«ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ»: ΕΘΝΟΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ-2


Ζούμε σε μια χώρα όπου η αρχαιότητα χρησιμοποιείται από την εξουσία ποικιλοτρόπως: ως μέσο προσωπικής προβολής (βλ. Α. Σαμαράς), ως πεδίο συλλογικής προγονολατρίας («περιμέναμε 2300 χρόνια», κατά τον υπουργό Πολιτισμού, για τα ευρήματα της Αμφίπολης), ως ένδειξη φυλετικής υπεροχής («όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες αυτοί έτρωγαν βελανίδια», κατά τον πρώην υφυπουργό Ν. Αθανασόπουλο), ακόμη και ως μέσο νομιμοποίησης της κρατικής βίας (το πρόσφατο πογκρόμ εναντίον μεταναστών ως «Ξένιος Δίας» και παλαιότερα η Μακρόνησος ως «νέος Παρθενών»). Το ότι αυτό αντανακλά την υπέρμετρη σημασία του παρελθόντος για την ελληνική κοινωνία είναι βέβαιο. Το ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει και πώς η εξουσία απέκτησε μια τόσο προνομιακή σχέση με την αρχαιότητα, ώστε να μπορεί να τη χρησιμοποιεί με τους πλέον στρεβλούς τρόπους.


Εν αρχή ην η ιδέα της αδιάλειπτης συνέχειας του έθνους από τους αρχαίους χρόνους έως σήμερα. Η ιδέα αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από τους πρώτους που επιχείρησαν μια τέτοια σύνδεση με στόχο την «εθνική αφύπνιση του γένους» ήταν ο Ρήγας Φεραίος στη Χάρτα του (1797), όπου περιέλαβε αρχαία τοπωνύμια δίπλα σε σύγχρονα, απεικονίσεις αρχαίων μαχών και νομισμάτων και άλλες ιστορικές αναφορές. Ο Ρήγας, βεβαίως, εμπνεόταν από τη Γαλλική Επανάσταση και οραματιζόταν μια καθολική εξέγερση εναντίον της οθωμανικής απολυταρχίας, στην οποία θα συμμετείχαν «Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή» (Θούριος).
Αυτή η κοινωνική διάσταση του «εθνικού» αγνοήθηκε, φυσικά, από τη βαυαρική μοναρχία, η οποία αντιμετώπισε την αρχαιότητα κυρίως ως μέσο προβολής της νέας της κτήσης στη Δυτική Ευρώπη. Ευνόησε την αρχαιολογία (θεσπίζοντας Αρχαιολογική Υπηρεσία και πανεπιστημιακή σχολή), όπως και τη νεοκλασική αρχιτεκτονική, την αρχαιοπρεπή ονοματοδοσία οδών και την ίδρυση νέων πόλεων δίπλα σε αρχαίες (π.χ. Σπάρτη, Ερέτρια), δεν επιχείρησε όμως να συνδέσει ευθέως την αρχαιότητα με το παρόν. Άλλωστε, η διδασκαλία της ιστορίας ήταν ακόμη προαιρετική στη βασική εκπαίδευση, οι δε ανασκαφές εστίαζαν αποκλειστικά στα κλασικά μνημεία της Αθήνας, ενώ κατάλοιπα άλλων εποχών (συμπεριλαμβανομένης της βυζαντινής) συχνά κατεδαφίζονταν προς χάριν του «οράματος του κλασικισμού».
Η απόπειρα οργανικής σύνδεσης με την αρχαιότητα ξεκίνησε στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, ως αποτέλεσμα της έντασης των εθνικισμών στην Ευρώπη μετά το 1848, μιας νέας αντίληψης για την ιστορία ως εξελικτικής διαδικασίας, και εσωτερικών πολιτικών διαμαχών που βρήκαν διέξοδο στον αλυτρωτισμό και τη Μεγάλη Ιδέα. Η αφήγηση του Κων. Παπαρρηγόπουλου (1860-74, ο οποίος συνέδεσε την αρχαιότητα με τη σύγχρονη ιστορία προσθέτοντας στην εξίσωση το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία ως θεματοφύλακες της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης, έμελε να κυριαρχήσει στο εξής. Κι αυτό όχι γιατί έγινε ευρέως αποδεκτή στην έρευνα (απεναντίας, συνάντησε σοβαρές επιστημονικές ενστάσεις), αλλά γιατί υιοθετήθηκε ασμένως στην εκπαίδευση, καθώς συνδύαζε τις μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις της πολιτικής ηγεσίας με την επιθυμία του κλήρου για ενεργότερο ρόλο στα κοινωνικά τεκταινόμενα.
Η στροφή της εκπαίδευσης προς εθνοκεντρικά πρότυπα συνέβη τη δεκαετία του 1880. Όπως επισημαίνει η Χριστίνα Κουλούρη1 τότε εμφανίστηκαν η έννοια της «εθνικής αγωγής» και η αντίληψη ότι το σχολείο είναι το «οπλοποιείο» του έθνους. Στο εξής, η διδασκαλία της ιστορίας θα αποσκοπούσε στην ενίσχυση του πατριωτικού φρονήματος μέσω της αφήγησης εθνικών θριάμβων και καταστροφών, της μύησης σε αξιολογικά δίπολα «ηρωικών» Ελλήνων και «βάρβαρων κατακτητών» (Ρωμαίων, Τούρκων κ.ο.κ.), και της αποστήθισης αρχαίων κειμένων που «τεκμηρίωναν» την ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού και εμπέδωναν την αίσθηση της προγονικής ιδιοκτησίας της αρχαιότητας. Παρά τις κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις, η αντίληψη αυτή αποτέλεσε επίσημη κρατική πολιτική για σχεδόν έναν αιώνα -- ειδικά μετά το 1936, όταν το σχολείο άρχισε να αντιμετωπίζεται ως μηχανισμός εθνικής κατήχησης και σωφρονισμού.2 Ακόμη και μετά το 1974, όμως, οι ουσιώδεις αλλαγές που έγιναν στην εκπαίδευση δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν τα σχολικά εγχειρίδια από τις αναφορές στην «ανωτερότητα» ή τη «μοναδικότητα» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αντιβαίνοντας στην πράξη τις προσπάθειες κατανόησης και σεβασμού των πολιτισμικών, κοινωνικών ή άλλων ιδιαιτεροτήτων.3
Η αρχαιολογία έπαιξε μικρότερο ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις. Η στενή κρατική εποπτεία εξασφάλισε την οργάνωση των μουσειακών εκθέσεων με βάση τις αρχές της εθνικής συνέχειας και της πολιτισμικής υπεροχής, ωστόσο η απήχησή τους ήταν περιορισμένη, ενώ ποτέ δεν έλειψαν αρχαιολόγοι που προσέγγιζαν το παρελθόν με όρους κοινωνικούς, οικονομικούς κτλ. (αν και το εκπαιδευτικό σύστημα δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έργο τους).
Αν λοιπόν θέλουμε να κατανοήσουμε τις στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την αρχαιότητα, θα πρέπει, πέραν της αρχαιολογίας, να εστιάσουμε και στη διαχρονική χρήση της εκπαίδευσης απο την εξουσία για την καλλιέργεια αισθημάτων εθνικής υπεροχής από τη μία, απαξίας και φόβου για κάθε είδους ετερότητα από την άλλη. Η παιδεία, εκτός από φορέας προόδου, είναι και πανίσχυρος μηχανισμός αναπαραγωγής συλλογικών προτύπων. Το εάν τα πρότυπα αυτά θα καθορίζονται από τα συμφέροντα πολιτικών (και θρησκευτικών) ελίτ που επενδύουν στην εθνικιστική αποχαύνωση ή από τις ανάγκες μιας σύγχρονης πολυδιάστατης κοινωνίας, είναι μείζον πολιτικό διακύβευμα.

Νίκος Παπαδημητρίου είναι αρχαιολόγος (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης).


Σχετικά βιβλία και άρθρα (για περαιτέρω διάβασμα)
Κοκκινίδου Δήμητρα, Αρχαιολογία και εξουσία. Όψεις της αρχαιολογίας στην ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2005.
Κουλούρη Χριστίνα, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), ΙΑΕΝ, Αθήνα 1988.
Κυπριανός Παντελής, Συγκριτική ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004.
Φραγκουδάκη Άννα και Θάλεια Δραγώνα (επιμ.) 1997, Τι είν' η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
Χαμηλάκης Γιάννης, Το έθνος και τα ερείπιά του: αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μετάφραση Νεκτάριος Καλαϊτζής, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2012 (α΄ έκδοση στα αγγλικά: 2007).
Voutsaki Sofia, «Archaeology and the construction of the past in 19th century Greece¨», στο Hero Hokwerda (επιμ.), Constructions of Greek Past. Identity and Historical Consciousness from Antiquity to the Present, Groningen, Egbert Forsten, σ. 231-255 (http://bit.ly/1rodKTQ).

1 Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914), ΙΑΕΝ, Αθήνα 1988, σ. 70, 77.
2 Παντελής Κυπριανός, Συγκριτική ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004, σ. 275.
3 Δήμητρα Κοκκινίδου, Αρχαιολογία και εξουσία. Όψεις της αρχαιολογίας στην ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 73 κ.ε.