του Μιχάλη Ζουμπουλάκη*

Με τον Σταύρο γνωρίστηκα το 1984 στο Παρίσι. Μεταπτυχιακοί φοιτητές και οι δυο, κάτοικοι της Cite Universitaire, αυτός στο Ελληνικό Σπίτι εγώ σε μια Γαλλική Εστία στο 5 της Boulevard Jourdan. Παρόλο που σπουδάζαμε στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ποτέ δεν βρεθήκαμε στα ίδια θρανία. Εκείνος ήταν πολιτικός επιστήμονας, εγώ οικονομολόγος. Εκείνος τριγύριζε στα ελληνικά στέκια, εγώ επεδίωκα περισσότερες επαφές με Γάλλους. Εκείνος «σωματώδης», εγώ 65 κιλά. Ωστόσο, ποτέ του δεν με κέρδισε στις "μονομαχίες" που τον προκαλούσα στις ταβέρνες και στα μπιστρό. Ένα βράδυ, στο La Chope d'Alsace, στο Odeon, τον αντιμετώπισα μπροστά από ένα τεράστιο διπλό ‘choucroute royale'. Έχασε κατά κράτος. «Μονάντερο» με φώναζε.
Είχε έναν τρόπο ο Σταύρος να «βρίζει» αυτούς που αγαπούσε, να τους χαρακτηρίζει αρνητικά. Λες και δεν άντεχε να εκφράσει θετικά την αγάπη του. Η φαντασία του να σε στολίζει δεν του έλειπε. Βρεθήκαμε σε κοινούς αγώνες στον «Δημοκρατικό Αγώνα» του φοιτητικού συλλόγου στο Παρίσι και της ομοσπονδίας, της ΠΟΕΦΣΥ. Ο Σταύρος ήταν η "πριμαντόνα" μας. Όσοι παίρναμε τον λόγο, φροντίζαμε να το κάνουμε πριν από αυτόν μήπως και κερδίσουμε καμιά εντύπωση και κάποιο βλέμμα γυναικείου θαυμασμού. Γιατί, όταν ερχόταν η σειρά του, μας σκέπαζε όλους.
Επιτιμούσε τους ιδεολογικούς του αντιπάλους βγάζοντας γέλιο με τις ατάκες του. Κατέρριπτε τα επιχειρήματά τους με ευφυολογήματα. Τους τσάκιζε με τα τσιτάτα από τους κλασικούς της πολιτικής φιλοσοφίας. Όχι μόνο από τον Μαρξ και τους μαρξιστές, αλλά κυρίως τους φιλελεύθερους. Τον Τόκβιλ φυσικά, αλλά και τον Σορέλ, τον Παρέτο κ.ά. Αυτούς μελέτησε ο Σταύρος. Ήταν η εποχή που ο ιδεολογικός αγώνας ξεκινούσε από τη μελέτη των θέσεων του αντιπάλου, από τη βαθιά γνώση και τον σεβασμό τους.
Ο Σταύρος πάντοτε αναγνώριζε δημόσια το δίκιο του αντιπάλου του όταν το έβλεπε. Δεν είχε πρόβλημα να ανασκευάσει μια θέση του αν πείθονταν. Το '86 οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις πύκνωσαν. Από τη μία οι εξελίξεις στην Ελλάδα και στο ΚΚΕ Εσωτερικού, από την άλλη η μεταρρύθμιση Devaquet και οι πορείες στους δρόμους του Παρισιού μάς έφεραν πολύ κοντά και σε συνεχή αντιπαράθεση. Στο γραφείο του Ρήγα στο Παρίσι γινόταν σφαγή. Κακή απομίμηση της διαμάχης μπολσεβίκων και μενσεβίκων. Προφανώς, δεν ήμουν εγώ ο «μπολσεβίκος». Αν με πιστεύετε, δεκατρείς πολύωρες συνεδριάσεις του γραφείου μέσα σε τρεις μήνες και πέντε ολομέλειες, συνήθως σε ένα χώρο που νοικιάζαμε στο 14ο Διαμέρισμα, από μια καθολική οργάνωση με τον παραπλανητικό τίτλο Centre Culturel Hellenique. Πού να ήξεραν οι κακομοίρες οι καλόγριες ότι συνωμοτούσαμε για τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Το '87 χωρίσαμε (προσωρινά) με τη διάσπαση του ΚΚΕ Εσωτερικού. Εκείνος με την «Αναβάθμιση», εγώ φανατικά με τη «Μεταρρύθμιση» και μετά με την «Ελληνική Αριστερά». Φτιάξαμε καινούργια οργάνωση από το μηδέν μαζί με το Λιναρδάκη με 24 μέλη, έχω μπροστά μου τα ονόματα και τις διευθύνσεις. Όταν ήρθε ο Λεωνίδας να μας μιλήσει, ούτε που το είπα στον Σταύρο. Σιγά μην το 'λεγα. «Δεξιό σκουλήκι» με ανέβαζε, «τεχνοκράτη ρεφορμιστή» με κατέβαζε.
Το '88 τέλειωσα τη διατριβή μου, επέστρεψα στην Ελλάδα και τον άφησα να μελετάει. Όσο διάβαζε τόσο γέμιζε με αμφιβολίες ο Σταύρος. Διάβαζε πάρα πολύ. Έγραφε αναλογικά πάρα πολύ λίγο. Στην αναμέτρησή του με τα «τέρατα» της Πολιτικής Φιλοσοφίας, ένιωθε άγχος και πάγωνε με την ιδέα να τους αμφισβητήσει.
Ξαναβρεθήκαμε με τον Σταύρο στον Συνασπισμό. Ποτέ στην ίδια οργάνωση, γιατί εγώ τα παράτησα. Από τότε που έγινα λέκτορας το '91, δεν ήθελα να είμαι οργανωμένος. Ο Σταύρος το αντίθετο. Θεωρούσε καθήκον του να οργανώνεται και να οργανώνει. Τον συναντούσα συχνά στην Αθήνα και στον Βόλο, όποτε ερχόταν «υπηρεσιακά», για κομματική δουλειά. Φυσικά πάντοτε διαφωνούσαμε. Φυσικά πάντοτε με φιλούσε, με αγκάλιαζε και με έβριζε δημόσια. Την τελευταία φορά το παράκανε. Με ξεφτίλισε σε ένα διάδρομο στο προηγούμενο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ το '13 για την επιλογή μου να εκλεγώ στο Συμβούλιο του Ιδρύματος. Με στεναχώρησε. Θύμωσα. Τώρα είναι αργά να του ζητήσω συγγνώμη που φέτος δεν τον πήρα στη γιορτή του. «Τι κάνεις, ρε κυρ-Σταύρο, αφέντη Τσουτσουλομύτη», θα τον ρωτούσα. Ξέρω όμως τι κάνεις τώρα. Μας κοιτάς από ψηλά και σκάζεις με τα χάλια μας.
Καλό ταξίδι, αδελφέ.
* Ο Μιχάλης Ζουμπουλάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας