Εισήγηση του Σεραφείμ Σεφερειάδη στην ομώνυμη εκδήλωση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα (28.3.2012)
Ευχαριστώ θερμά τόσο για την πρόσκληση όσο και –κυρίως— για το θέμα: οι εργατικοί- κοινωνικοί αγώνες, το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα στο μεσοπόλεμο. Πρόκειται βέβαια για ένα κυριολεκτικά απέραντο θέμα, τόσο βιβλιογραφικο-ιστοριογραφικά (και μια απλή μόνο καταγραφή εύκολα γεμίζει αρκετούς τόμους) όσο και θεωρητικά, και δεν ξέρω αν στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου θα καταφέρω να ανταποκριθώ –θα το προσπαθήσω. Είναι λοιπόν ένα θέμα απέραντο αλλά και ένα θέμα τεράστιας σημασίας· για μια σειρά λόγους:
Ο πρώτος είναι η παράδοξη (ή ίσως όχι και τόσο παράδοξη) επικαιρότητα που έχει στις μέρες μας ο Μεσοπόλεμος. Πρώτα απ’ όλα είναι μια περίοδος βαθιάς –όσο και οικουμενικής— κρίσης: οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής. Οι γενιές της μεταπολεμικής οικονομικής άνθισης στην Ευρώπη τείνουμε συχνά να το παραβλέπουμε (ακόμα κι όταν το γνωρίζουμε) αλλά ό,τι ζήσαμε εμείς (ίσως και οι γονείς μας) δεν αποτελούν παρά ένα μικρό (και με μακροσκοπικούς όρους –με όρους μακράς διάρκειας- ένα σύντομο) ειδυλλιακό διάλειμμα στην ιστορία του καπιταλισμού, το οποίο ανεπιστρεπτί εξαντλήθηκε και παρήλθε. Ο καπιταλισμός δεν είναι –δεν μπορεί να είναι- τριμερείς διαπραγματεύσεις Κράτος Πρόνοιας και κοινοβουλευτική δημοκρατία (με όλες της έστω τις ατέλειες): είναι εφιαλτικό βιοτικό επίπεδο, είναι εντεινόμενες ανισότητες, είναι βία… Ο μεσοπόλεμος όλα αυτά τα εικονογραφεί και σε μια τέτοια περίοδο ταχύτατα επιστρέφουμε.
Επιπλέον (και συναφώς), ο Μεσοπόλεμος μας δίνει χειροπιαστά απτή την επιβεβαίωση του ότι Κράτη υπάρχουν για να εμπεδώνουν και να αναπαράγουν κυριαρχίες· και ότι σε περιόδους κρίσης και κοινωνικής αντίστασης αυτό το πραγματοποιούν ανατρέχοντας στην απώτατη ουσία τους _στη χρήση των λεγόμενων «ειδικών ένοπλων σωμάτων». Αυτό είναι σε τελική ανάλυση Κράτος (κι αυτό το γνωρίζουμε, αλλά η «κοινοβουλευτική μας εξοικείωση» -για να μην πω κάτι βαρύτερο, συχνά μας κάνει να το ξεχνάμε και να έχουμε άλλου είδους, πλην έωλες προσδοκίες… Αρχίζει –έχει αρχίσει εδώ και καιρό— αυτό να ξαναγίνεται πρόδηλο: όχι στη θεωρία, αλλά στην πράξη. Γίνεται πρόδηλο στο συνοπτικό ευτελισμό συνταγματικών δήθεν εγγυήσεων· στη διαρκή περιστολή των δικαιωμάτων· στη γιγάντωση της επιθετικής προληπτικής καταστολής…
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι για τους οποίους η μελέτη του Μεσοπολέμου είναι συναρπαστικά ζωντανή και επίκαιρη. Δείχνει πριν και πάνω απ’ όλα τα τεράστια αποθέματα δύναμης των «από κάτω», των κυριαρχούμενων. Αποκαλύπτει εύρωστα, τολμώ να πω ηρωικά, κινήματα απλών ανθρώπων (εργατών, αγροτών, άνεργων) να υψώνουν την φωνή τους, να δίνουν τιτάνιες μάχες και κάποτε να φτάνουν κυριολεκτικά μια ανάσα από τη μεγάλη έφοδο, σε συνθήκες απείρως δυσμενέστερες από τις σημερινές. Ίσως αυτό το τελευταίο (περί «συνθηκών») να ακούγεται εικονοκλαστικό και ενδεχομένως παράταιρο, όμως θέλω να το τονίσω διότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε άνθρωποι και συλλογικότητες όπως η δική μας δεν είναι (όπως και στο Μεσοπόλεμο δεν ήταν) πρόβλημα «αντικειμενικών συνθηκών», αλλά πρόβλημα πολιτικής. Κι αυτό είναι ένα πικρό –αλλά για το λόγο αυτό και εξακολουθητικά επίκαιρο— μεσοπολεμικό μάθημα: Πώς αν δεν εκτιμηθεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα το πολιτικό πρόβλημα ελλοχεύει ο κίνδυνος της ήττας και του φασισμού. Όλοι γνωρίζουμε και διόλου δεν χρειάζεται να επεκταθώ για το ότι και αυτό το σημείο γίνεται κάθε μέρα –αν όχι ώρα— που περνάει χειροπιαστά αισθητό…
Όμως η γενική νότα και, αν μου επιτρέπετε, η οπτική γωνία μέσα από την οποίο θεωρώ ότι πρέπει να μελετούμε και να αναστοχαζόμαστε πάνω στη μεσοπολεμική εμπειρία του εργατικού κινήματος (που ως έννοια είναι βέβαια πολύ ευρύτερη από τον απλό συνδικαλισμό ή την αμιγώς εργατική ταυτότητα ως στατιστική κατηγορία απογραφικών επετηρίδων) είναι μια οπτική –να πω μια έκφραση— «προωθητικά αισιόδοξου προβληματισμού». Ενέχει και αυτό κινδύνους βέβαια, αλλά απηχεί κάτι που πιστεύω διαπνέει και οφείλει να διαπνέει κάθε μελέτη, κάθε ανάλυση και κάθε δράση: το πραξιακό πρίσμα. Πως όσες και όποιες και αν είναι οι δυσκολίες, οι αμφιβολίες και ίσως οι πρόσκαιρες αναδιπλώσεις (και κάποτε απογοητεύσεις) μας, ζούμε σε μια εποχή που –μπροστά στα μάτια μας— η πολιτική εκρήγνυται. Και πως όσο μικρές και αν είναι οι δυνάμεις μας (α) η δυνάμει επιρροή τους είναι εντυπωσιακά πολλαπλάσια και (β) πως η κατάλληλη διάταξη και αξιοποίησή τους μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα που ούτε κι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Να θυμίσω ίσως εδώ κάτι από Λένιν. Να θυμίσω την ομιλία του στην ελβετική σοσιαλιστική νεολαία τον Ιανουάριο του 1917, όπου έλεγε «εμείς της παλιότερης γενιάς μπορεί να μη ζήσουμε να δούμε τις αποφασιστικές μάχες τη επανάστασης» –και βέβαια σε ένα μήνα ο Τσάρος είχε ανατραπεί…
Προτού μπω στο κυρίως θέμα μου, επιτρέψτε μου όμως να πω κάτι από την οπτική του μελετητή, από την οπτική μιας κριτικής ιστοριογραφίας. Η μελέτη της εμπειρίας του εργατικού κινήματος (στο μεσοπόλεμο, αλλά και γενικότερα) είναι κλάδος που τα τελευταία χρόνια – περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, και βέβαια διόλου τυχαία— έχει απειληθεί ως συνεκτικό αφήγημα. Η πολιτική ιστορία, η ιστορία του Κράτους δεν εξέλειπε, ίσα-ίσα κάθε τόσο ανασημασιοδοτείται και αναπροσαρμόζεται –και μάλιστα επιθετικά· αλλά η εργατική ιστορία (μέσα από λογιών-λογιών κατά κανόνα φτηνά ευρήματα) φθίνει και αποσιωπάται ως φαντασιακή και ανερμάτιστη. Πρόκειται για ιδεολογία, και μάλιστα ιδεολογία της μεθοδολογικά χειρότερης υποστάθμης. Εκλαμβάνοντας την έννοια «εργατικό κίνημα» με την απαραίτητη ευρύτητα (ως λόγο, οργάνωση και δράση κυριαρχούμενων στρωμάτων), οφείλουμε πιστεύω να ανασυγκροτήσουμε το συνολικό της αφήγημα –την ιστορία της δράσης των απλών ανθρώπων ως έλλογων υποκειμένων με επίδραση καθοριστική στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε εδώ με κατακερματισμένες σπουδές μνήμης, αλλά με ζωντανή και σημαίνουσα ιστορία. Είναι κι αυτό, πιστεύω, εξαιρετικά σημαντικό….
Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκοντας να δώσω όχι τη λεπτομέρεια (άλλωστε αυτό σε μια σύντομη παρουσίαση δε γίνεται), αλλά το συνθετικό αφήγημα, σκέπτομαι να οργανώσω κι αυτά που έχω να πω. Και πάλι να προειδοποιήσω πως ό,τι πω δεν μπορεί παρά να είναι «λίγο» και, υπό μια έννοια ευτελές. Έχει σημασία για μένα να το τονίσω, διότι η ιστορία των κοινωνικών αγώνων έχει απίστευτο βάθος και τέτοιο εύρος διαστάσεων που, αν πάει κανείς να την κλείσει σε μια λογική εγκυκλοπαιδικού λήμματος ή εγχειριδίου, και την απειλεί και την διαστρέφει αλλά και την προσβάλλει. Ό,τι πω λοιπόν δεν είναι παρά εκκινήσεις και προκλήσεις: σε καμιά περίπτωση δεν ολοκληρώνουν τη συζήτηση, απλώς την ξεκινούν…
Ο μεσοπόλεμος βέβαια ξεκινά από το τέλος του πρώτου πολέμου: του σημείου όπου γίνεται για πρώτη φορά καθαρό ό,τι αργότερα (και πολύ περισσότερο στις μέρες μας) θα δεσπόσει στην πολιτική των «από κάτω»: τον αδήριτο πολιτικό εξανδραποδισμό (και η έκφραση είναι ήπια) της καταστατικά και επί της αρχής σύννομης πολιτικής στρατηγικής –και μ’ αυτό αναφέρομαι βέβαια στο νομοτελειακό σύρσιμο της σοσιαλδημοκρατίας στα δόκανα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Χρόνος δεν υπάρχει να πω τίποτα περισσότερο, ειμή μόνον ότι ο εκφετιχισμός των αστικών θεσμών (και της άποψης ότι ο αποκλειστικά κοινοβουλευτικός δρόμος θα φέρει τη νίκη) έκανε τεράστιες πολιτικές δυνάμεις να αλλάξουν –την ώρα της κρίσης— θέσεις δεκαετιών. Ενώ στις 25 Ιουλίου του ’14 η ΕΕ του SPDκαλούσε τα εκατομμύρια των μελών του να αντισταθούν στον πόλεμο, στις 4 Αυγούστου το κόμμα ψήφιζε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, ενώ το Γαλλικό κόμμα υπέκυπτε στην UnionSacrée, στη λεγόμενη «Ιερή Ενότητα»…
Η εξέλιξη, αν το διερευνήσει κανείς, ήταν βέβαια αναμενόμενη –ήδη από τις αρχές του αιώνα. Ο KarlLegienγραμματέας της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Εργασίας είχε πει ήδη το 1905 πως η «η γενική απεργία είναι μια γενική ανοησία», και ο Κάουτσκι πως το κόμμα, αν και επαναστατικό, σε «καμία περίπτωση δεν κάνει επανάσταση». Ο γνωστός μας ιστορικός Hobsbawmτο περιέγραψε καίρια όταν έγραψε πως, για την περίπτωση των σοσιαλδημοκρατών, «η μαζική διαδήλωση, η προεκλογική εκστρατεία, [οι γενικές δράσεις] είχαν αντικαταστήσει, αντί να προετοιμάζουν την εξέγερση». Η σοσιαλδημοκρατία στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει τον πόλεμο με τις εκτόμβες των θυμάτων. Όμως μέσα στον πόλεμο, μέσα στην κορύφωση της κρίσης ξέσπασε η Οκτωβριανή επανάσταση. Ταυτόχρονη επιβεβαίωση της διαλεκτικής (του Μπρεχτικού μοτίβου «η πιο μαύρη νύχτα θα φέρει το φως»)· της σημασίας της ευφυούς πολιτικής στρατηγικής· αλλά και της τεράστιας διεθνούς επίδρασης που ασκούν τα καίρια, τα κομβικά συμβάντα στην παγκόσμια ιστορία (γι αυτό είμαστε διεθνιστές __γι αυτό ό,τι σκεπτόμαστε και ό,τι σχεδιάζουμε πρέπει να γίνεται μέσα από ένα παγκόσμιο πρίσμα).
Είναι σημαντικό να ξεκινήσει κανείς με την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης για 3 βασικούς λόγους::
(1) για το χαρακτήρα της επικράτησης των Μπολσεβίκων και του εγχειρήματός τους (που ο ύστερος σταλινισμός τόσο διαστρέβλωσε –αν όχι εξαφάνισε)·
(2) γιατί αυτή η εμπειρία διαμόρφωσε το γενικό πλαίσιο των μεσοπολεμικών αγώνων· και τέλος
(3) γιατί ο γρήγορος γραφειοκρατικός (αλλά και –αναπόφευκτα— πολιτικός) εκφυλισμός της σοβιετικής ηγεσίας έριξε βαριά σκιά (αν δεν προδίκασε κιόλας) την αρνητική έκβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα χειραφετητικά εγχειρήματα της Ευρώπης, από τα Βαλκάνια και τη Βρετανία της δεκαετίας του ’20 μέχρι το Γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο, την άνοδο του φασισμού και τον Ισπανικό εμφύλιο τη δεκαετίας του ’30.
Δεν έχω επιλογή βέβαια παρά να είμαι αφοριστικά επιγραμματικός. Ορισμένα μόνο σημεία:
· Η Οκτωβριανή επανάσταση δεν ήταν πραξικόπημα, αλλά επαγγέλθηκε τη διευρυμένη αναπαραγωγή της εμπειρίας της Παρισινής Κομούνας –αυτό ήταν τα σοβιέτ: ταυτόχρονα όργανα πάλης και διακυβέρνησης που θα επιχειρούσαν τη σύζευξη νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στη βάση άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων σε τόπους διαβίωσης και εργασίας. Είναι η εμπειρία των συμβουλίων (που το κίνημα των πλατειών έφερε –ασφαλώς ατελώς— και πάλι στη μνήμη μας) που έμπρακτα αίρουν την εμπιστοσύνη τους στο εγγενώς μη αντιπροσωπευτικό και φαύλο αστικό κοινοβουλευτισμό της μη λογοδοσίας. Στο πλαίσιό τους υπήρχε η ρήτρα Partmax: ότι κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν θα αμειβόταν με μισθό μεγαλύτερο από αυτόν του ειδικευμένου εργάτη.
· Η επανάσταση ποτέ δε φαντάστηκε για τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να επικρατήσει σε μια μόνο χώρα (όπως θεωρήθηκε αργότερα) –γι αυτό άλλωστε και ο τίτλος «Σοβιετική Ένωση». Είναι η μόνη κρατική οντότητα στην ιστορία χωρίς γεωγραφικό και εθνολογικό προσδιορισμό. Και πάλι λίγο Λένιν από την 4η επέτειο της εξέγερσης, το 1921:
Εμείς κάναμε την αρχή. Πότε, ποια ημερομηνία και ώρα, και το προλεταριάτο ποιων ακριβώς χωρών θα ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία δεν έχει και τόση σημασία. Το σημαντικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο δρόμος είναι ανοιχτός, ο τρόπος, το πώς αυτό μπορεί να γίνει έχει φανεί…
Λίγο αισιόδοξο, όμως –λογικά— πέρα για πέρα αληθές.
· Έγιναν όλα αυτά; Όχι! Γιατί η Ρωσία ήταν μια καθυστερημένη χώρα, με εργάτες και αγρότες χωρίς πολιτική πείρα, μια χώρα που την επαύριο της επικράτησης των Μπολσεβίκων δέχτηκε επίθεση από 21 στρατούς (και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα), και που το 1920, όταν λόγω πολέμου η βιομηχανική της παραγωγή βρισκόταν στο 13% του επιπέδου του 1913, και η αγροτική στο 5% πάλι του ’13. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε πάνω από 5,000,000 νεκρούς από λιμό (μέχρι και φαινόμενα κανιβαλισμού). Είχαμε βέβαια και τον πολεμικό κομουνισμό _που απέσυρε από τα ήδη παραπαίοντα σοβιέτ τους αντεπαναστάτες Μενσεβίκους και Εσέρους (τους λεγόμενους κοινωνικούς επαναστάτες - και τέτοιους έχουμε στις μέρες ουκ ολίγους), επέφερε όμως, το 1921, και την Κροστάνδη. Τα σοβιέτ έπαψαν να λειτουργούν και η κρατική μηχανή παρέλυσε. Έπαψε όχι μόνο η σοβιετική δημοκρατία, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, και τα κρατικά προνόμια επέστρεψαν (ήδη από το 1918). Καθώς η διοίκηση έγινε αδύνατη το Partmaxσιωπηρά ξεχάστηκε και η γραφειοκρατία άρχισε να γιγαντώνεται… Ο Λένιν αναφέρθηκε στο σημείο αυτό στο 4ο Συνέδριο της Cominternτο 1922:
Αναμφίβολα κάναμε, και ακόμη κάνουμε ένα κάρο βλακείες. Γιατί τις κάνουμε; Είναι ξεκάθαρο: Πρώτον γιατί είμαστε μια καθυστερημένη χώρα, δεύτερον γιατί η εκπαίδευση είναι στη χώρα μας σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, τρίτον γιατί δεν έχουμε καμιά εξωτερική βοήθεια (καμιά πολιτισμένη χώρα δε μας βοηθάει) και τέταρτον γιατί υποχρεωνόμαστε να λειτουργούμε με τον παλιό μηχανισμό του Κράτους κι αυτό είναι η μεγάλη μας δυστυχία. Πάρα πολύ συχνά ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί εναντίον μας. Έχουμε έτσι μια στρατιά αφερέγγυων κυβερνητικών υπαλλήλων χωρίς όμως επαρκώς μορφωμένους ανθρώπους για να τους ελέγξουν.
· Βασιζόμενος σε αυτήν ακριβώς την πρώιμη νομενκλατούρα, ο Στάλιν θεσμοποίησε τη δικτατορία του. Είναι όμως ενδιαφέρον να δούμε ότι το έπραξε βάζοντας στο κόμμα, τη διετία ’25-’26 200,000 νέα μέλη –πολιτικά άσχετους, ακριβώς για να πνίξει τις αντιστάσεις στο εγχείρημά του. Η υπόλοιπη ιστορία είναι γνωστή: οι διωγμοί με κορυφώσεις το ’26-’27, το ’28 και ολόκληρη τη δεκαετία του ’30. Θα πω μόνο ότι το 1939, από τα 1,5888,852 μέλη του ΚΚΣΕ, μόνο 1.3% ήταν μέλη και το 1917. Αυτοί είχαν εκτοπιστεί ως αντεπαναστάτες τροτσκιστές και αναρχικοί…
· Όπως είπα και προηγουμένως, οι συνέπειες της εξέλιξης αυτής για το παγκόσμιο κίνημα υπήρξαν κολοσσιαίες. Όπως η επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης έδωσε ώθηση σε επαναστατικά κινήματα σχεδόν παντού στην Ευρώπη, έτσι και ο εκφυλισμός της την καταδίκασε… Αλλά ίσως αυτό να φανεί καλύτερα μέσα από μια πιο επιλεκτική εξιστόρηση…
Καθώς το ζήτημα είναι οικουμενικό, προτείνω να συζητήσουμε χρονολογικά (όχι τόσο με βάση τη σημασία των εθνικών εμπειριών, που είναι μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική, αλλά με βάση το χρόνο…). Θα σας μιλήσω, λοιπόν, με άξονα τις δεκαετίες και τις πολιτικές στρατηγικές που μεταλλάσσονται στο διάβα τους. «Στρατηγικές» είναι ο κρίσιμος όρος: γιατί, σε πολύ μεγάλο βαθμό υποστηρίζω, εξηγούν, είναι κρίσιμοι επεξηγηματικοί παράγοντες για την ερμηνεία της έκβασης της ευρωπαϊκής επανάστασης κατά το Μεσοπόλεμο.
Πριν βγει η δεκαετία του ’10 είχαμε βέβαια την ήττα των εξεγερτικών εγχειρημάτων στη Γερμανία και την Ουγγαρία. Η μεγάλη ελπίδα του σοσιαλισμού ήταν, βεβαίως, η «ρεφορμιστική» Γερμανία και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Ο πόλεμος και οι πραγματικότητές του πράγματι βρήκαν γρήγορη διεκδικητική και θεσμική αποτύπωση στο γερμανικό εθνικό περιβάλλον. Το 1916 ξέσπασαν πάνω από 600 απεργίες και, ενώ το 1914 μόνο oKarlLliebknecht(ο αταλάντευτος σύντροφος της Ρόζας Λούξεμπουργκ), είχε καταψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις, το ’15 ο αριθμός ανέβηκε στο 43 (από ένα σύνολο 108). Τον Ιανουάριο του 1917 οι ιδεοτυπικοί θεωρητικοί του ρεφορμισμού, ο Κάουτσκι και ο Μπέρνστάιν, έφυγαν από το SPD για να συγκροτήσουν το USPD που ήταν, πλέον, κατά του πολέμου. Την ίδια περίοδο στη Γαλλία είχαμε έκρηξη στη συνδικαλιστική συμμετοχή από 400,000 το ’12, σε 1,200,000 το ’18, σε 2,000,000 το ΄19.
Και επανάσταση πράγματι ξέσπασε στη Γερμανία. Η ναυτική ανταρσία του Κιέλου τον Νοέμβριο του ’18 έριξε τον Κάιζερ, ενώ εργατικά συμβούλια ξεπηδούσαν σε 15 μεγάλες γερμανικές πόλεις. Στα εκλογές του 1919 το SPDπήρε 38% και το USPDάλλα 8%.Η ιστορία είναι εξαιρετικά πολύπλοκή για να την αφηγηθώ επαρκώς εδώ, όμως στις περιστάσεις το κρίσιμο διακύβευμα ήταν η δράση των επαναστατών - η δράση του νεαρού Κομουνιστικού Κόμματος των Liebknect-Luxemburg (με τις τόσες θεωρητικές περγαμηνές). Φάνηκε τότε (το 1919 και αργότερα –κυρίως τον Μάρτιο του 1921), με όρους πρώιμους και αγνούς, μια ανυπομονησία που έκανε τον Λένιν να μιλήσει για Αριστερισμό –τότε γράφτηκε και το περί «παιδικής ασθένειας»: ότι δεν πρέπει μπερδεύουμε τις δικές μας, επαναστατικές προσδοκίες με τη συνείδηση και κατανόηση των απλών αγωνιστών, και ότι παλεύουμε για «να εξηγήσουμε»…
Τραγικά, η Γερμανική επανάσταση ηττήθηκε. Ας το επαναλάβω, όμως: από ανυπομονησία, όχι από δόλο… Αυτό έχει σημασία διότι ό,τι έμελλε να επακολουθήσει, με την καταστατικά σεχταριστική «Τρίτη Περίοδο» του 1928 ήταν απολύτως δόλιο __και αν δεν προκάλεσε, ασφαλώς μέγιστα συνέτεινε στην άνοδο του φασισμού. (Όμως στο σημείο αυτό θα επανέλθω)…
Οι πρώτες 2 δεκαετίες του αιώνα βίωσαν και άλλες απέλπιδες –κάποιες ανυπόμονες, κάποιες υπερβολικά περιχαρακωμένες— προσπάθειες.
· την ουγγρική Σοβιετική δημοκρατία του 1919
· τα ιταλικά εργατικά συμβούλια των ετών ’20-’21
· το γενικό Βαλκανικό δράμα
· τη μεγάλη Βρετανική ανακατάταξη με την ιστορική απεργία του ’26
Ας τα δούμε επιγραμματικά:
Στην Ανατολική Ευρώπη εν γένει, πρόβλημα ήταν η ανάσχεση του εθνικισμού και η υπέρβαση των εγγενών οργανωτικών ελλείψεων των εκεί κινημάτων. Αυτά φάνηκε να ξεπερνιούνται στην περίπτωση της Ουγγρικής σοβιετικής δημοκρατίας του 1919 που, όμως, ήρθε ως αποτέλεσμα περισσότερο της κατάρρευσης του παλαιού καθεστώτος, παρά μιας κατίσχυσης του σοσιαλισμού. Όλοι θα έχουμε ακούσει για τον Béla Kunκαι τον αριστερισμό του. Ενώ οι Μπολσεβίκοι είχαν δώσει γη στους αγρότες, οι Ούγγροι ομόλογοί τους πρότειναν μια πρώιμη –και ανυπόμονη— κολλεκτιβοποίηση. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για την ήττα της ουγγρικής σοβιετικής δημοκρατίας (μιας δημοκρατίας, βέβαια, χωρίς σοβιέτ) κάτω από το βάρος της επίθεσης Ρουμανικών στρατευμάτων.
Στην Ιταλία ο φασισμός ήρθε γρήγορα, μόλις τον Οκτώβριο του 1922. Όμως όλο το προηγούμενο διάστημα, στα χρόνια ’19-’20 (το bienniorosso), είχαμε προσχώρηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Κομουνιστική Διεθνή και πρότυπα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο και στο Μιλάνο, ενώ καταλήψεις γης γίνονταν παντού στο Νότο. Είχαμε όμως και εδώ τεκμήρια επαναστατικής ανυπομονησίας (με παραινέσεις αγροτικής κολλεκτιβοποίησης), σε έναν περίεργο συνδυασμό με περιορισμούς και διστακτικότητα στην εργατική μαχητικότητα. Έτσι, μετά από μια εκρηκτική ανάπτυξη της εργατικής συνομοσπονδίας CGL(από 321,000 το ’14 σε 2,200,000 το ’20), τον Ιούλιο –πριν την άνοδο του φασισμού— μια γενική απεργία που συγκαλέστηκε ήταν αποτυχία, και η συνδικαλιστική ενεργοποίηση κατέρρευσε. Το 1922 η εργατική συνομοσπονδία είχε το 1/5 των μελών της του 1920, και το 1923 το 1/10. Το νεαρό ΚΚ ήταν ακόμα πολύ αδύναμο για να διαδραματίσει ρόλο…
Στα Βαλκάνια η επαναστατική ανυπομονησία συνυφάνθηκε με στρατηγικά λάθη (που όμως ήταν κατά πάσα πιθανότητα εμπρόθετα). Κεντρική περίπτωση εδώ υπήρξε η βουλγαρική _που, από πολλές όψεις, έμοιαζε με τη Ρωσική. Εδώ βέβαια το αγροτικό ζήτημα φαινόταν να είχε λυθεί (καθώς η αποχώρηση των Οθωμανών διαμόρφωσε συνθήκες για τη γρήγορη και αναίμακτη διανομή γης), όμως αυτό ήταν φαινομενικό καθότι η χρόνια υστέρηση πόρων διαμόρφωσε συνθήκες για την ανάδυση μαχητικών αγροτιστικών κομμάτων με πρότυπο τη Εθνική Αγροτική Ένωση του Σταμπολίισκι που ήρθαν στην κυβέρνηση (και που αντιμάχονταν τους στενούς σοσιαλιστές/ κομουνιστές). Τις δράσεις των τελευταίων, όμως, διήπε και πάλι αριστερισμός. Όταν ξέσπασε πραξικόπημα ενάντια στον Σταμπολίισκι τον Ιούνιο του 1923, το νεοσύστατο ΚΚ υπό τον Δημητρώφ έμεινε απαθές. Όταν διαπίστωσε ότι το νέο καθεστώς Τσανγκόφ δεν ήταν «απλή παραλλαγή του αγροτισμού» προκάλεσε εξέγερση, το Σεπτέμβριο του 1923, που όμως βάφτηκε στο αίμα.
Κάπου εδώ όμως φτάνουμε στη σταλινοποίηση της Κομουνιστικής Διεθνούς, και στο κρίσιμο 5ο Συνέδριο του 1924, όπου διαμορφώθηκε –θεωρώ— και η ανόητη υποχώρηση στον εθνικισμό (με την προϋπόθεση να είναι ο εθνικισμός του άλλου). Υποστηρίχτηκε, συγκεκριμένα, ότι ο δρόμος για το μέλλον είναι η συμμαχία με τις «εθνικές δυνάμεις» - με την Εσωτερική Μακεδονική Οργάνωση στη Βουλγαρία και με το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα του Radić στη Σερβία… Ήταν συμμαχίες χωρίς αρχές. Γιατί η ΒΜΟ είχε ήδη γίνει παράρτημα του λυσσαλέα εθνικιστικού Υπουργείου Εξωτερικών της Βουλγαρίας του δικτάτορα Τσανγκόφ και ο Radić ήταν έτοιμος να δώσει γη και ύδωρ στην αυταρχική κυβέρνηση Pasić προκειμένου να πάρει κάποιο υπουργείο (έγινε, συγκεκριμένα, υπουργός παιδείας). Η Βαλκανική ζύμωση κατέληξε έτσι στο φασισμό, έναν φασισμό όχι τόσο προβεβλημένο στην ιστορική μνήμη, όχι όμως λιγότερο σημαντικό.
Διαφορετικές δυναμικές, στη δεκαετία του ’20 διαδραματίστηκαν αλλού, σε κεντρικές χώρες όπως, χαρακτηριστικά, η Βρετανία. Εκεί είχαμε παραδοσιακά τον καθαρό, απολίτικο συνδικαλισμό που όμως μετά τον πόλεμο ανετράπη πλήρως. Ήδη από την αυγή του αιώνα είχε επέλθει ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν αυτονόητο (η πολιτική ανεξαρτοποίηση της εργατικής τάξης) με τη δημιουργία του Εργατικού Κόμματος (σε μειοψηφούσα κυβέρνηση από το 1924), και οι μεταπολεμικές συνθήκες έφεραν στο προσκήνιο ένα μαχητικό μειοψηφικό ρεύμα στις κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις υπό την καθοδήγηση των κομουνιστών (με ηγετική προσωπικότητα τον Harry Pollitt), το National Minority Movement, που από 200,000 στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο εκτινάχθηκε στα 1,250,000 μέλη στα τέλη του 1925. Ακόμη και στην αρχετυπικά ρεφορμιστική Βρετανία υπήρξε λοιπόν δυνατότητα μαχητικο-διεκδικητικής ανάταξης. Και αυτό πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη απεργία του Μαΐου του 1926 που παρέλυσε τη χώρα. Ήδη όμως ο Σταλινισμός είχε αρχίσει να εξυφαίνει το συμβιωτικό του πέπλο. Η απεργία διήρκεσε 9 μέρες και ενώ, όπως η ιστορική έρευνα έχει καταστήσει σαφές, μπορούσε να νικήσει έκλεισε πρόωρα και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν που σφράγισε τις τύχες του Βρετανικού κινήματος για δεκαετίες, και ήταν αποτέλεσμα πρώιμων συμβιβασμών στο πλαίσιο της Βρετανοσοβιετικής Επιτροπής Συνεργασίας (στην πραγματικότητα προστασίας της νεότευκτης σοβιετικής γραφειοκρατίας)…
Εφεξής ο ρόλος της σοβιετικής γραφειοκρατίας καθίσταται (αν δεν ήταν ως τότε) καθοριστικός (και, αν μου επιτραπεί να πω, η επίδραση του πολιτικού της σκεπτικού, λεξιλογίου και πρακτικών μας καταδυναστεύει ακόμα και σήμερα)… Μιλώ για την πολιτική της Τρίτης Περιόδου και αργότερα τη δεκαετία του ’30 (αλλά και πολύ αργότερα –τολμώ να πω ως τις μέρες μας) της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου - που αυτά έφεραν, επέτρεψαν στο φασισμό να επικρατήσει…
Προτού σταθώ (πάντα επιγραμματικά) στα πολιτικά αυτά μοτίβα, να τα αντιπαραβάλω προκαταρκτικά με ό,τι ο μαρξισμός αντέταξε στην πρώιμη ανυπομονησία των γερμανών, βαλκάνιων και ιταλών μαχητών: την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου –που επιγραμματικά αποδίδεται με το κάλεσμα «βαδίζουμε χώρια, χτυπάμε μαζί». Οι επαναστάτες δεν νερώνουν το πρόγραμμά τους, δεν νερώνουν ποτέ τα λόγια τους - αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κλείνονται σε γυάλινους πύργους ιδεολογικής καθαρότητας. Τι κάνουν; Προτείνουν δράσεις - δράσεις για τους μετανάστες, δράσεις ενάντια στο φασισμό, δράσεις για να πέσει μια κυβέρνηση. Και εκεί ξεχωρίζει η ήρα απ’ το στάρι. Αν οι αβανταδόροι (οι έννομοι συνταγματικοί ριζοσπάστες της «ευθύνης») αποδεχτούν την πρόταση (που δύσκολα, βέβαια, θα την αποδεχτούν), τότε θα αποκαλυφθούν ως αναντίστοιχοι με τις εξαγγελίες τους. Αν την απορρίψουν θα μπουν σε πρόδηλη κρίση ή, τουλάχιστον, δε θα μπορούν να λένε τόσο ξεδιάντροπα ό,τι αλλιώς ισχυρίζονται. Αποτιμώντας τις αιτίες των πρώιμων ηττών, αυτό υποστήριζε ο μαρξισμός στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Τι έγινε όμως στη συνέχεια;
Είναι πιο γνωστό αυτό που έγινε στη Γερμανία (και που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού). Η θεωρία του σοσιαλφασισμού ή της δήθεν τρίτης και τελευταίας περιόδου του καπιταλισμού (με πρακτικο-πολιτική προβολή ότι όσοι δεν ήταν επαναστάτες ήταν φασίστες), που έκανε τα μέλη του ΚΚΓ να συγκρούονται με σοσιαλιστές εργάτες την ώρα που η επίδραση της άκρας Δεξιάς ανέβαινε. Η απομόνωση, η αναποτελεσματικότητα οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού… Και επ’ αυτού τα στοιχεία (με όρους ισχύος επιρροής –τόσο συνδικαλιστικής όσο και πολιτικής) είναι απολύτως αδιάσειστα.
Η Γερμανική καταστροφή στις αρχές της δεκαετίας του ’30 οδήγησε σε πολιτική αναπροσαρμογή. Όμως αυτή δεν ήταν της λογικής του ταξικού Ενιαίου Μετώπου –αλλά κάτι ξένο , εξίσου αλλότριο, ανόητο και έτι βλαπτικότερο (που επιβιώνει ακόμα και σήμερα δίνοντας υπόσταση σε μικροαστούς τυχοδιώκτες και καριερίστες –συχνά πανεπιστημιακούς και άλλους «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών» --εντός πολλών βέβαια εισαγωγικών), την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου –της προγραμματικής, δηλαδή, υποχώρησης προκειμένου να συναφθεί καταστατική συμμαχία με αστούς ριζοσπάστες (δρώντες που εμπλέκονται και κινούνται στο κίνημα όχι για να το προωθήσουν, αλλά για να το εκμεταλλευτούν)…
Δυο δραματικές περιπτώσεις δεσπόζουν: η Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου και η Ισπανία της República και του αιματηρού εμφυλίου (όπου για να παραμείνουν στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας ώστε να μη χάσουν τους «υπεύθυνους» αστούς συμμάχους τους, οι σταλινικοί δεν δίστασαν να πνίξουν ηρωικές απεργίες _και, στην περίπτωση του Ισπανικού πολέμου, να δολοφονήσουν μαζικά και αδιακρίτως τροτσκιστές και αναρχικούς. Χρόνος δεν υπάρχει για πλήρη παράθεση των απαραίτητων λεπτομερειών, όμως δεν μπορώ παρά να πω ότι στη Γαλλία, η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου (η κυβέρνηση Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών με υποστήριξη του ΚΚ) που ήρθε στην εξουσία το Μάιο του 1936 προέβη στις εκπληκτικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη (και που αποτυπώθηκαν στη Συμφωνία Matignon) όχι λόγω καλής πρόθεσης, αλλά κάτω από την πίεση δίμηνων απεργιών και καταλήψεων. Όταν τον Ιούνιο, κάτω από το κάλεσμα του γραμματέα του ΚΚ Τόρεζ αυτές σταμάτησαν, το κίνημα υποχώρησε, οι Σοσιαλιστές του Léon Blum βγήκαν απ’ την κυβέρνηση και η νέα κυβέρνηση Ριζοσπαστών-Κεντροπδεξιάς πήρε πίσω τη μερίδα του λέοντος αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η γαλλική εμπειρία έδειξε όμως και κάτι άλλο (το οποίο διαρκώς ξεχνούμε): ότι πραγματικές μεταρρυθμίσεις και καπιταλισμός δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν. ‘Όταν ο Blum (όπως 4 δεκαετίες μετά ο Allende στη Χιλή) επιχείρησε σοβαρές μεταρρυθμίσεις, το κεφάλαιο απείργησε, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε και προϋπόθεση για να «σωθεί η πατρίδα» ήταν οι αντι-μεταρρυθμίσεις..
Στην Ισπανία οι διαδικασίες εμφανίστηκαν αμφότερες. Η República του 1931 αδυνατούσε να δώσει γη (υπολογίστηκε ότι με το ρυθμό που πήγαινε θα απαιτούνταν ένας αιώνας), ό,τι έδωσε με το ένα χέρι το έπαιρνε με το άλλο, και για να διατηρήσει τα ισοζύγια εντός του αστικού/ καπιταλιστικού πλαισίου κατέφευγε στην απηνή καταστολή… Αυτό δεν είναι γνωστό, όμως επισταμένη μελέτη της νομοθετικής ιστορίας της República αποκαλύπτει μια εικόνα πολύ διαφορετική από τα συνήθη στερεότυπα. Ο νόμος για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας απαγόρευε τις ξαφνικές, μη αδειοδοτημένες απεργίες, και επέτρεπε στο Υπουργείο Εσωτερικών να διαλύει οργανώσεις και συλλογικότητες αν θεωρούνταν ότι με τη δράση τους απειλούσαν διασάλευση της τάξης. Δεν πρέπει να κάνει έκπληξη ότι ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων δεν εξεράγη με τον Franco, αλλά στα χρόνια της República. Το 1933 ήταν 9,000! Υπάρχουν ακόμα οι 30 νεκροί της γενικής απεργίας της Σεβίλης το Μάιο του ’31, η CasasViejas του Σεπτεμβρίου του ’33, όταν 25 αγρότες δολοφονούνται από τη δημοκρατική εθνοφρουρά, και βέβαια η ηρωική κομούνα της Αστούριας (στα χρόνια της κυριαρχίας της Δεξιάς )τον Οκτώβριο του ’34, όταν σκοτώνονται πάνω από 2,000 και οι πολιτικοί κρατούμενο φτάνουν τις 30,000!
Μυθώδης είναι βέβαια η ιστορία της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου από το Φεβρουάριο του ’36 και ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε τον πόλεμο ενάντια στον Franco από τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Επιγραμματικά μπορεί κανείς να επικαλεστεί εδώ, περί του αντιθέτου, τον Όργουελ και τη μαρτυρία του στη Ωδή στην Καταλονία: ότι στόχος συνειδησιακός δεν ήταν η νίκη (που μπορούσε να επέλθει μόνο σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα υπέρβασης του καπιταλισμού), αλλά το πώς θα πείθονταν ο πάνοπλος αντίπαλος ότι η República είναι συνταγματική, ότι αποκηρύσσει τη βία, ακόμα και όταν για να ζήσει χρειάζεται σφαίρες. Ο σταλινισμός ανέλαβε να το κάνει συντρίβοντας την τροτσκιστική αντιπολίτευση και τους αναρχικούς τον Ιούνιο και Αύγουστο ’37 σε Βαρκελώνη και Αραγκόν. Πρόκειται για πραγματικά δραματική ιστορία (ιδιαίτερα ως προς τις πολιτικο-προγραμματικές της προβολές και συνέπειες) που, όμως φοβάμαι, θα πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα και ξεχωριστά _το γεγονός ότι, για να προστατέψει τα γραφειοκρατικά του προνόμια, ο σταλινισμός έχει βάψει τα χέρια του με το αίμα αγωνιστών.
Καμία λοιπόν έφοδος στο μεσοπολεμικό ουρανό δεν επέτυχε… Στην πολλαπλώς πλημμελή αυτή εισήγηση φαίνεται ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξαν πολιτικο-προγραμματικές, οι «υποκειμενικές» όπως λέγαμε παλιά αβελτηρίες, όχι οι «αντικειμενικές συνθήκες». Όμως και σήμερα που μιλούμε (σχεδόν έναν αιώνα μετά) πάλι τις συνθήκες επικαλούμαστε για τις δυσκολίες μας –πάλι αυτές «φταίνε». Και πάλι –κι αυτό είναι κυριολεκτικά τραγικό— στους ίδιους πολιτικούς δρόμους φαίνεται κάποτε ότι κινούμαστε:
· της έωλης ανυπομονησίας
· του εκνευριστικού κοινοβουλευτικού κρετινισμού (θα πρόσθετα των δημοσκοπήσεων)
· της υποτίμησης, διασπάθισης και γραφειοκρατικής (όπως και καριερίστικης) εκμετάλλευσης του κινηματικού δυναμικού των «από κάτω»
Μπορούμε αυτό να το αποτρέψουμε; Μπορούμε να το αλλάξουμε; Εκεί θα ήθελα να μπορεί να κάνει συμβολή αυτή η συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως –να πω τελειώνοντας— ότι από αυτό θα κριθούν όλα. Και δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που να προδικάζει μια αρνητική έκβαση. Ίσα-ίσα. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για το ακριβώς αντίθετο…
Ευχαριστώ για την προσοχή σας και συγγνώμη αν μακρηγόρησα…
Ευχαριστώ θερμά τόσο για την πρόσκληση όσο και –κυρίως— για το θέμα: οι εργατικοί- κοινωνικοί αγώνες, το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα στο μεσοπόλεμο. Πρόκειται βέβαια για ένα κυριολεκτικά απέραντο θέμα, τόσο βιβλιογραφικο-ιστοριογραφικά (και μια απλή μόνο καταγραφή εύκολα γεμίζει αρκετούς τόμους) όσο και θεωρητικά, και δεν ξέρω αν στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου θα καταφέρω να ανταποκριθώ –θα το προσπαθήσω. Είναι λοιπόν ένα θέμα απέραντο αλλά και ένα θέμα τεράστιας σημασίας· για μια σειρά λόγους:
Ο πρώτος είναι η παράδοξη (ή ίσως όχι και τόσο παράδοξη) επικαιρότητα που έχει στις μέρες μας ο Μεσοπόλεμος. Πρώτα απ’ όλα είναι μια περίοδος βαθιάς –όσο και οικουμενικής— κρίσης: οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής. Οι γενιές της μεταπολεμικής οικονομικής άνθισης στην Ευρώπη τείνουμε συχνά να το παραβλέπουμε (ακόμα κι όταν το γνωρίζουμε) αλλά ό,τι ζήσαμε εμείς (ίσως και οι γονείς μας) δεν αποτελούν παρά ένα μικρό (και με μακροσκοπικούς όρους –με όρους μακράς διάρκειας- ένα σύντομο) ειδυλλιακό διάλειμμα στην ιστορία του καπιταλισμού, το οποίο ανεπιστρεπτί εξαντλήθηκε και παρήλθε. Ο καπιταλισμός δεν είναι –δεν μπορεί να είναι- τριμερείς διαπραγματεύσεις Κράτος Πρόνοιας και κοινοβουλευτική δημοκρατία (με όλες της έστω τις ατέλειες): είναι εφιαλτικό βιοτικό επίπεδο, είναι εντεινόμενες ανισότητες, είναι βία… Ο μεσοπόλεμος όλα αυτά τα εικονογραφεί και σε μια τέτοια περίοδο ταχύτατα επιστρέφουμε.
Επιπλέον (και συναφώς), ο Μεσοπόλεμος μας δίνει χειροπιαστά απτή την επιβεβαίωση του ότι Κράτη υπάρχουν για να εμπεδώνουν και να αναπαράγουν κυριαρχίες· και ότι σε περιόδους κρίσης και κοινωνικής αντίστασης αυτό το πραγματοποιούν ανατρέχοντας στην απώτατη ουσία τους _στη χρήση των λεγόμενων «ειδικών ένοπλων σωμάτων». Αυτό είναι σε τελική ανάλυση Κράτος (κι αυτό το γνωρίζουμε, αλλά η «κοινοβουλευτική μας εξοικείωση» -για να μην πω κάτι βαρύτερο, συχνά μας κάνει να το ξεχνάμε και να έχουμε άλλου είδους, πλην έωλες προσδοκίες… Αρχίζει –έχει αρχίσει εδώ και καιρό— αυτό να ξαναγίνεται πρόδηλο: όχι στη θεωρία, αλλά στην πράξη. Γίνεται πρόδηλο στο συνοπτικό ευτελισμό συνταγματικών δήθεν εγγυήσεων· στη διαρκή περιστολή των δικαιωμάτων· στη γιγάντωση της επιθετικής προληπτικής καταστολής…
Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι για τους οποίους η μελέτη του Μεσοπολέμου είναι συναρπαστικά ζωντανή και επίκαιρη. Δείχνει πριν και πάνω απ’ όλα τα τεράστια αποθέματα δύναμης των «από κάτω», των κυριαρχούμενων. Αποκαλύπτει εύρωστα, τολμώ να πω ηρωικά, κινήματα απλών ανθρώπων (εργατών, αγροτών, άνεργων) να υψώνουν την φωνή τους, να δίνουν τιτάνιες μάχες και κάποτε να φτάνουν κυριολεκτικά μια ανάσα από τη μεγάλη έφοδο, σε συνθήκες απείρως δυσμενέστερες από τις σημερινές. Ίσως αυτό το τελευταίο (περί «συνθηκών») να ακούγεται εικονοκλαστικό και ενδεχομένως παράταιρο, όμως θέλω να το τονίσω διότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε άνθρωποι και συλλογικότητες όπως η δική μας δεν είναι (όπως και στο Μεσοπόλεμο δεν ήταν) πρόβλημα «αντικειμενικών συνθηκών», αλλά πρόβλημα πολιτικής. Κι αυτό είναι ένα πικρό –αλλά για το λόγο αυτό και εξακολουθητικά επίκαιρο— μεσοπολεμικό μάθημα: Πώς αν δεν εκτιμηθεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα το πολιτικό πρόβλημα ελλοχεύει ο κίνδυνος της ήττας και του φασισμού. Όλοι γνωρίζουμε και διόλου δεν χρειάζεται να επεκταθώ για το ότι και αυτό το σημείο γίνεται κάθε μέρα –αν όχι ώρα— που περνάει χειροπιαστά αισθητό…
Όμως η γενική νότα και, αν μου επιτρέπετε, η οπτική γωνία μέσα από την οποίο θεωρώ ότι πρέπει να μελετούμε και να αναστοχαζόμαστε πάνω στη μεσοπολεμική εμπειρία του εργατικού κινήματος (που ως έννοια είναι βέβαια πολύ ευρύτερη από τον απλό συνδικαλισμό ή την αμιγώς εργατική ταυτότητα ως στατιστική κατηγορία απογραφικών επετηρίδων) είναι μια οπτική –να πω μια έκφραση— «προωθητικά αισιόδοξου προβληματισμού». Ενέχει και αυτό κινδύνους βέβαια, αλλά απηχεί κάτι που πιστεύω διαπνέει και οφείλει να διαπνέει κάθε μελέτη, κάθε ανάλυση και κάθε δράση: το πραξιακό πρίσμα. Πως όσες και όποιες και αν είναι οι δυσκολίες, οι αμφιβολίες και ίσως οι πρόσκαιρες αναδιπλώσεις (και κάποτε απογοητεύσεις) μας, ζούμε σε μια εποχή που –μπροστά στα μάτια μας— η πολιτική εκρήγνυται. Και πως όσο μικρές και αν είναι οι δυνάμεις μας (α) η δυνάμει επιρροή τους είναι εντυπωσιακά πολλαπλάσια και (β) πως η κατάλληλη διάταξη και αξιοποίησή τους μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα που ούτε κι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να φανταστούμε. Να θυμίσω ίσως εδώ κάτι από Λένιν. Να θυμίσω την ομιλία του στην ελβετική σοσιαλιστική νεολαία τον Ιανουάριο του 1917, όπου έλεγε «εμείς της παλιότερης γενιάς μπορεί να μη ζήσουμε να δούμε τις αποφασιστικές μάχες τη επανάστασης» –και βέβαια σε ένα μήνα ο Τσάρος είχε ανατραπεί…
Προτού μπω στο κυρίως θέμα μου, επιτρέψτε μου όμως να πω κάτι από την οπτική του μελετητή, από την οπτική μιας κριτικής ιστοριογραφίας. Η μελέτη της εμπειρίας του εργατικού κινήματος (στο μεσοπόλεμο, αλλά και γενικότερα) είναι κλάδος που τα τελευταία χρόνια – περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, και βέβαια διόλου τυχαία— έχει απειληθεί ως συνεκτικό αφήγημα. Η πολιτική ιστορία, η ιστορία του Κράτους δεν εξέλειπε, ίσα-ίσα κάθε τόσο ανασημασιοδοτείται και αναπροσαρμόζεται –και μάλιστα επιθετικά· αλλά η εργατική ιστορία (μέσα από λογιών-λογιών κατά κανόνα φτηνά ευρήματα) φθίνει και αποσιωπάται ως φαντασιακή και ανερμάτιστη. Πρόκειται για ιδεολογία, και μάλιστα ιδεολογία της μεθοδολογικά χειρότερης υποστάθμης. Εκλαμβάνοντας την έννοια «εργατικό κίνημα» με την απαραίτητη ευρύτητα (ως λόγο, οργάνωση και δράση κυριαρχούμενων στρωμάτων), οφείλουμε πιστεύω να ανασυγκροτήσουμε το συνολικό της αφήγημα –την ιστορία της δράσης των απλών ανθρώπων ως έλλογων υποκειμένων με επίδραση καθοριστική στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε εδώ με κατακερματισμένες σπουδές μνήμης, αλλά με ζωντανή και σημαίνουσα ιστορία. Είναι κι αυτό, πιστεύω, εξαιρετικά σημαντικό….
Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκοντας να δώσω όχι τη λεπτομέρεια (άλλωστε αυτό σε μια σύντομη παρουσίαση δε γίνεται), αλλά το συνθετικό αφήγημα, σκέπτομαι να οργανώσω κι αυτά που έχω να πω. Και πάλι να προειδοποιήσω πως ό,τι πω δεν μπορεί παρά να είναι «λίγο» και, υπό μια έννοια ευτελές. Έχει σημασία για μένα να το τονίσω, διότι η ιστορία των κοινωνικών αγώνων έχει απίστευτο βάθος και τέτοιο εύρος διαστάσεων που, αν πάει κανείς να την κλείσει σε μια λογική εγκυκλοπαιδικού λήμματος ή εγχειριδίου, και την απειλεί και την διαστρέφει αλλά και την προσβάλλει. Ό,τι πω λοιπόν δεν είναι παρά εκκινήσεις και προκλήσεις: σε καμιά περίπτωση δεν ολοκληρώνουν τη συζήτηση, απλώς την ξεκινούν…
Ο μεσοπόλεμος βέβαια ξεκινά από το τέλος του πρώτου πολέμου: του σημείου όπου γίνεται για πρώτη φορά καθαρό ό,τι αργότερα (και πολύ περισσότερο στις μέρες μας) θα δεσπόσει στην πολιτική των «από κάτω»: τον αδήριτο πολιτικό εξανδραποδισμό (και η έκφραση είναι ήπια) της καταστατικά και επί της αρχής σύννομης πολιτικής στρατηγικής –και μ’ αυτό αναφέρομαι βέβαια στο νομοτελειακό σύρσιμο της σοσιαλδημοκρατίας στα δόκανα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Χρόνος δεν υπάρχει να πω τίποτα περισσότερο, ειμή μόνον ότι ο εκφετιχισμός των αστικών θεσμών (και της άποψης ότι ο αποκλειστικά κοινοβουλευτικός δρόμος θα φέρει τη νίκη) έκανε τεράστιες πολιτικές δυνάμεις να αλλάξουν –την ώρα της κρίσης— θέσεις δεκαετιών. Ενώ στις 25 Ιουλίου του ’14 η ΕΕ του SPDκαλούσε τα εκατομμύρια των μελών του να αντισταθούν στον πόλεμο, στις 4 Αυγούστου το κόμμα ψήφιζε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, ενώ το Γαλλικό κόμμα υπέκυπτε στην UnionSacrée, στη λεγόμενη «Ιερή Ενότητα»…
Η εξέλιξη, αν το διερευνήσει κανείς, ήταν βέβαια αναμενόμενη –ήδη από τις αρχές του αιώνα. Ο KarlLegienγραμματέας της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Εργασίας είχε πει ήδη το 1905 πως η «η γενική απεργία είναι μια γενική ανοησία», και ο Κάουτσκι πως το κόμμα, αν και επαναστατικό, σε «καμία περίπτωση δεν κάνει επανάσταση». Ο γνωστός μας ιστορικός Hobsbawmτο περιέγραψε καίρια όταν έγραψε πως, για την περίπτωση των σοσιαλδημοκρατών, «η μαζική διαδήλωση, η προεκλογική εκστρατεία, [οι γενικές δράσεις] είχαν αντικαταστήσει, αντί να προετοιμάζουν την εξέγερση». Η σοσιαλδημοκρατία στάθηκε ανίκανη να αποτρέψει τον πόλεμο με τις εκτόμβες των θυμάτων. Όμως μέσα στον πόλεμο, μέσα στην κορύφωση της κρίσης ξέσπασε η Οκτωβριανή επανάσταση. Ταυτόχρονη επιβεβαίωση της διαλεκτικής (του Μπρεχτικού μοτίβου «η πιο μαύρη νύχτα θα φέρει το φως»)· της σημασίας της ευφυούς πολιτικής στρατηγικής· αλλά και της τεράστιας διεθνούς επίδρασης που ασκούν τα καίρια, τα κομβικά συμβάντα στην παγκόσμια ιστορία (γι αυτό είμαστε διεθνιστές __γι αυτό ό,τι σκεπτόμαστε και ό,τι σχεδιάζουμε πρέπει να γίνεται μέσα από ένα παγκόσμιο πρίσμα).
Είναι σημαντικό να ξεκινήσει κανείς με την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης για 3 βασικούς λόγους::
(1) για το χαρακτήρα της επικράτησης των Μπολσεβίκων και του εγχειρήματός τους (που ο ύστερος σταλινισμός τόσο διαστρέβλωσε –αν όχι εξαφάνισε)·
(2) γιατί αυτή η εμπειρία διαμόρφωσε το γενικό πλαίσιο των μεσοπολεμικών αγώνων· και τέλος
(3) γιατί ο γρήγορος γραφειοκρατικός (αλλά και –αναπόφευκτα— πολιτικός) εκφυλισμός της σοβιετικής ηγεσίας έριξε βαριά σκιά (αν δεν προδίκασε κιόλας) την αρνητική έκβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα χειραφετητικά εγχειρήματα της Ευρώπης, από τα Βαλκάνια και τη Βρετανία της δεκαετίας του ’20 μέχρι το Γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο, την άνοδο του φασισμού και τον Ισπανικό εμφύλιο τη δεκαετίας του ’30.
Δεν έχω επιλογή βέβαια παρά να είμαι αφοριστικά επιγραμματικός. Ορισμένα μόνο σημεία:
· Η Οκτωβριανή επανάσταση δεν ήταν πραξικόπημα, αλλά επαγγέλθηκε τη διευρυμένη αναπαραγωγή της εμπειρίας της Παρισινής Κομούνας –αυτό ήταν τα σοβιέτ: ταυτόχρονα όργανα πάλης και διακυβέρνησης που θα επιχειρούσαν τη σύζευξη νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στη βάση άμεσα εκλεγμένων και ανακλητών αντιπροσώπων σε τόπους διαβίωσης και εργασίας. Είναι η εμπειρία των συμβουλίων (που το κίνημα των πλατειών έφερε –ασφαλώς ατελώς— και πάλι στη μνήμη μας) που έμπρακτα αίρουν την εμπιστοσύνη τους στο εγγενώς μη αντιπροσωπευτικό και φαύλο αστικό κοινοβουλευτισμό της μη λογοδοσίας. Στο πλαίσιό τους υπήρχε η ρήτρα Partmax: ότι κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν θα αμειβόταν με μισθό μεγαλύτερο από αυτόν του ειδικευμένου εργάτη.
· Η επανάσταση ποτέ δε φαντάστηκε για τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να επικρατήσει σε μια μόνο χώρα (όπως θεωρήθηκε αργότερα) –γι αυτό άλλωστε και ο τίτλος «Σοβιετική Ένωση». Είναι η μόνη κρατική οντότητα στην ιστορία χωρίς γεωγραφικό και εθνολογικό προσδιορισμό. Και πάλι λίγο Λένιν από την 4η επέτειο της εξέγερσης, το 1921:
Εμείς κάναμε την αρχή. Πότε, ποια ημερομηνία και ώρα, και το προλεταριάτο ποιων ακριβώς χωρών θα ολοκληρώσει αυτή τη διαδικασία δεν έχει και τόση σημασία. Το σημαντικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο δρόμος είναι ανοιχτός, ο τρόπος, το πώς αυτό μπορεί να γίνει έχει φανεί…
Λίγο αισιόδοξο, όμως –λογικά— πέρα για πέρα αληθές.
· Έγιναν όλα αυτά; Όχι! Γιατί η Ρωσία ήταν μια καθυστερημένη χώρα, με εργάτες και αγρότες χωρίς πολιτική πείρα, μια χώρα που την επαύριο της επικράτησης των Μπολσεβίκων δέχτηκε επίθεση από 21 στρατούς (και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα), και που το 1920, όταν λόγω πολέμου η βιομηχανική της παραγωγή βρισκόταν στο 13% του επιπέδου του 1913, και η αγροτική στο 5% πάλι του ’13. Στο πλαίσιο αυτό είχαμε πάνω από 5,000,000 νεκρούς από λιμό (μέχρι και φαινόμενα κανιβαλισμού). Είχαμε βέβαια και τον πολεμικό κομουνισμό _που απέσυρε από τα ήδη παραπαίοντα σοβιέτ τους αντεπαναστάτες Μενσεβίκους και Εσέρους (τους λεγόμενους κοινωνικούς επαναστάτες - και τέτοιους έχουμε στις μέρες ουκ ολίγους), επέφερε όμως, το 1921, και την Κροστάνδη. Τα σοβιέτ έπαψαν να λειτουργούν και η κρατική μηχανή παρέλυσε. Έπαψε όχι μόνο η σοβιετική δημοκρατία, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, και τα κρατικά προνόμια επέστρεψαν (ήδη από το 1918). Καθώς η διοίκηση έγινε αδύνατη το Partmaxσιωπηρά ξεχάστηκε και η γραφειοκρατία άρχισε να γιγαντώνεται… Ο Λένιν αναφέρθηκε στο σημείο αυτό στο 4ο Συνέδριο της Cominternτο 1922:
Αναμφίβολα κάναμε, και ακόμη κάνουμε ένα κάρο βλακείες. Γιατί τις κάνουμε; Είναι ξεκάθαρο: Πρώτον γιατί είμαστε μια καθυστερημένη χώρα, δεύτερον γιατί η εκπαίδευση είναι στη χώρα μας σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, τρίτον γιατί δεν έχουμε καμιά εξωτερική βοήθεια (καμιά πολιτισμένη χώρα δε μας βοηθάει) και τέταρτον γιατί υποχρεωνόμαστε να λειτουργούμε με τον παλιό μηχανισμό του Κράτους κι αυτό είναι η μεγάλη μας δυστυχία. Πάρα πολύ συχνά ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί εναντίον μας. Έχουμε έτσι μια στρατιά αφερέγγυων κυβερνητικών υπαλλήλων χωρίς όμως επαρκώς μορφωμένους ανθρώπους για να τους ελέγξουν.
· Βασιζόμενος σε αυτήν ακριβώς την πρώιμη νομενκλατούρα, ο Στάλιν θεσμοποίησε τη δικτατορία του. Είναι όμως ενδιαφέρον να δούμε ότι το έπραξε βάζοντας στο κόμμα, τη διετία ’25-’26 200,000 νέα μέλη –πολιτικά άσχετους, ακριβώς για να πνίξει τις αντιστάσεις στο εγχείρημά του. Η υπόλοιπη ιστορία είναι γνωστή: οι διωγμοί με κορυφώσεις το ’26-’27, το ’28 και ολόκληρη τη δεκαετία του ’30. Θα πω μόνο ότι το 1939, από τα 1,5888,852 μέλη του ΚΚΣΕ, μόνο 1.3% ήταν μέλη και το 1917. Αυτοί είχαν εκτοπιστεί ως αντεπαναστάτες τροτσκιστές και αναρχικοί…
· Όπως είπα και προηγουμένως, οι συνέπειες της εξέλιξης αυτής για το παγκόσμιο κίνημα υπήρξαν κολοσσιαίες. Όπως η επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης έδωσε ώθηση σε επαναστατικά κινήματα σχεδόν παντού στην Ευρώπη, έτσι και ο εκφυλισμός της την καταδίκασε… Αλλά ίσως αυτό να φανεί καλύτερα μέσα από μια πιο επιλεκτική εξιστόρηση…
Καθώς το ζήτημα είναι οικουμενικό, προτείνω να συζητήσουμε χρονολογικά (όχι τόσο με βάση τη σημασία των εθνικών εμπειριών, που είναι μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική, αλλά με βάση το χρόνο…). Θα σας μιλήσω, λοιπόν, με άξονα τις δεκαετίες και τις πολιτικές στρατηγικές που μεταλλάσσονται στο διάβα τους. «Στρατηγικές» είναι ο κρίσιμος όρος: γιατί, σε πολύ μεγάλο βαθμό υποστηρίζω, εξηγούν, είναι κρίσιμοι επεξηγηματικοί παράγοντες για την ερμηνεία της έκβασης της ευρωπαϊκής επανάστασης κατά το Μεσοπόλεμο.
Πριν βγει η δεκαετία του ’10 είχαμε βέβαια την ήττα των εξεγερτικών εγχειρημάτων στη Γερμανία και την Ουγγαρία. Η μεγάλη ελπίδα του σοσιαλισμού ήταν, βεβαίως, η «ρεφορμιστική» Γερμανία και άλλες χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Ο πόλεμος και οι πραγματικότητές του πράγματι βρήκαν γρήγορη διεκδικητική και θεσμική αποτύπωση στο γερμανικό εθνικό περιβάλλον. Το 1916 ξέσπασαν πάνω από 600 απεργίες και, ενώ το 1914 μόνο oKarlLliebknecht(ο αταλάντευτος σύντροφος της Ρόζας Λούξεμπουργκ), είχε καταψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις, το ’15 ο αριθμός ανέβηκε στο 43 (από ένα σύνολο 108). Τον Ιανουάριο του 1917 οι ιδεοτυπικοί θεωρητικοί του ρεφορμισμού, ο Κάουτσκι και ο Μπέρνστάιν, έφυγαν από το SPD για να συγκροτήσουν το USPD που ήταν, πλέον, κατά του πολέμου. Την ίδια περίοδο στη Γαλλία είχαμε έκρηξη στη συνδικαλιστική συμμετοχή από 400,000 το ’12, σε 1,200,000 το ’18, σε 2,000,000 το ΄19.
Και επανάσταση πράγματι ξέσπασε στη Γερμανία. Η ναυτική ανταρσία του Κιέλου τον Νοέμβριο του ’18 έριξε τον Κάιζερ, ενώ εργατικά συμβούλια ξεπηδούσαν σε 15 μεγάλες γερμανικές πόλεις. Στα εκλογές του 1919 το SPDπήρε 38% και το USPDάλλα 8%.Η ιστορία είναι εξαιρετικά πολύπλοκή για να την αφηγηθώ επαρκώς εδώ, όμως στις περιστάσεις το κρίσιμο διακύβευμα ήταν η δράση των επαναστατών - η δράση του νεαρού Κομουνιστικού Κόμματος των Liebknect-Luxemburg (με τις τόσες θεωρητικές περγαμηνές). Φάνηκε τότε (το 1919 και αργότερα –κυρίως τον Μάρτιο του 1921), με όρους πρώιμους και αγνούς, μια ανυπομονησία που έκανε τον Λένιν να μιλήσει για Αριστερισμό –τότε γράφτηκε και το περί «παιδικής ασθένειας»: ότι δεν πρέπει μπερδεύουμε τις δικές μας, επαναστατικές προσδοκίες με τη συνείδηση και κατανόηση των απλών αγωνιστών, και ότι παλεύουμε για «να εξηγήσουμε»…
Τραγικά, η Γερμανική επανάσταση ηττήθηκε. Ας το επαναλάβω, όμως: από ανυπομονησία, όχι από δόλο… Αυτό έχει σημασία διότι ό,τι έμελλε να επακολουθήσει, με την καταστατικά σεχταριστική «Τρίτη Περίοδο» του 1928 ήταν απολύτως δόλιο __και αν δεν προκάλεσε, ασφαλώς μέγιστα συνέτεινε στην άνοδο του φασισμού. (Όμως στο σημείο αυτό θα επανέλθω)…
Οι πρώτες 2 δεκαετίες του αιώνα βίωσαν και άλλες απέλπιδες –κάποιες ανυπόμονες, κάποιες υπερβολικά περιχαρακωμένες— προσπάθειες.
· την ουγγρική Σοβιετική δημοκρατία του 1919
· τα ιταλικά εργατικά συμβούλια των ετών ’20-’21
· το γενικό Βαλκανικό δράμα
· τη μεγάλη Βρετανική ανακατάταξη με την ιστορική απεργία του ’26
Ας τα δούμε επιγραμματικά:
Στην Ανατολική Ευρώπη εν γένει, πρόβλημα ήταν η ανάσχεση του εθνικισμού και η υπέρβαση των εγγενών οργανωτικών ελλείψεων των εκεί κινημάτων. Αυτά φάνηκε να ξεπερνιούνται στην περίπτωση της Ουγγρικής σοβιετικής δημοκρατίας του 1919 που, όμως, ήρθε ως αποτέλεσμα περισσότερο της κατάρρευσης του παλαιού καθεστώτος, παρά μιας κατίσχυσης του σοσιαλισμού. Όλοι θα έχουμε ακούσει για τον Béla Kunκαι τον αριστερισμό του. Ενώ οι Μπολσεβίκοι είχαν δώσει γη στους αγρότες, οι Ούγγροι ομόλογοί τους πρότειναν μια πρώιμη –και ανυπόμονη— κολλεκτιβοποίηση. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για την ήττα της ουγγρικής σοβιετικής δημοκρατίας (μιας δημοκρατίας, βέβαια, χωρίς σοβιέτ) κάτω από το βάρος της επίθεσης Ρουμανικών στρατευμάτων.
Στην Ιταλία ο φασισμός ήρθε γρήγορα, μόλις τον Οκτώβριο του 1922. Όμως όλο το προηγούμενο διάστημα, στα χρόνια ’19-’20 (το bienniorosso), είχαμε προσχώρηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Κομουνιστική Διεθνή και πρότυπα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο και στο Μιλάνο, ενώ καταλήψεις γης γίνονταν παντού στο Νότο. Είχαμε όμως και εδώ τεκμήρια επαναστατικής ανυπομονησίας (με παραινέσεις αγροτικής κολλεκτιβοποίησης), σε έναν περίεργο συνδυασμό με περιορισμούς και διστακτικότητα στην εργατική μαχητικότητα. Έτσι, μετά από μια εκρηκτική ανάπτυξη της εργατικής συνομοσπονδίας CGL(από 321,000 το ’14 σε 2,200,000 το ’20), τον Ιούλιο –πριν την άνοδο του φασισμού— μια γενική απεργία που συγκαλέστηκε ήταν αποτυχία, και η συνδικαλιστική ενεργοποίηση κατέρρευσε. Το 1922 η εργατική συνομοσπονδία είχε το 1/5 των μελών της του 1920, και το 1923 το 1/10. Το νεαρό ΚΚ ήταν ακόμα πολύ αδύναμο για να διαδραματίσει ρόλο…
Στα Βαλκάνια η επαναστατική ανυπομονησία συνυφάνθηκε με στρατηγικά λάθη (που όμως ήταν κατά πάσα πιθανότητα εμπρόθετα). Κεντρική περίπτωση εδώ υπήρξε η βουλγαρική _που, από πολλές όψεις, έμοιαζε με τη Ρωσική. Εδώ βέβαια το αγροτικό ζήτημα φαινόταν να είχε λυθεί (καθώς η αποχώρηση των Οθωμανών διαμόρφωσε συνθήκες για τη γρήγορη και αναίμακτη διανομή γης), όμως αυτό ήταν φαινομενικό καθότι η χρόνια υστέρηση πόρων διαμόρφωσε συνθήκες για την ανάδυση μαχητικών αγροτιστικών κομμάτων με πρότυπο τη Εθνική Αγροτική Ένωση του Σταμπολίισκι που ήρθαν στην κυβέρνηση (και που αντιμάχονταν τους στενούς σοσιαλιστές/ κομουνιστές). Τις δράσεις των τελευταίων, όμως, διήπε και πάλι αριστερισμός. Όταν ξέσπασε πραξικόπημα ενάντια στον Σταμπολίισκι τον Ιούνιο του 1923, το νεοσύστατο ΚΚ υπό τον Δημητρώφ έμεινε απαθές. Όταν διαπίστωσε ότι το νέο καθεστώς Τσανγκόφ δεν ήταν «απλή παραλλαγή του αγροτισμού» προκάλεσε εξέγερση, το Σεπτέμβριο του 1923, που όμως βάφτηκε στο αίμα.
Κάπου εδώ όμως φτάνουμε στη σταλινοποίηση της Κομουνιστικής Διεθνούς, και στο κρίσιμο 5ο Συνέδριο του 1924, όπου διαμορφώθηκε –θεωρώ— και η ανόητη υποχώρηση στον εθνικισμό (με την προϋπόθεση να είναι ο εθνικισμός του άλλου). Υποστηρίχτηκε, συγκεκριμένα, ότι ο δρόμος για το μέλλον είναι η συμμαχία με τις «εθνικές δυνάμεις» - με την Εσωτερική Μακεδονική Οργάνωση στη Βουλγαρία και με το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα του Radić στη Σερβία… Ήταν συμμαχίες χωρίς αρχές. Γιατί η ΒΜΟ είχε ήδη γίνει παράρτημα του λυσσαλέα εθνικιστικού Υπουργείου Εξωτερικών της Βουλγαρίας του δικτάτορα Τσανγκόφ και ο Radić ήταν έτοιμος να δώσει γη και ύδωρ στην αυταρχική κυβέρνηση Pasić προκειμένου να πάρει κάποιο υπουργείο (έγινε, συγκεκριμένα, υπουργός παιδείας). Η Βαλκανική ζύμωση κατέληξε έτσι στο φασισμό, έναν φασισμό όχι τόσο προβεβλημένο στην ιστορική μνήμη, όχι όμως λιγότερο σημαντικό.
Διαφορετικές δυναμικές, στη δεκαετία του ’20 διαδραματίστηκαν αλλού, σε κεντρικές χώρες όπως, χαρακτηριστικά, η Βρετανία. Εκεί είχαμε παραδοσιακά τον καθαρό, απολίτικο συνδικαλισμό που όμως μετά τον πόλεμο ανετράπη πλήρως. Ήδη από την αυγή του αιώνα είχε επέλθει ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν αυτονόητο (η πολιτική ανεξαρτοποίηση της εργατικής τάξης) με τη δημιουργία του Εργατικού Κόμματος (σε μειοψηφούσα κυβέρνηση από το 1924), και οι μεταπολεμικές συνθήκες έφεραν στο προσκήνιο ένα μαχητικό μειοψηφικό ρεύμα στις κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις υπό την καθοδήγηση των κομουνιστών (με ηγετική προσωπικότητα τον Harry Pollitt), το National Minority Movement, που από 200,000 στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο εκτινάχθηκε στα 1,250,000 μέλη στα τέλη του 1925. Ακόμη και στην αρχετυπικά ρεφορμιστική Βρετανία υπήρξε λοιπόν δυνατότητα μαχητικο-διεκδικητικής ανάταξης. Και αυτό πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη απεργία του Μαΐου του 1926 που παρέλυσε τη χώρα. Ήδη όμως ο Σταλινισμός είχε αρχίσει να εξυφαίνει το συμβιωτικό του πέπλο. Η απεργία διήρκεσε 9 μέρες και ενώ, όπως η ιστορική έρευνα έχει καταστήσει σαφές, μπορούσε να νικήσει έκλεισε πρόωρα και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν που σφράγισε τις τύχες του Βρετανικού κινήματος για δεκαετίες, και ήταν αποτέλεσμα πρώιμων συμβιβασμών στο πλαίσιο της Βρετανοσοβιετικής Επιτροπής Συνεργασίας (στην πραγματικότητα προστασίας της νεότευκτης σοβιετικής γραφειοκρατίας)…
Εφεξής ο ρόλος της σοβιετικής γραφειοκρατίας καθίσταται (αν δεν ήταν ως τότε) καθοριστικός (και, αν μου επιτραπεί να πω, η επίδραση του πολιτικού της σκεπτικού, λεξιλογίου και πρακτικών μας καταδυναστεύει ακόμα και σήμερα)… Μιλώ για την πολιτική της Τρίτης Περιόδου και αργότερα τη δεκαετία του ’30 (αλλά και πολύ αργότερα –τολμώ να πω ως τις μέρες μας) της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου - που αυτά έφεραν, επέτρεψαν στο φασισμό να επικρατήσει…
Προτού σταθώ (πάντα επιγραμματικά) στα πολιτικά αυτά μοτίβα, να τα αντιπαραβάλω προκαταρκτικά με ό,τι ο μαρξισμός αντέταξε στην πρώιμη ανυπομονησία των γερμανών, βαλκάνιων και ιταλών μαχητών: την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου –που επιγραμματικά αποδίδεται με το κάλεσμα «βαδίζουμε χώρια, χτυπάμε μαζί». Οι επαναστάτες δεν νερώνουν το πρόγραμμά τους, δεν νερώνουν ποτέ τα λόγια τους - αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κλείνονται σε γυάλινους πύργους ιδεολογικής καθαρότητας. Τι κάνουν; Προτείνουν δράσεις - δράσεις για τους μετανάστες, δράσεις ενάντια στο φασισμό, δράσεις για να πέσει μια κυβέρνηση. Και εκεί ξεχωρίζει η ήρα απ’ το στάρι. Αν οι αβανταδόροι (οι έννομοι συνταγματικοί ριζοσπάστες της «ευθύνης») αποδεχτούν την πρόταση (που δύσκολα, βέβαια, θα την αποδεχτούν), τότε θα αποκαλυφθούν ως αναντίστοιχοι με τις εξαγγελίες τους. Αν την απορρίψουν θα μπουν σε πρόδηλη κρίση ή, τουλάχιστον, δε θα μπορούν να λένε τόσο ξεδιάντροπα ό,τι αλλιώς ισχυρίζονται. Αποτιμώντας τις αιτίες των πρώιμων ηττών, αυτό υποστήριζε ο μαρξισμός στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Τι έγινε όμως στη συνέχεια;
Είναι πιο γνωστό αυτό που έγινε στη Γερμανία (και που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού). Η θεωρία του σοσιαλφασισμού ή της δήθεν τρίτης και τελευταίας περιόδου του καπιταλισμού (με πρακτικο-πολιτική προβολή ότι όσοι δεν ήταν επαναστάτες ήταν φασίστες), που έκανε τα μέλη του ΚΚΓ να συγκρούονται με σοσιαλιστές εργάτες την ώρα που η επίδραση της άκρας Δεξιάς ανέβαινε. Η απομόνωση, η αναποτελεσματικότητα οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού… Και επ’ αυτού τα στοιχεία (με όρους ισχύος επιρροής –τόσο συνδικαλιστικής όσο και πολιτικής) είναι απολύτως αδιάσειστα.
Η Γερμανική καταστροφή στις αρχές της δεκαετίας του ’30 οδήγησε σε πολιτική αναπροσαρμογή. Όμως αυτή δεν ήταν της λογικής του ταξικού Ενιαίου Μετώπου –αλλά κάτι ξένο , εξίσου αλλότριο, ανόητο και έτι βλαπτικότερο (που επιβιώνει ακόμα και σήμερα δίνοντας υπόσταση σε μικροαστούς τυχοδιώκτες και καριερίστες –συχνά πανεπιστημιακούς και άλλους «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών» --εντός πολλών βέβαια εισαγωγικών), την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου –της προγραμματικής, δηλαδή, υποχώρησης προκειμένου να συναφθεί καταστατική συμμαχία με αστούς ριζοσπάστες (δρώντες που εμπλέκονται και κινούνται στο κίνημα όχι για να το προωθήσουν, αλλά για να το εκμεταλλευτούν)…
Δυο δραματικές περιπτώσεις δεσπόζουν: η Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου και η Ισπανία της República και του αιματηρού εμφυλίου (όπου για να παραμείνουν στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας ώστε να μη χάσουν τους «υπεύθυνους» αστούς συμμάχους τους, οι σταλινικοί δεν δίστασαν να πνίξουν ηρωικές απεργίες _και, στην περίπτωση του Ισπανικού πολέμου, να δολοφονήσουν μαζικά και αδιακρίτως τροτσκιστές και αναρχικούς. Χρόνος δεν υπάρχει για πλήρη παράθεση των απαραίτητων λεπτομερειών, όμως δεν μπορώ παρά να πω ότι στη Γαλλία, η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου (η κυβέρνηση Ριζοσπαστών-Σοσιαλιστών με υποστήριξη του ΚΚ) που ήρθε στην εξουσία το Μάιο του 1936 προέβη στις εκπληκτικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη (και που αποτυπώθηκαν στη Συμφωνία Matignon) όχι λόγω καλής πρόθεσης, αλλά κάτω από την πίεση δίμηνων απεργιών και καταλήψεων. Όταν τον Ιούνιο, κάτω από το κάλεσμα του γραμματέα του ΚΚ Τόρεζ αυτές σταμάτησαν, το κίνημα υποχώρησε, οι Σοσιαλιστές του Léon Blum βγήκαν απ’ την κυβέρνηση και η νέα κυβέρνηση Ριζοσπαστών-Κεντροπδεξιάς πήρε πίσω τη μερίδα του λέοντος αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η γαλλική εμπειρία έδειξε όμως και κάτι άλλο (το οποίο διαρκώς ξεχνούμε): ότι πραγματικές μεταρρυθμίσεις και καπιταλισμός δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν. ‘Όταν ο Blum (όπως 4 δεκαετίες μετά ο Allende στη Χιλή) επιχείρησε σοβαρές μεταρρυθμίσεις, το κεφάλαιο απείργησε, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε και προϋπόθεση για να «σωθεί η πατρίδα» ήταν οι αντι-μεταρρυθμίσεις..
Στην Ισπανία οι διαδικασίες εμφανίστηκαν αμφότερες. Η República του 1931 αδυνατούσε να δώσει γη (υπολογίστηκε ότι με το ρυθμό που πήγαινε θα απαιτούνταν ένας αιώνας), ό,τι έδωσε με το ένα χέρι το έπαιρνε με το άλλο, και για να διατηρήσει τα ισοζύγια εντός του αστικού/ καπιταλιστικού πλαισίου κατέφευγε στην απηνή καταστολή… Αυτό δεν είναι γνωστό, όμως επισταμένη μελέτη της νομοθετικής ιστορίας της República αποκαλύπτει μια εικόνα πολύ διαφορετική από τα συνήθη στερεότυπα. Ο νόμος για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας απαγόρευε τις ξαφνικές, μη αδειοδοτημένες απεργίες, και επέτρεπε στο Υπουργείο Εσωτερικών να διαλύει οργανώσεις και συλλογικότητες αν θεωρούνταν ότι με τη δράση τους απειλούσαν διασάλευση της τάξης. Δεν πρέπει να κάνει έκπληξη ότι ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων δεν εξεράγη με τον Franco, αλλά στα χρόνια της República. Το 1933 ήταν 9,000! Υπάρχουν ακόμα οι 30 νεκροί της γενικής απεργίας της Σεβίλης το Μάιο του ’31, η CasasViejas του Σεπτεμβρίου του ’33, όταν 25 αγρότες δολοφονούνται από τη δημοκρατική εθνοφρουρά, και βέβαια η ηρωική κομούνα της Αστούριας (στα χρόνια της κυριαρχίας της Δεξιάς )τον Οκτώβριο του ’34, όταν σκοτώνονται πάνω από 2,000 και οι πολιτικοί κρατούμενο φτάνουν τις 30,000!
Μυθώδης είναι βέβαια η ιστορία της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου από το Φεβρουάριο του ’36 και ο τρόπος με τον οποίο διεξήγαγε τον πόλεμο ενάντια στον Franco από τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Επιγραμματικά μπορεί κανείς να επικαλεστεί εδώ, περί του αντιθέτου, τον Όργουελ και τη μαρτυρία του στη Ωδή στην Καταλονία: ότι στόχος συνειδησιακός δεν ήταν η νίκη (που μπορούσε να επέλθει μόνο σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα υπέρβασης του καπιταλισμού), αλλά το πώς θα πείθονταν ο πάνοπλος αντίπαλος ότι η República είναι συνταγματική, ότι αποκηρύσσει τη βία, ακόμα και όταν για να ζήσει χρειάζεται σφαίρες. Ο σταλινισμός ανέλαβε να το κάνει συντρίβοντας την τροτσκιστική αντιπολίτευση και τους αναρχικούς τον Ιούνιο και Αύγουστο ’37 σε Βαρκελώνη και Αραγκόν. Πρόκειται για πραγματικά δραματική ιστορία (ιδιαίτερα ως προς τις πολιτικο-προγραμματικές της προβολές και συνέπειες) που, όμως φοβάμαι, θα πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα και ξεχωριστά _το γεγονός ότι, για να προστατέψει τα γραφειοκρατικά του προνόμια, ο σταλινισμός έχει βάψει τα χέρια του με το αίμα αγωνιστών.
Καμία λοιπόν έφοδος στο μεσοπολεμικό ουρανό δεν επέτυχε… Στην πολλαπλώς πλημμελή αυτή εισήγηση φαίνεται ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξαν πολιτικο-προγραμματικές, οι «υποκειμενικές» όπως λέγαμε παλιά αβελτηρίες, όχι οι «αντικειμενικές συνθήκες». Όμως και σήμερα που μιλούμε (σχεδόν έναν αιώνα μετά) πάλι τις συνθήκες επικαλούμαστε για τις δυσκολίες μας –πάλι αυτές «φταίνε». Και πάλι –κι αυτό είναι κυριολεκτικά τραγικό— στους ίδιους πολιτικούς δρόμους φαίνεται κάποτε ότι κινούμαστε:
· της έωλης ανυπομονησίας
· του εκνευριστικού κοινοβουλευτικού κρετινισμού (θα πρόσθετα των δημοσκοπήσεων)
· της υποτίμησης, διασπάθισης και γραφειοκρατικής (όπως και καριερίστικης) εκμετάλλευσης του κινηματικού δυναμικού των «από κάτω»
Μπορούμε αυτό να το αποτρέψουμε; Μπορούμε να το αλλάξουμε; Εκεί θα ήθελα να μπορεί να κάνει συμβολή αυτή η συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως –να πω τελειώνοντας— ότι από αυτό θα κριθούν όλα. Και δεν υπάρχει τίποτε απολύτως που να προδικάζει μια αρνητική έκβαση. Ίσα-ίσα. Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για το ακριβώς αντίθετο…
Ευχαριστώ για την προσοχή σας και συγγνώμη αν μακρηγόρησα…