της Νάντιας Βαλαβάνη
To παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Σάββατο 31.12.2011/Κυριακή 01.01.2012)
Μετά την υποβοηθούμενη αυτοκτονία του Λούτσιο Μάγκρι ο τίτλος της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας προθανάτιας μελέτης του για το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα και το κομμουνιστικό πείραμα τον 20ο αιώνα Ο ράφτης της Ουλμ, βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής. Στην αγγλική εισαγωγή του κειμένου (New Left Review, τ. 51, 2008) ο Μάγκρι εξηγεί ότι σε κάποια πολυπληθή συγκέντρωση του 1991 με θέμα αν θα έπρεπε ή όχι να φύγει ο όρος «κομμουνιστικό» από τ΄ όνομα του ΚΚΙ, ο Πιέτρο Ινγκράο, που είχε ήδη αναπτύξει τη διαφωνία του, απάντησε σε σχετική ερώτηση «με τη φημισμένη παραβολή του Μπρεχτ για το ράφτη της Ούλμ». Επειδή η περιγραφή, ακόμα και του Μάγκρι, για το περιεχόμενο της «παραβολής» προέρχεται μάλλον από «δεύτερο χέρι», θα επιχειρήσω μια πρόχειρη μετάφραση του υπό αναφορά κειμένου.
Ουλμ 1592
«Επίσκοπε, μπορώ να πετάξω»
Είπε στον Επίσκοπο ο ράφτης.
«Κοίτα καλά πως το κάνω αυτό»
Και σκαρφάλωσε με κάτι
Σαν φτερούγες ραφτό
Στης εκκλησιάς τη σκεπή
Την πιο ψηλή, την πιο ψηλή.
«Δεν υπάρχει ψέμα πιο καθαρό απ’ αυτό
Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί
Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»
Είπε ο Επίσκοπος για τον ράφτη.
«Ο ράφτης χάθηκε και πάει»
Είπαν στον Επίσκοπο οι ανθρώποι.
«Ήταν μια ονειροφαντασιά.
Τα φτερά του κομμάτια
Κι αυτός τσακισμένος κείτεται ξάπλα
Στης εκκλησιάς την πλατεία
Την πιο σκληρή, την πιο σκληρή.»
«Οι καμπάνες ν’ αρχίσουν να κτυπούν δυνατά
Όλα δεν ήταν παρά ένα ψέμα
Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί
Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»
Είπε ο Επίσκοπος στους ανθρώπους.
Παιδικό τραγουδάκι;
Πρόκειται ολοφάνερα για παιδικό τραγούδι: Oι στίχοι του γράφτηκαν το 1934 στο πλαίσιο ενός κύκλου παιδικών τραγουδιών. Το 1938 ο Μπρεχτ υπολόγιζε να τα εκδώσει με τίτλο Παιδικά τραγούδια, στις δύσκολες συνθήκες της εξορίας, όμως, το σχέδιο του όμως έμεινε απραγματοποίητο. Τελικά επέλεξε να συμπεριλάβει ορισμένα, ανάμεσα τους και το «Ουλμ 1592», που o Χανς Άισλερ είχε μελοποιήσει το 1937 μαζί με ορισμένα άλλα παιδικά τραγούδια, στο Τμήμα ΙΙ της συλλογής Ποιήματα του Σβέντμποργκ (Εκδόσεις Malik, Κοπεγχάγη 1939). Μια δεκαετία αργότερα, παρά το ότι δεν επρόκειτο για διήγημα, το συμπεριέλαβε μαζί με ορισμένα άλλα ποιήματα του (π.χ. «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει») στις Ιστορίες του Ημερολογίου [α’ έκδοση, 20.000 αντιτύπων, Gebrueder Weiss Verlag, Βερολίνο (Αμερικάνικος Τομέας), Ιανουάριος 1949, β’ έκδοση, Mitteldeutsche Verlag, Χάλε, ένα μήνα αργότερα].
Από τις Σημειώσεις Ημερολογίου 1938 του Βάλτερ Μπένγιαμιν [Gesammelte Werke, τόμος VI, σελ. 538f, 1985], που ο Μπρεχτ φιλοξενούσε σπίτι του στη Δανία εκείνη την εποχή, ξέρουμε ότι ο Μπένγιαμιν διαφωνούσε με την επιλογή του φίλου του να συμπεριληφθούν και παιδικά τραγούδια στα Ποιήματα του Σβέντμποργκ, επειδή: «Έβρισκα ότι η αντίθεση ανάμεσα στα πολιτικά και στα προσωπικά ποιήματα εξέφραζε την εμπειρία της εξορίας με ιδιαίτερη καθαρότητα. Αυτή η αντίθεση δε θα έπρεπε να αμβλυνθεί μέσω αταίριαστων παρεμβολών». Ο Μπρεχτ όμως επέμεινε, καθώς ο «καταστροφικός χαρακτήρας» της λειτουργίας των παιδικών τραγουδιών «έθετε ξανά σε αμφισβήτηση ό,τι θεωρούνταν δοσμένο». Σύμφωνα πάντα με το ημερολόγιο του Μπένγιαμιν, ο Μπρεχτ του είπε: «Στον αγώνα (ενάντια στο φασισμό) δεν επιτρέπεται ν΄ αφήσουμε τίποτα απέξω. Τα δικά τους σχέδια δεν έχουν κανένα περιορισμό… Δεν διστάζουν απέναντι σε τίποτα. Χτυπούν τα πάντα. Κάθε κύτταρο σφαδάζει κάτω απ’ τα χτυπήματα τους. Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξεχαστεί κανένας μας. Σακατεύουν τα παιδιά μέσα απ’ τη μήτρα της μάνας τους. Δεν πρέπει με τίποτα ν΄ αφήσουμε απ’ έξω τα παιδιά.»
Στις «Παρατηρήσεις» του Μπρεχτ για τις Ιστορίες του Ημερολογίου [έκδοση Neues Leben, Βερολίνο (Σοβιετικός Τομέας), Δεκέμβριος 1949], αναφέρεται σχετικά με την προέλευση του συγκεκριμένου ποιήματος: «Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις της Σουηβίας, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα ζούσε στην Ουλμ ένας ράφτης που κατασκεύασε μεγάλα φτερά κι επιχείρησε να πετάξει απ’ τη σκεπή του Καθεδρικού. Έπεσε και τσακίστηκε. Τα παιδιά τραγουδούν σήμερα ακόμα ένα τραγουδάκι γι΄ αυτό:
“Ο ράφτης της Ουλμ δοκίμασε φτερά
μα ο αέρας στο Δούναβη δεν τον πήγε μακριά.”»
Όχι τυχαία, ρεφραίν στο ποίημα συνιστά η δογματική επισκοπική ρήση με επίκεντρο ένα «ποτέ», που στη ζωή είχε ανατραπεί ήδη δεκαετίες πριν τη μπρεχτική παραβολή: Ο άνθρωπος δεν έγινε πουλί, έμαθε όμως να πετάει. Αντίθετα με τον Επίσκοπο, ο ράφτης στο ποίημα μιλάει σαν παιδί: «Κοίτα καλά πως το κάνω αυτό.» Ο Μπρεχτ πιστεύει ότι το παιδί-αναγνώστης θα υπερβεί τα λογοτεχνικά όρια και θ΄ αντιπαραβάλλει τη «διδαχή» στο ρεφραίν με τη δική του εμπειρία πραγματικότητας: Αρνούμενο την «αλήθεια» του ποιήματος θα αμφισβητήσει την «αλήθεια» της εξουσίας, που αντιπροσωπεύει η φιγούρα του Επισκόπου, και θα εκτιμήσει τη στάση του ράφτη.
Το μοτίβο της πτήσης του ανθρώπου, που εμφανίζεται ξανά και ξανά στα έργα του Μπρεχτ, αντιπροσωπεύει την κλιμάκωση τόσο της παιδικής χαράς όσο και των δυνατοτήτων των ενηλίκων: Το ποίημα ολοφάνερα απευθύνεται στον ενήλικα αναγνώστη όσο και στο παιδί. Και όντως, στη διαδρομή πρόσληψης και λειτουργίας του (συμπεριλαμβανόμενης της χρήσης του από Ινγκράο και Μάγκρι) το ποίημα ξεπέρασε τα όρια και το «διδακτικό ρόλο» ενός παιδικού τραγουδιού.
Ούλμ 1811
Οι ερευνητές του Μπρεχτ δεν άργησαν να παρατηρήσουν ότι η ημερομηνία στον τίτλο ήταν «φτιαχτή»: «Έπαιζε» με το 1492 (ανακάλυψη της Αμερικής). Βεβαίως ο Μπρεχτ, όπως συνήθιζε προκειμένου να κάνει λειτουργικότερο το αποτέλεσμα, δεν «διορθώνει» απλώς την ημερομηνία, αλλά και την ίδια την ιστορία: Ο κανονικός τίτλος θα ήταν «Ουλμ 1811». Ο ράφτης ονομαζόταν Άλμπρεχτ Λούντβιχ Μπέμπιγκερ και, όταν έμεινε ορφανός στα 14 του, τον ανάγκασαν να γίνει ράφτης ενώ ήθελε να γίνει ωρολογοποιός. Μεγάλη αγάπη του παρέμειναν όμως οι καινοτόμοι μηχανισμοί: Δημιούργησε σειρά ορθοπαιδικών συσκευών για ανάπηρους, ανάμεσα τους και το πρώτο προσθετικό πόδι. Όταν κατασκεύασε την πτητική συσκευή του - κάτι σαν «παραπέντε» - για να πετάξει μέχρι την απέναντι όχθη του Δούναβη, ήρθε να παρακολουθήσει την επίδειξη η Βασιλική Αυλή. Δεν του επέτρεψαν να πηδήσει από σημείο του τείχους της Ουλμ ύψους 100 μέτρων, όπως ήθελε, αλλά μόνο από 18 μέτρα, και τον υποχρέωσαν, μετά την τρίτη αναβολή της δοκιμής και ενώ ο αέρας εξακολουθούσε να μην είναι ευνοϊκός, να την πραγματοποιήσει όπως-όπως. Ο Μπέμπιγκερ και τα φτερά του έπεσαν στο νερό, απ’ όπου ανασύρθηκε ελαφρά τραυματισμένος για να παραδοθεί στη χλεύη των συμπολιτών του. Έγινε σύμβολο της ψευτιάς και της απατεωνιάς, έχασε όλους τους πελάτες του και πέθανε πάμπτωχος σε άσυλο στα 58 του. Μισό αιώνα μετά τη λογοτεχνική δικαίωση του, το εγχείρημα του ράφτη που ενέπνευσε τον Μπρεχτ δικαιώθηκε και στη ζωή: Το 1986 στην Ουλμ ανακατασκεύασαν τη συσκευή του. Στις πρώτες δοκιμές από χαμηλά ύψη, το αποτέλεσμα ήταν ίδιο με αυτό του 1811: Ο δοκιμαστής βρέθηκε στο νερό. Όταν όμως τη χρησιμοποίησαν από ύψωμα, ο άνθρωπος που τη «φορούσε» προσγειώθηκε στην άλλη όχθη του Δούναβη!
Τέλος του κόσμου του Οκτώβρη;
Ινγκράο και Μάγκρι χρησιμοποιούν την «παραβολή» του Μπρεχτ για να εκδηλώσουν την πεποίθηση τους ότι το τέλος του κομμουνιστικού «πειράματος» του 20ου αιώνα δε σημαίνει και τέλος του κομμουνισμού: Ακόμα κι αν η αντίθετη αίσθηση κι αντίληψη κυριαρχεί σήμερα, ακριβώς όπως κυρίαρχη ήταν η άρνηση της δυνατότητας πτήσης του ανθρώπου την εποχή του ράφτη της Ουλμ. Ανάμεσα σε πλήθος κρίσιμα ερωτήματα που ο Μάγκρι θέτει το 2008 στην εισαγωγή του κειμένου του, η συζήτηση για τα οποία – όπως κι ο ίδιος εντοπίζει – δεν έχει ξεκινήσει ακόμα (η απόπειρα απάντησης τους ωστόσο είναι αναντικατάστατη προκειμένου να εκτιμηθεί μια κληρονομιά τόσο περίπλοκη), υπάρχει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο για τις μέρες που περνάμε: Η διαφορά ανάμεσα στην ήττα της Γαλλικής Επανάστασης κι αυτής του «υπαρκτού σοσιαλισμού» - ενώ η κληρονομιά της πρώτης γίνεται φανερή με την πρώτη ματιά, αυτό δεν ισχύει για τον Οκτώβρη.
Νομίζω ότι παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2012 και με την εμπειρία της ενδιάμεσης τριετίας από τη δημοσίευση του κειμένου του Μάγκρι, σήμερα αρχίζουμε να διακρίνουμε ό,τι μόλις μπορεί να υποπτευόμασταν στην αρχή της τελευταίας ιστορικής «περιπέτειας» της χώρας μας: Ο κόσμος που αναδύθηκε μέσα από τον Οκτώβρη δεν καταστράφηκε με οριστικό τρόπο τη δεκαετία του ’30 ή το 1956 ή το 1989, κατ’ αναλογία των «απαντήσεων» των διαφόρων ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς. Ο σύνθετος κόσμος που αναδύθηκε μέσα από την ημιτελή Γαλλική Επανάσταση και τον ακόμα περισσότερο ημιτελή Οκτώβρη ως συνέχεια και ρήξη μαζί της, είναι αυτός που η καταστροφή του επιχειρείται με τέτοια συστηματικότητα σήμερα. Απ’ αυτό ας βγάλουμε τα συμπεράσματα μας για την κρισιμότητα της πάλης σήμερα.
To παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Σάββατο 31.12.2011/Κυριακή 01.01.2012)
Μετά την υποβοηθούμενη αυτοκτονία του Λούτσιο Μάγκρι ο τίτλος της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας προθανάτιας μελέτης του για το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα και το κομμουνιστικό πείραμα τον 20ο αιώνα Ο ράφτης της Ουλμ, βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής. Στην αγγλική εισαγωγή του κειμένου (New Left Review, τ. 51, 2008) ο Μάγκρι εξηγεί ότι σε κάποια πολυπληθή συγκέντρωση του 1991 με θέμα αν θα έπρεπε ή όχι να φύγει ο όρος «κομμουνιστικό» από τ΄ όνομα του ΚΚΙ, ο Πιέτρο Ινγκράο, που είχε ήδη αναπτύξει τη διαφωνία του, απάντησε σε σχετική ερώτηση «με τη φημισμένη παραβολή του Μπρεχτ για το ράφτη της Ούλμ». Επειδή η περιγραφή, ακόμα και του Μάγκρι, για το περιεχόμενο της «παραβολής» προέρχεται μάλλον από «δεύτερο χέρι», θα επιχειρήσω μια πρόχειρη μετάφραση του υπό αναφορά κειμένου.
Ουλμ 1592
«Επίσκοπε, μπορώ να πετάξω»
Είπε στον Επίσκοπο ο ράφτης.
«Κοίτα καλά πως το κάνω αυτό»
Και σκαρφάλωσε με κάτι
Σαν φτερούγες ραφτό
Στης εκκλησιάς τη σκεπή
Την πιο ψηλή, την πιο ψηλή.
«Δεν υπάρχει ψέμα πιο καθαρό απ’ αυτό
Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί
Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»
Είπε ο Επίσκοπος για τον ράφτη.
«Ο ράφτης χάθηκε και πάει»
Είπαν στον Επίσκοπο οι ανθρώποι.
«Ήταν μια ονειροφαντασιά.
Τα φτερά του κομμάτια
Κι αυτός τσακισμένος κείτεται ξάπλα
Στης εκκλησιάς την πλατεία
Την πιο σκληρή, την πιο σκληρή.»
«Οι καμπάνες ν’ αρχίσουν να κτυπούν δυνατά
Όλα δεν ήταν παρά ένα ψέμα
Ο άνθρωπος δεν είναι πουλί
Ποτέ ο άνθρωπος δε θα πετάξει»
Είπε ο Επίσκοπος στους ανθρώπους.
Παιδικό τραγουδάκι;
Πρόκειται ολοφάνερα για παιδικό τραγούδι: Oι στίχοι του γράφτηκαν το 1934 στο πλαίσιο ενός κύκλου παιδικών τραγουδιών. Το 1938 ο Μπρεχτ υπολόγιζε να τα εκδώσει με τίτλο Παιδικά τραγούδια, στις δύσκολες συνθήκες της εξορίας, όμως, το σχέδιο του όμως έμεινε απραγματοποίητο. Τελικά επέλεξε να συμπεριλάβει ορισμένα, ανάμεσα τους και το «Ουλμ 1592», που o Χανς Άισλερ είχε μελοποιήσει το 1937 μαζί με ορισμένα άλλα παιδικά τραγούδια, στο Τμήμα ΙΙ της συλλογής Ποιήματα του Σβέντμποργκ (Εκδόσεις Malik, Κοπεγχάγη 1939). Μια δεκαετία αργότερα, παρά το ότι δεν επρόκειτο για διήγημα, το συμπεριέλαβε μαζί με ορισμένα άλλα ποιήματα του (π.χ. «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει») στις Ιστορίες του Ημερολογίου [α’ έκδοση, 20.000 αντιτύπων, Gebrueder Weiss Verlag, Βερολίνο (Αμερικάνικος Τομέας), Ιανουάριος 1949, β’ έκδοση, Mitteldeutsche Verlag, Χάλε, ένα μήνα αργότερα].
Από τις Σημειώσεις Ημερολογίου 1938 του Βάλτερ Μπένγιαμιν [Gesammelte Werke, τόμος VI, σελ. 538f, 1985], που ο Μπρεχτ φιλοξενούσε σπίτι του στη Δανία εκείνη την εποχή, ξέρουμε ότι ο Μπένγιαμιν διαφωνούσε με την επιλογή του φίλου του να συμπεριληφθούν και παιδικά τραγούδια στα Ποιήματα του Σβέντμποργκ, επειδή: «Έβρισκα ότι η αντίθεση ανάμεσα στα πολιτικά και στα προσωπικά ποιήματα εξέφραζε την εμπειρία της εξορίας με ιδιαίτερη καθαρότητα. Αυτή η αντίθεση δε θα έπρεπε να αμβλυνθεί μέσω αταίριαστων παρεμβολών». Ο Μπρεχτ όμως επέμεινε, καθώς ο «καταστροφικός χαρακτήρας» της λειτουργίας των παιδικών τραγουδιών «έθετε ξανά σε αμφισβήτηση ό,τι θεωρούνταν δοσμένο». Σύμφωνα πάντα με το ημερολόγιο του Μπένγιαμιν, ο Μπρεχτ του είπε: «Στον αγώνα (ενάντια στο φασισμό) δεν επιτρέπεται ν΄ αφήσουμε τίποτα απέξω. Τα δικά τους σχέδια δεν έχουν κανένα περιορισμό… Δεν διστάζουν απέναντι σε τίποτα. Χτυπούν τα πάντα. Κάθε κύτταρο σφαδάζει κάτω απ’ τα χτυπήματα τους. Γι΄ αυτό και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξεχαστεί κανένας μας. Σακατεύουν τα παιδιά μέσα απ’ τη μήτρα της μάνας τους. Δεν πρέπει με τίποτα ν΄ αφήσουμε απ’ έξω τα παιδιά.»
Στις «Παρατηρήσεις» του Μπρεχτ για τις Ιστορίες του Ημερολογίου [έκδοση Neues Leben, Βερολίνο (Σοβιετικός Τομέας), Δεκέμβριος 1949], αναφέρεται σχετικά με την προέλευση του συγκεκριμένου ποιήματος: «Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις της Σουηβίας, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα ζούσε στην Ουλμ ένας ράφτης που κατασκεύασε μεγάλα φτερά κι επιχείρησε να πετάξει απ’ τη σκεπή του Καθεδρικού. Έπεσε και τσακίστηκε. Τα παιδιά τραγουδούν σήμερα ακόμα ένα τραγουδάκι γι΄ αυτό:
“Ο ράφτης της Ουλμ δοκίμασε φτερά
μα ο αέρας στο Δούναβη δεν τον πήγε μακριά.”»
Όχι τυχαία, ρεφραίν στο ποίημα συνιστά η δογματική επισκοπική ρήση με επίκεντρο ένα «ποτέ», που στη ζωή είχε ανατραπεί ήδη δεκαετίες πριν τη μπρεχτική παραβολή: Ο άνθρωπος δεν έγινε πουλί, έμαθε όμως να πετάει. Αντίθετα με τον Επίσκοπο, ο ράφτης στο ποίημα μιλάει σαν παιδί: «Κοίτα καλά πως το κάνω αυτό.» Ο Μπρεχτ πιστεύει ότι το παιδί-αναγνώστης θα υπερβεί τα λογοτεχνικά όρια και θ΄ αντιπαραβάλλει τη «διδαχή» στο ρεφραίν με τη δική του εμπειρία πραγματικότητας: Αρνούμενο την «αλήθεια» του ποιήματος θα αμφισβητήσει την «αλήθεια» της εξουσίας, που αντιπροσωπεύει η φιγούρα του Επισκόπου, και θα εκτιμήσει τη στάση του ράφτη.
Το μοτίβο της πτήσης του ανθρώπου, που εμφανίζεται ξανά και ξανά στα έργα του Μπρεχτ, αντιπροσωπεύει την κλιμάκωση τόσο της παιδικής χαράς όσο και των δυνατοτήτων των ενηλίκων: Το ποίημα ολοφάνερα απευθύνεται στον ενήλικα αναγνώστη όσο και στο παιδί. Και όντως, στη διαδρομή πρόσληψης και λειτουργίας του (συμπεριλαμβανόμενης της χρήσης του από Ινγκράο και Μάγκρι) το ποίημα ξεπέρασε τα όρια και το «διδακτικό ρόλο» ενός παιδικού τραγουδιού.
Ούλμ 1811
Οι ερευνητές του Μπρεχτ δεν άργησαν να παρατηρήσουν ότι η ημερομηνία στον τίτλο ήταν «φτιαχτή»: «Έπαιζε» με το 1492 (ανακάλυψη της Αμερικής). Βεβαίως ο Μπρεχτ, όπως συνήθιζε προκειμένου να κάνει λειτουργικότερο το αποτέλεσμα, δεν «διορθώνει» απλώς την ημερομηνία, αλλά και την ίδια την ιστορία: Ο κανονικός τίτλος θα ήταν «Ουλμ 1811». Ο ράφτης ονομαζόταν Άλμπρεχτ Λούντβιχ Μπέμπιγκερ και, όταν έμεινε ορφανός στα 14 του, τον ανάγκασαν να γίνει ράφτης ενώ ήθελε να γίνει ωρολογοποιός. Μεγάλη αγάπη του παρέμειναν όμως οι καινοτόμοι μηχανισμοί: Δημιούργησε σειρά ορθοπαιδικών συσκευών για ανάπηρους, ανάμεσα τους και το πρώτο προσθετικό πόδι. Όταν κατασκεύασε την πτητική συσκευή του - κάτι σαν «παραπέντε» - για να πετάξει μέχρι την απέναντι όχθη του Δούναβη, ήρθε να παρακολουθήσει την επίδειξη η Βασιλική Αυλή. Δεν του επέτρεψαν να πηδήσει από σημείο του τείχους της Ουλμ ύψους 100 μέτρων, όπως ήθελε, αλλά μόνο από 18 μέτρα, και τον υποχρέωσαν, μετά την τρίτη αναβολή της δοκιμής και ενώ ο αέρας εξακολουθούσε να μην είναι ευνοϊκός, να την πραγματοποιήσει όπως-όπως. Ο Μπέμπιγκερ και τα φτερά του έπεσαν στο νερό, απ’ όπου ανασύρθηκε ελαφρά τραυματισμένος για να παραδοθεί στη χλεύη των συμπολιτών του. Έγινε σύμβολο της ψευτιάς και της απατεωνιάς, έχασε όλους τους πελάτες του και πέθανε πάμπτωχος σε άσυλο στα 58 του. Μισό αιώνα μετά τη λογοτεχνική δικαίωση του, το εγχείρημα του ράφτη που ενέπνευσε τον Μπρεχτ δικαιώθηκε και στη ζωή: Το 1986 στην Ουλμ ανακατασκεύασαν τη συσκευή του. Στις πρώτες δοκιμές από χαμηλά ύψη, το αποτέλεσμα ήταν ίδιο με αυτό του 1811: Ο δοκιμαστής βρέθηκε στο νερό. Όταν όμως τη χρησιμοποίησαν από ύψωμα, ο άνθρωπος που τη «φορούσε» προσγειώθηκε στην άλλη όχθη του Δούναβη!
Τέλος του κόσμου του Οκτώβρη;
Ινγκράο και Μάγκρι χρησιμοποιούν την «παραβολή» του Μπρεχτ για να εκδηλώσουν την πεποίθηση τους ότι το τέλος του κομμουνιστικού «πειράματος» του 20ου αιώνα δε σημαίνει και τέλος του κομμουνισμού: Ακόμα κι αν η αντίθετη αίσθηση κι αντίληψη κυριαρχεί σήμερα, ακριβώς όπως κυρίαρχη ήταν η άρνηση της δυνατότητας πτήσης του ανθρώπου την εποχή του ράφτη της Ουλμ. Ανάμεσα σε πλήθος κρίσιμα ερωτήματα που ο Μάγκρι θέτει το 2008 στην εισαγωγή του κειμένου του, η συζήτηση για τα οποία – όπως κι ο ίδιος εντοπίζει – δεν έχει ξεκινήσει ακόμα (η απόπειρα απάντησης τους ωστόσο είναι αναντικατάστατη προκειμένου να εκτιμηθεί μια κληρονομιά τόσο περίπλοκη), υπάρχει ένα ιδιαίτερα κρίσιμο για τις μέρες που περνάμε: Η διαφορά ανάμεσα στην ήττα της Γαλλικής Επανάστασης κι αυτής του «υπαρκτού σοσιαλισμού» - ενώ η κληρονομιά της πρώτης γίνεται φανερή με την πρώτη ματιά, αυτό δεν ισχύει για τον Οκτώβρη.
Νομίζω ότι παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2012 και με την εμπειρία της ενδιάμεσης τριετίας από τη δημοσίευση του κειμένου του Μάγκρι, σήμερα αρχίζουμε να διακρίνουμε ό,τι μόλις μπορεί να υποπτευόμασταν στην αρχή της τελευταίας ιστορικής «περιπέτειας» της χώρας μας: Ο κόσμος που αναδύθηκε μέσα από τον Οκτώβρη δεν καταστράφηκε με οριστικό τρόπο τη δεκαετία του ’30 ή το 1956 ή το 1989, κατ’ αναλογία των «απαντήσεων» των διαφόρων ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς. Ο σύνθετος κόσμος που αναδύθηκε μέσα από την ημιτελή Γαλλική Επανάσταση και τον ακόμα περισσότερο ημιτελή Οκτώβρη ως συνέχεια και ρήξη μαζί της, είναι αυτός που η καταστροφή του επιχειρείται με τέτοια συστηματικότητα σήμερα. Απ’ αυτό ας βγάλουμε τα συμπεράσματα μας για την κρισιμότητα της πάλης σήμερα.