Tου Γιάννη Παπαθεοδώρου, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, 29.1.12
«Αν είσαι από τους αληθινά εκλεκτούς
την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς».
Κ.Π. Καβάφης, Ο Θεόδοτος
Εκθέσεις ιδεών. Η υπουργός Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου πιέζει –με την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων– να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής νέων διοικήσεων για τα Συμβούλια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Για τον χρόνο ωστόσο διεξαγωγής των κοινοβουλευτικών εκλογών, η υπουργός δεν φαίνεται να βιάζεται καθόλου. Σύμφωνα με δηλώσεις της, σε πρόσφατη εκδήλωση της πρωτοβουλίας «Για την Ελλάδα, τώρα», οι εκλογές «σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι μια πρόσκαιρη νίκη του λαϊκισμού, των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι οποίες συσπειρώνονται».[1] Είπε κι άλλα η κ. Διαμαντοπούλου σε εκείνη την εκδήλωση. Θυμήθηκε τον Τρικούπη και ανακάλεσε την ιστορία της πτώχευσης του 19ου αιώνα ως «παράδειγμα συμμόρφωσης» (sic), θυμήθηκε τον Πολιτικό του Πλάτωνα για τη σύνεση και την τόλμη που χρειάζεται σήμερα, εκθείασε εκείνη την Ελλάδα «που θέλει να συγκρουστεί με τον κακό εαυτό της», και κάλεσε όλους όσους έχουν ενεργοποιηθεί στο «επιτέλους να προτείνουμε» να συνδιαμορφώσουν την πρότασή τους για την «εθνική ατζέντα 2020».
Εξειδικεύοντας, μάλιστα, την ατζέντα αυτή ως προς την άμεση συγκυρία, η υπουργός είπε πως η κυβέρνηση Παπαδήμου πρέπει «να πάρει χαρακτηριστικά εθνικής σωτηρίας. Χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς, με δυνατότητα ανασχηματισμού, με συμμετοχή λίγων πολιτικών και τους άριστους των Ελλήνων».[2] Είπε ακόμη πως «όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, η επόμενη Κυβέρνηση, και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, θα πρέπει να είναι Κυβέρνηση προγραμματικής συμφωνίας και με Πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου». Τόνισε, τέλος, πως «η ευελφάλεια δηλαδή η ευελιξία και η ασφάλεια, είναι και τώρα η λύση».
Δε θα με απασχολήσουν εδώ οι προσωπικές απόψεις της κ. Διαμαντοπούλου. Δεν είναι, άλλωστε, αυστηρά προσωπικές, αφού πολλά από μέλη της εν λόγω πρωτοβουλίας, τον τελευταίο καιρό, εκφέρουν ένα δημόσιο λόγο με τον ίδιο κοινό παρονομαστή — ή, μάλλον, με τους ίδιους κοινούς τόπους μιας «έκθεσης ιδεών» γύρω από την έκτακτη ανάγκη της κρίσης: «εθνική σωτηρία», «μεταρρυθμιστική» ρητορική, εκκλήσεις για οριζόντιες συνομαδώσεις σε ένα νέο πολιτικό φορέα με άξονα το ριζοσπαστικό Κέντρο (από την κεντροδεξιά ως την πολύπαθη κεντροαριστερά). Θα με απασχολήσει, λοιπόν, αυτή η ευρύτερη απόφανση –στο επίπεδο του λόγου γύρω από την κρίση–, ακριβώς επειδή πιστεύω πως σηματοδοτεί μια ενδιαφέρουσα και άκρως ανησυχητική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος∙ μια μετάβαση από τη μεταρρύθμιση στη μεταπολιτική.
Ο «αντανακλαστικός εκσυγχρονισμός»[3] Ο νέος λόγος που αρθρώνεται στο όνομα της «κεντρώας» μεταπολιτικής συναίνεσης –απαξιώνοντας συχνά και συστηματικά τις εναλλακτικές προτάσεις της Αριστεράς–, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη εκδοχή του συναινετικού εκσυγχρονιστικού μοντέλου. Από το παλαιότερο προβληματικό πρότυπο της «διαβουλευτικής δημοκρατίας» ως την καινοφανή και σωτηριολογική «κυβερνητική των αρίστων», υπάρχει σαφής απόσταση και διαφορά. Με αφετηρία τον εξιδανικευμένο κεντρώο «ορθό λόγο», το νέο συναινετικό μόρφωμα διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, που τείνουν να μετατρέψουν, κατά τη γνώμη μου, την κρίση της πολιτικής σε κρίση της δημοκρατίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα εξής: α) σαφής υποτίμηση του κεντρικού ιδεολογικού διαχωρισμού ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, β) υποβάθμιση των διαδικασιών νομιμοποίησης της πολιτικής διακυβέρνησης, όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο (έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας) αλλά και στο πρακτικό περιεχόμενο της (πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης τεχνοκρατών με «λίγους πολιτικούς»), και γ) «αντανακλαστική» διαχείριση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, ως εάν να επρόκειτο για αυτοματισμούς, που τους επιβάλουν οι σύγχρονες δομές των αγορών, ερήμην της πολιτικής.
Στο σχήμα αυτό, το κύριο πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανάδυση μιας ηθικίζουσας αντίληψης για την πολιτική, όσο ότι το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο (οι«άριστοι»), που αξιώνει (για τον εαυτό του) την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης, προκύπτει μέσα από μια δήθεν ευγενή άμιλλα προσφοράς για την «εθνική σωτηρία», ή αλλιώς, μέσα από ένα πεδίο συμβιβασμών και συγκλίσεων των διαφόρων ελίτ. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπενθυμίσω πως αυτό συνιστά ακύρωση της ίδιας της πολιτικής τεχνολογίας της νεωτερικής δημοκρατίας, της ισοκρατικής συγκρότησης του σώματος των πολιτών, της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά. Μικρή ή ελάχιστη σημασία το ποιοι θα είναι αυτοί οι «άριστοι» και σε τι μηχανισμούς διάκρισης στηρίζεται το συμβολικό κύρος τους. Όπως παρατηρεί, άλλωστε, ο Immanuel Wallerstein, «η δημοκρατία ως ιδέα, ως κίνημα, είχε αρχικά την πρόθεση να αρνηθεί αυτήν τη διάκριση ως βάση οργάνωσης της πολιτικής ζωής».[4]
Η «συνταγή της αριστοκρατίας». Η περίοδος της κρίσης είναι μια μεταβατική εποχή. Στη χώρα μας, η μετάβαση αυτή εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους: κρίση του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων, εκβιαστικές λύσεις συγκυβερνήσεων, κινητικότητα πολιτικών συμπεριφορών, κινήματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, νέα «λόμπι» και οριζοντιώσεις των πολιτικών συνεργασιών, δείπνα στα βόρεια προάστια με συνδαιτυμόνες από τη πεφωτισμένη δεσποτεία. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να είναι τόσο ανεύθυνος ώστε να αρνείται την ανάγκη της συναίνεσης για να σωθεί η χώρα από τη χαοτική χρεοκοπία και να παραμείνει σταθερά προσδεδεμένη στην ευρωπαϊκή της τροχιά. Αλλά κανείς δεν πρέπει να είναι τόσο αφελής ώστε να μη βλέπει ότι «η συνταγή της αριστοκρατίας» υπερβαίνει τις πολιτικές μας παραδόσεις, παράγοντας ένα επικίνδυνο «έλλειμμα δημοκρατίας».
Ο μεταπολιτικός «μεταρρυθμισμός», συνδυάζοντας το κοινότοπο κήρυγμα με το φόβο της δημοκρατίας, αλλοιώνει την ίδια την «αγωνιστική δημόσια σφαίρα». Εξομαλύνοντας τις ιδεολογικές διαφορές και συγκρούσεις κάτω από το «δόγμα του αυτονόητου», είτε εμφανίζει την κρίση ως ένα πεπρωμένο είτε μετατρέπει τη συγκεκριμένη διαχείριση της κρίσης (με τα συγκεκριμένα μέτρα κλπ.) σε ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα. Και οι δύο εκδοχές αυτές εντείνουν τον βιοπολιτικό αυταρχισμό και μπορούν, δυνάμει, να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η κυβερνώσα ακροδεξιά, άλλωστε, έχει εδώ και πολύ καιρό επενδύσει στην κρίση αντιπροσώπευσης για να παίξει το δικό της παιχνίδι ως δήθεν αυθεντική «φωνή του λαού».
Εντωμεταξύ, όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως η λύση δεν μπορεί παρά να έρθει μόνο μέσα από δημοκρατικές εκλογές που θα ανακαθορίσουν τους πολιτικούς συσχετισμούς, καλό είναι «κλείσουμε τα αυτιά μας στο τραγούδι των σειρήνων, όσων θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο μεν αλλά πάντα ιεραρχικό και ανισοκρατικό σύστημα, υπό την αιγίδα κάποιου προοδευτισμού.[5] Γιατί αυτή είναι μια λύση που δεν μπορεί να ενδιαφέρει κανένα δημοκρατικό και αριστερό πολίτη∙ όχι μόνο «για την Ελλάδα, τώρα» αλλά ούτε και για την Ελλάδα του 2020.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
[1] Ολόκληρη η ομιλία της Άννας Διαμαντοπούλου βρίσκεται ανηρτημένη στον ιστότοπο : http://www.diamantopoulou.gr/beta/index.php?option=com_content&view=article&id=1986:120122-simeia-omilias-stin-ekdilosi-gia-tin-ellada-tora&catid=1:press-office
[2] Η υπογράμμιση δική μου.
[3] Δανείζομαι τον όρο από το βιβλίο της Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, πρόλ.-επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, Πόλις, Αθήνα 2004.
[4] Immanuel Wallerstein, «Δημοκρατία, καπιταλισμός και μετασχηματισμός», στον συλλογικό τόμο Stuart Hall, Michael Hardt-Antonio Negri, Ernesto Laclau, Manuel de Landa, Chantal Mouffe, Imanuel Wallerstein, Slavoj Zizek, Η απραγματοποίητη Δημοκρατία, μτφρ. Ελεάνα Πανάγου, επιμ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Futura, Αθήνα 2010, σ. 94.
«Αν είσαι από τους αληθινά εκλεκτούς
την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς».
Κ.Π. Καβάφης, Ο Θεόδοτος
Εκθέσεις ιδεών. Η υπουργός Παιδείας κ. Άννα Διαμαντοπούλου πιέζει –με την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων– να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής νέων διοικήσεων για τα Συμβούλια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Για τον χρόνο ωστόσο διεξαγωγής των κοινοβουλευτικών εκλογών, η υπουργός δεν φαίνεται να βιάζεται καθόλου. Σύμφωνα με δηλώσεις της, σε πρόσφατη εκδήλωση της πρωτοβουλίας «Για την Ελλάδα, τώρα», οι εκλογές «σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι μια πρόσκαιρη νίκη του λαϊκισμού, των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων, οι οποίες συσπειρώνονται».[1] Είπε κι άλλα η κ. Διαμαντοπούλου σε εκείνη την εκδήλωση. Θυμήθηκε τον Τρικούπη και ανακάλεσε την ιστορία της πτώχευσης του 19ου αιώνα ως «παράδειγμα συμμόρφωσης» (sic), θυμήθηκε τον Πολιτικό του Πλάτωνα για τη σύνεση και την τόλμη που χρειάζεται σήμερα, εκθείασε εκείνη την Ελλάδα «που θέλει να συγκρουστεί με τον κακό εαυτό της», και κάλεσε όλους όσους έχουν ενεργοποιηθεί στο «επιτέλους να προτείνουμε» να συνδιαμορφώσουν την πρότασή τους για την «εθνική ατζέντα 2020».
Εξειδικεύοντας, μάλιστα, την ατζέντα αυτή ως προς την άμεση συγκυρία, η υπουργός είπε πως η κυβέρνηση Παπαδήμου πρέπει «να πάρει χαρακτηριστικά εθνικής σωτηρίας. Χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς, με δυνατότητα ανασχηματισμού, με συμμετοχή λίγων πολιτικών και τους άριστους των Ελλήνων».[2] Είπε ακόμη πως «όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, η επόμενη Κυβέρνηση, και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος, θα πρέπει να είναι Κυβέρνηση προγραμματικής συμφωνίας και με Πρωθυπουργό τύπου Παπαδήμου». Τόνισε, τέλος, πως «η ευελφάλεια δηλαδή η ευελιξία και η ασφάλεια, είναι και τώρα η λύση».
Δε θα με απασχολήσουν εδώ οι προσωπικές απόψεις της κ. Διαμαντοπούλου. Δεν είναι, άλλωστε, αυστηρά προσωπικές, αφού πολλά από μέλη της εν λόγω πρωτοβουλίας, τον τελευταίο καιρό, εκφέρουν ένα δημόσιο λόγο με τον ίδιο κοινό παρονομαστή — ή, μάλλον, με τους ίδιους κοινούς τόπους μιας «έκθεσης ιδεών» γύρω από την έκτακτη ανάγκη της κρίσης: «εθνική σωτηρία», «μεταρρυθμιστική» ρητορική, εκκλήσεις για οριζόντιες συνομαδώσεις σε ένα νέο πολιτικό φορέα με άξονα το ριζοσπαστικό Κέντρο (από την κεντροδεξιά ως την πολύπαθη κεντροαριστερά). Θα με απασχολήσει, λοιπόν, αυτή η ευρύτερη απόφανση –στο επίπεδο του λόγου γύρω από την κρίση–, ακριβώς επειδή πιστεύω πως σηματοδοτεί μια ενδιαφέρουσα και άκρως ανησυχητική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος∙ μια μετάβαση από τη μεταρρύθμιση στη μεταπολιτική.
Ο «αντανακλαστικός εκσυγχρονισμός»[3] Ο νέος λόγος που αρθρώνεται στο όνομα της «κεντρώας» μεταπολιτικής συναίνεσης –απαξιώνοντας συχνά και συστηματικά τις εναλλακτικές προτάσεις της Αριστεράς–, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη εκδοχή του συναινετικού εκσυγχρονιστικού μοντέλου. Από το παλαιότερο προβληματικό πρότυπο της «διαβουλευτικής δημοκρατίας» ως την καινοφανή και σωτηριολογική «κυβερνητική των αρίστων», υπάρχει σαφής απόσταση και διαφορά. Με αφετηρία τον εξιδανικευμένο κεντρώο «ορθό λόγο», το νέο συναινετικό μόρφωμα διακρίνεται από ορισμένα χαρακτηριστικά, που τείνουν να μετατρέψουν, κατά τη γνώμη μου, την κρίση της πολιτικής σε κρίση της δημοκρατίας. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα εξής: α) σαφής υποτίμηση του κεντρικού ιδεολογικού διαχωρισμού ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, β) υποβάθμιση των διαδικασιών νομιμοποίησης της πολιτικής διακυβέρνησης, όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο (έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας) αλλά και στο πρακτικό περιεχόμενο της (πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης τεχνοκρατών με «λίγους πολιτικούς»), και γ) «αντανακλαστική» διαχείριση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, ως εάν να επρόκειτο για αυτοματισμούς, που τους επιβάλουν οι σύγχρονες δομές των αγορών, ερήμην της πολιτικής.
Στο σχήμα αυτό, το κύριο πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανάδυση μιας ηθικίζουσας αντίληψης για την πολιτική, όσο ότι το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο (οι«άριστοι»), που αξιώνει (για τον εαυτό του) την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης, προκύπτει μέσα από μια δήθεν ευγενή άμιλλα προσφοράς για την «εθνική σωτηρία», ή αλλιώς, μέσα από ένα πεδίο συμβιβασμών και συγκλίσεων των διαφόρων ελίτ. Δεν χρειάζεται βέβαια να υπενθυμίσω πως αυτό συνιστά ακύρωση της ίδιας της πολιτικής τεχνολογίας της νεωτερικής δημοκρατίας, της ισοκρατικής συγκρότησης του σώματος των πολιτών, της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά. Μικρή ή ελάχιστη σημασία το ποιοι θα είναι αυτοί οι «άριστοι» και σε τι μηχανισμούς διάκρισης στηρίζεται το συμβολικό κύρος τους. Όπως παρατηρεί, άλλωστε, ο Immanuel Wallerstein, «η δημοκρατία ως ιδέα, ως κίνημα, είχε αρχικά την πρόθεση να αρνηθεί αυτήν τη διάκριση ως βάση οργάνωσης της πολιτικής ζωής».[4]
Η «συνταγή της αριστοκρατίας». Η περίοδος της κρίσης είναι μια μεταβατική εποχή. Στη χώρα μας, η μετάβαση αυτή εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους: κρίση του πολιτικού συστήματος και των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων, εκβιαστικές λύσεις συγκυβερνήσεων, κινητικότητα πολιτικών συμπεριφορών, κινήματα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας, νέα «λόμπι» και οριζοντιώσεις των πολιτικών συνεργασιών, δείπνα στα βόρεια προάστια με συνδαιτυμόνες από τη πεφωτισμένη δεσποτεία. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να είναι τόσο ανεύθυνος ώστε να αρνείται την ανάγκη της συναίνεσης για να σωθεί η χώρα από τη χαοτική χρεοκοπία και να παραμείνει σταθερά προσδεδεμένη στην ευρωπαϊκή της τροχιά. Αλλά κανείς δεν πρέπει να είναι τόσο αφελής ώστε να μη βλέπει ότι «η συνταγή της αριστοκρατίας» υπερβαίνει τις πολιτικές μας παραδόσεις, παράγοντας ένα επικίνδυνο «έλλειμμα δημοκρατίας».
Ο μεταπολιτικός «μεταρρυθμισμός», συνδυάζοντας το κοινότοπο κήρυγμα με το φόβο της δημοκρατίας, αλλοιώνει την ίδια την «αγωνιστική δημόσια σφαίρα». Εξομαλύνοντας τις ιδεολογικές διαφορές και συγκρούσεις κάτω από το «δόγμα του αυτονόητου», είτε εμφανίζει την κρίση ως ένα πεπρωμένο είτε μετατρέπει τη συγκεκριμένη διαχείριση της κρίσης (με τα συγκεκριμένα μέτρα κλπ.) σε ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα. Και οι δύο εκδοχές αυτές εντείνουν τον βιοπολιτικό αυταρχισμό και μπορούν, δυνάμει, να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η κυβερνώσα ακροδεξιά, άλλωστε, έχει εδώ και πολύ καιρό επενδύσει στην κρίση αντιπροσώπευσης για να παίξει το δικό της παιχνίδι ως δήθεν αυθεντική «φωνή του λαού».
Εντωμεταξύ, όσοι εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως η λύση δεν μπορεί παρά να έρθει μόνο μέσα από δημοκρατικές εκλογές που θα ανακαθορίσουν τους πολιτικούς συσχετισμούς, καλό είναι «κλείσουμε τα αυτιά μας στο τραγούδι των σειρήνων, όσων θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο μεν αλλά πάντα ιεραρχικό και ανισοκρατικό σύστημα, υπό την αιγίδα κάποιου προοδευτισμού.[5] Γιατί αυτή είναι μια λύση που δεν μπορεί να ενδιαφέρει κανένα δημοκρατικό και αριστερό πολίτη∙ όχι μόνο «για την Ελλάδα, τώρα» αλλά ούτε και για την Ελλάδα του 2020.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
[1] Ολόκληρη η ομιλία της Άννας Διαμαντοπούλου βρίσκεται ανηρτημένη στον ιστότοπο : http://www.diamantopoulou.gr/beta/index.php?option=com_content&view=article&id=1986:120122-simeia-omilias-stin-ekdilosi-gia-tin-ellada-tora&catid=1:press-office
[2] Η υπογράμμιση δική μου.
[3] Δανείζομαι τον όρο από το βιβλίο της Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, πρόλ.-επιμ. Γιάννης Σταυρακάκης, Πόλις, Αθήνα 2004.
[4] Immanuel Wallerstein, «Δημοκρατία, καπιταλισμός και μετασχηματισμός», στον συλλογικό τόμο Stuart Hall, Michael Hardt-Antonio Negri, Ernesto Laclau, Manuel de Landa, Chantal Mouffe, Imanuel Wallerstein, Slavoj Zizek, Η απραγματοποίητη Δημοκρατία, μτφρ. Ελεάνα Πανάγου, επιμ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Futura, Αθήνα 2010, σ. 94.