Μετά τη χτεσινή κατάθεση του «μεσάζοντα» Γιώργου Αποστολόπουλου κλείνει ένας πρώτος κύκλος στην υπόθεση της καταγγελίας του Παύλου Χαϊκάλη ότι επιχειρήθηκε η δωροδοκία του. Στην κατάθεσή του ο Αποστολόπουλος έδωσε μια διαφορετική ερμηνεία των γεγονότων από αυτήν του Χαϊκάλη. Εν ολίγοις, είπε ότι ήταν ο Χαϊκάλης αυτός που ζήταγε τα χρήματα και ότι το κίνητρο του ίδιου του Αποστολόπουλου ήταν να ξεσκεπάσει την ηθική κατάπτωση του βουλευτή. Με άλλα λόγια, «πήγα να του τα σκάσω για να αποδείξω ότι τα πιάνει».
Όποιες σκέψεις κι αν κάνει κανείς τόσο για την όλη υπόθεση όσο και τη μάλλον πρωτότυπη υπερασπιστική γραμμή Αποστολόπουλου, από την κατάθεσή του προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα: Ο Αποστολόπουλος επιβεβαίωσε ότι έχει κάνει συζήτηση με τον Χαϊκάλη για την εξαγορά της ψήφου του στην προεδρική εκλογή. Το γιατί έγινε αυτός ο διάλογος, πόσο σοβαρός ήταν, και, κυρίως, αν όντως ο Αποστολόπουλος μίλαγε εξ ονόματος τρίτων, αποτελούν αντικείμενα της δικαστική έρευνας. Ωστόσο, για πρώτη φορά έχουμε δύο μαρτυρίες άμεσα εμπλεκομένων (και αντίδικων πλέον) ότι οι φημολογούμενες μέχρι τώρα απόπειρες δωροδοκίας βουλευτούν ήταν κάτι παραπάνω από ευφάνταστα δημοσιογραφικά σενάρια.
Από τη στιγμή που έχουμε την επιβεβαίωση ότι έχει γίνει διάλογος περί εξαγοράς της βουλευτικής ψήφου, τίθενται πιο επιτακτικά τα ερωτήματα που είχαν προκύψει αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της καταγγελίας Χαϊκάλη.
Το πρώτο μείζον ερώτημα αφορά την ολιγωρία της εισαγγελίας. Γιατί η εισαγγελία δεν κινήθηκε από την πρώτη στιγμή της καταγγελίας και άφησε να περάσουν ανεκμετάλλευτες δύο εβδομάδες; Γιατί έπρεπε πρώτα να δημοσιοποιηθεί η καταγγελία για να κινηθούν οι δικαστικές αρχές; Γιατί δεν ζήτησαν από την πρώτη στιγμή την άρση του τηλεφωνικού και τραπεζικού απορρήτου όλων των εμπλεκομένων ώστε να διαπιστωθεί με ποιους επικοινωνούν και τι χρήματα διακινούν; Πώς είναι δυνατόν σε μια σκοτεινή υπόθεση που αφορά την ίδια την καρδιά της λειτουργίας του πολιτεύματος να μην κάνει η εισαγγελία ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να διαπιστωθεί είτε αν ο Αποστολόπουλος κινείται για λογαριασμό άλλων (και ποιοι είναι αυτοί) είτε αν ο Χαϊκάλης στήνει σκευωρία σε βάρος της κυβέρνησης;
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με την ολιγωρία της αστυνομίας. Γιατί η αστυνομία χειρίστηκε αυτήν την τεράστιας πολιτικής σημασίας υπόθεση σαν μια συνηθισμένη υπόθεση εκβιασμού; Γιατί από την πρώτη στιγμή της καταγγελίας δεν έθεσε σε στενή παρακολούθηση τόσο τον Αποστολόπουλο όσο και τον Χαϊκάλη για να διαπιστωθεί με ποιους έχουν επαφές; Γιατί δεν ζήτησε να ενεργοποιηθεί το περίφημο «βαλιτσάκι» της ΕΥΠ για να καταγραφούν οι συνεννοήσεις των εμπλεκομένων τόσο μεταξύ τους όσο και με τρίτους; Πώς είναι δυνατόν η αστυνομία που κινείται ταχύτατα και χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία σε άλλες υποθέσεις, σε αυτήν εδώ, που τραντάζει το πολιτικό σύστημα, να μην κάνει ούτε τα αυτονόητα;
Το τρίτο ερώτημα άπτεται της σπουδής της κυβέρνησης να βγάλει «πόρισμα» προκαταλαμβάνοντας τη Δικαιοσύνη; Γιατί με το πού «έσκασε» η καταγγελία Χαϊκάλη, η κυβέρνηση (δια των πιο υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων της) έσπευσε να μιλήσει για σκευωρία Καμένου στην οποία μάλιστα εμπλέκεται και ο Τσίπρας; Με ποια στοιχεία τεκμηριώνει το «πόρισμά» της; Πέραν της λογικής ανακολουθίας ενός τέτοιου σεναρίου (γιατί να στήσει σκευωρία ο Τσίπρας όταν ήταν σχεδόν 100% βέβαιο ότι δεν βγαίνουν οι 180;), πώς μπορεί η κυβέρνηση να εξαπολύει μια ιταμή κατηγορία εναντίον της αντιπολίτευσης, την ίδια στιγμή που η άλλη πλευρά εμφανίζεται ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα της εμπλοκής του πρωθυπουργού; Μα πάνω απ’ όλα, δεν συνιστά παρέμβαση στο έργο των δικαστικών αρχών η έκδοση «πορίσματος» από την κυβέρνηση πριν καν αρχίσει η διερευνητική διαδικασία που προβλέπουν οι νόμοι και το Σύνταγμα;
Με δυο λόγια, γιατί στην υπόθεση Χαϊκάλη η κυβέρνηση, η αστυνομία και η εισαγγελία δεν έπραξαν τα αυτονόητα;
Γιάννης Αλμπάνης