσχυσης ακοής. Η μεταφραστική, ακουστική και εκφραστική του «αδυναμία» δεν είναι τεχνικής αλλά πολιτικής φύσης. Και κάνει καλά τη δουλειά της.
_________________________
[1] Π. Μανδραβέλης, ‘Το άλλο μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 27 Μαΐου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_27/05/2012_483626
[2] Π. Μανδραβέλης, ‘Ντεκαφεϊνέ και γνήσιες μεταφράσεις’, Η Καθημερινή, 12 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/06/2012_485171
[3] Βλ. σχόλιο αρ. 2 σε Ν. Σαραντάκος, ‘Ντεκαφεϊνέ μεταφράσεις;’, blog Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, 13 Ιουνίου 2012.
[4] Π. Μανδραβέλης, ‘Το ορθό μάθημα από την Ισλανδία’, Η Καθημερινή, 6 Ιουνίου 2012. http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/06/2012_484482
[5] K. Marx and F. Engels, The German Ideology, σε Marx και Engels, Collected Works, τομ. 5, Lawrence & Wishart, 1976, σελ. 59.
[6] A. G. Frank, Lumpenbourgeoisie - Lumpendevelopment: Dependence, Class and Politics in Latin America, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 1972.
[7] Π. Κονδύλης, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, Αθήνα, Θεμέλιο, 2007, σελ. 40.