Του Ανέστη Ταρπάγκου
Σε ολόκληρη την τελευταία τετραετία, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις λειτούργησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην κατεύθυνση επεξεργασίας, επικύρωσης και εφαρμογής της πολιτικής των Μνημονίων. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ είχε συνεχή κυβερνητική παρουσία, η Ν.Δ., αφού κατήγγειλε τα Μνημόνια, οδηγήθηκε στη συνέχεια να τα υλοποιήσει, το ΛΑΟΣ πήρε μέρος στην τρικομματική συγκυβέρνηση με αντίτιμο τον αποκλεισμό του από τη Βουλή, η ΔΗΜ.ΑΡ. συνήργησε στη νομιμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής στην τελευταία της περίοδο. Το σύνολο αυτών των πολιτικών σχηματισμών συγκρότησε το πολύμορφο «αστικό μνημονιακό μπλοκ», ενώ παράλληλα η Χ.Α. λειτούργησε συμπληρωματικά με εγκληματικό τρόπο στην κατεύθυνση βίαιης στήριξης των καθεστωτικών επιδιώξεων.
Επειδή έτσι ο αστικός μνημονιακός συνασπισμός διαβλέπει τη σαφή απομείωση της εκλογικής του επιρροής, επιστρατεύει δύο σαφείς τρόπους για να περιορίσει το μέγεθος της προβλεπόμενης ήττας του: Από τη μια πλευρά την προώθηση περισσότερων της μιας υποψηφιοτήτων σε σημαντικούς δήμους και περιφέρειες και από την άλλη πλευρά την ώθηση της Χ.Α. εκτός συνταγματικού τόξου προκειμένου να παρεμποδιστεί ή να περιοριστεί η εκλογική της συμμετοχή.
Στην περίπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών, η συμμετοχή των μνημονιακών δυνάμεων γίνεται με δύο ή τρεις υποψηφίους δημάρχους ή περιφερειάρχες και σε ορισμένες περιπτώσεις με δύο από την παράταξη της Ν.Δ. (λ.χ. Κεντρική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Δήμος Αθηναίων, Δήμος Πειραιά κ.λπ.). Αυτή η αυτοδιοικητική πολυπολικότητα του αστικού μνημονιακού μπλοκ δεν αντιπροσωπεύει αδυναμία, δεν καταδεικνύει πολιτική «αποσύνθεση», αλλά απεναντίας προσπάθεια διατήρησης της μέγιστης δυνατής εκλογικής επιρροής. Εάν η εκλογική κάθοδος γινόταν με κοινές μνημονιακές υποψηφιότητες (π.χ. Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη, Καμίνης στην Αθήνα), η εκλογική εμβέλεια των μνημονιακών δυνάμεων θα περιορίζονταν τα μέγιστα, πράγμα που θα λειτουργούσε ευνοϊκά για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με τις πολλαπλές υποψηφιότητες επιχειρείται να συσπειρωθεί ένα ευρύτερο εκλογικό σώμα, που θα χρωματίζεται από λαϊκά δεξιά, συντηρητικά, κεντροαριστερά, ακροδεξιά χαρακτηριστικά, παρ' όλη τη λειτουργία του κοινού παρονομαστή της εφαρμογής της πολιτικής των Μνημονίων. Προφανώς, στη συνέχεια, στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο κοινός πολιτικός παρονομαστής θα οδηγήσει το σύνολο των μνημονιακών υποψηφίων στην υποστήριξη του επικρατέστερου του πρώτου γύρου.
Στην περίπτωση της προωθούμενης πλέον σήμερα, με βάση τις δικαστικές κατευθύνσεις, θέσης του νεοναζιστικού ρεύματος εκτός νόμου, η άμεση επιδίωξη, εφόσον αυτό επιτευχθεί από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, είναι η προσπάθεια συγκράτησης των ισχυρών διαρροών που πραγματοποιούνται στην εκλογική τους βάση προς τη Χ.Α. Η στόχευση αυτή, μακράν της επιδίωξης εξαφάνισης του νεοναζιστικού μορφώματος, έχει βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά: Να εμποδιστεί όσο είναι δυνατόν αυτή η διαρροή έτσι ώστε να συγκρατηθούν τα ποσοστά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπή επίπεδα. Από εκεί και πέρα, μεσοπρόθεσμα, μια τέτοια θέση της Χ.Α. συνολικά εκτός νόμου ενισχύει καίρια την αύξηση της επιρροής της, γιατί η συμμετοχή της με άλλο τίτλο (λ.χ. Ελληνική Αυγή) θα εξασφαλίσει τη σταθεροποίηση της πολιτικής της δύναμης.
Άλλωστε, ο επαναπατρισμός των συντηρητικών ψηφοφόρων, που έχουν πληγεί από τα πολυπληθή μνημονιακά μέτρα, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο εύκολη υπόθεση, γιατί μπροστά στην εξαθλίωση αυτών των λαϊκών στρωμάτων της συντηρητικής παράταξης η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν έχουν τίποτα να τους υποσχεθούν για να τα ξανακερδίσουν. Η πολιτική «τιθάσευση» της Χ.Α. από τις μνημονιακές κυβερνητικές δυνάμεις δεν μπορεί να γίνει παρά με την ευθεία υιοθέτηση της χρυσαυγίτικης ατζέντας, πράγμα που θα τις οδηγήσει στον μετασχηματισμό τους σε ένα είδος ελληνικού Εθνικού Μετώπου Λεπέν. Μια τέτοια εξέλιξη, που δεν είναι στην άμεση προτεραιότητα, στερείται αποτελεσματικότητας για τις αστικές δυνάμεις, γιατί ναι μεν θα κατορθώσουν να ενσωματώσουν το εκλογικό ακροατήριο της Χ.Α., θα χάσουν όμως ένα μέρος του σημερινού τους ακροατηρίου, που ανήκει στην κεντροδεξιά παράταξη, αλλά διέπεται από δημοκρατικά ανακλαστικά.
Μ' αυτά τα δεδομένα που επιχειρείται η διπλή ανακοπή της καθοδικής πορείας των μνημονιακών δυνάμεων, ποια μπορεί να είναι η πολιτική απάντηση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων στις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές; Η κατάκτηση των περισσοτέρων περιφερειών και βασικών δήμων της χώρας προϋποθέτει ως απάντηση σ' αυτή την επιχείρηση «διάσωσης» του αστικού πολιτικού προσωπικού: Από τη μια πλευρά, την ενωτική απεύθυνση προς τον λαϊκό κόσμο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την κατάλληλη προσαρμογή του περιεχομένου του αυτοδιοικητικού λόγου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί στον δεύτερο γύρο των εκλογών η πολιτική επιλογή όλου του αριστερού κόσμου προς τον αριστερό υποψήφιο που εισέρχεται στον δεύτερο γύρο. Από την άλλη πλευρά, η προαγωγή της αντισυστημικής - αντιμνημονιακής πολιτικής προκειμένου να επιτευχθεί μια ορισμένη συσπείρωση λαϊκών δυνάμεων των συντηρητικών υποψηφίων και η μεταστροφή τους προς δημοκρατικές και προοδευτικές κατευθύνσεις.
Σε ολόκληρη την τελευταία τετραετία, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις λειτούργησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην κατεύθυνση επεξεργασίας, επικύρωσης και εφαρμογής της πολιτικής των Μνημονίων. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ είχε συνεχή κυβερνητική παρουσία, η Ν.Δ., αφού κατήγγειλε τα Μνημόνια, οδηγήθηκε στη συνέχεια να τα υλοποιήσει, το ΛΑΟΣ πήρε μέρος στην τρικομματική συγκυβέρνηση με αντίτιμο τον αποκλεισμό του από τη Βουλή, η ΔΗΜ.ΑΡ. συνήργησε στη νομιμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής στην τελευταία της περίοδο. Το σύνολο αυτών των πολιτικών σχηματισμών συγκρότησε το πολύμορφο «αστικό μνημονιακό μπλοκ», ενώ παράλληλα η Χ.Α. λειτούργησε συμπληρωματικά με εγκληματικό τρόπο στην κατεύθυνση βίαιης στήριξης των καθεστωτικών επιδιώξεων.
Επειδή έτσι ο αστικός μνημονιακός συνασπισμός διαβλέπει τη σαφή απομείωση της εκλογικής του επιρροής, επιστρατεύει δύο σαφείς τρόπους για να περιορίσει το μέγεθος της προβλεπόμενης ήττας του: Από τη μια πλευρά την προώθηση περισσότερων της μιας υποψηφιοτήτων σε σημαντικούς δήμους και περιφέρειες και από την άλλη πλευρά την ώθηση της Χ.Α. εκτός συνταγματικού τόξου προκειμένου να παρεμποδιστεί ή να περιοριστεί η εκλογική της συμμετοχή.
Στην περίπτωση των αυτοδιοικητικών εκλογών, η συμμετοχή των μνημονιακών δυνάμεων γίνεται με δύο ή τρεις υποψηφίους δημάρχους ή περιφερειάρχες και σε ορισμένες περιπτώσεις με δύο από την παράταξη της Ν.Δ. (λ.χ. Κεντρική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Δήμος Αθηναίων, Δήμος Πειραιά κ.λπ.). Αυτή η αυτοδιοικητική πολυπολικότητα του αστικού μνημονιακού μπλοκ δεν αντιπροσωπεύει αδυναμία, δεν καταδεικνύει πολιτική «αποσύνθεση», αλλά απεναντίας προσπάθεια διατήρησης της μέγιστης δυνατής εκλογικής επιρροής. Εάν η εκλογική κάθοδος γινόταν με κοινές μνημονιακές υποψηφιότητες (π.χ. Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη, Καμίνης στην Αθήνα), η εκλογική εμβέλεια των μνημονιακών δυνάμεων θα περιορίζονταν τα μέγιστα, πράγμα που θα λειτουργούσε ευνοϊκά για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με τις πολλαπλές υποψηφιότητες επιχειρείται να συσπειρωθεί ένα ευρύτερο εκλογικό σώμα, που θα χρωματίζεται από λαϊκά δεξιά, συντηρητικά, κεντροαριστερά, ακροδεξιά χαρακτηριστικά, παρ' όλη τη λειτουργία του κοινού παρονομαστή της εφαρμογής της πολιτικής των Μνημονίων. Προφανώς, στη συνέχεια, στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, ο κοινός πολιτικός παρονομαστής θα οδηγήσει το σύνολο των μνημονιακών υποψηφίων στην υποστήριξη του επικρατέστερου του πρώτου γύρου.
Στην περίπτωση της προωθούμενης πλέον σήμερα, με βάση τις δικαστικές κατευθύνσεις, θέσης του νεοναζιστικού ρεύματος εκτός νόμου, η άμεση επιδίωξη, εφόσον αυτό επιτευχθεί από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, είναι η προσπάθεια συγκράτησης των ισχυρών διαρροών που πραγματοποιούνται στην εκλογική τους βάση προς τη Χ.Α. Η στόχευση αυτή, μακράν της επιδίωξης εξαφάνισης του νεοναζιστικού μορφώματος, έχει βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά: Να εμποδιστεί όσο είναι δυνατόν αυτή η διαρροή έτσι ώστε να συγκρατηθούν τα ποσοστά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ σε όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπή επίπεδα. Από εκεί και πέρα, μεσοπρόθεσμα, μια τέτοια θέση της Χ.Α. συνολικά εκτός νόμου ενισχύει καίρια την αύξηση της επιρροής της, γιατί η συμμετοχή της με άλλο τίτλο (λ.χ. Ελληνική Αυγή) θα εξασφαλίσει τη σταθεροποίηση της πολιτικής της δύναμης.
Άλλωστε, ο επαναπατρισμός των συντηρητικών ψηφοφόρων, που έχουν πληγεί από τα πολυπληθή μνημονιακά μέτρα, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο εύκολη υπόθεση, γιατί μπροστά στην εξαθλίωση αυτών των λαϊκών στρωμάτων της συντηρητικής παράταξης η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν έχουν τίποτα να τους υποσχεθούν για να τα ξανακερδίσουν. Η πολιτική «τιθάσευση» της Χ.Α. από τις μνημονιακές κυβερνητικές δυνάμεις δεν μπορεί να γίνει παρά με την ευθεία υιοθέτηση της χρυσαυγίτικης ατζέντας, πράγμα που θα τις οδηγήσει στον μετασχηματισμό τους σε ένα είδος ελληνικού Εθνικού Μετώπου Λεπέν. Μια τέτοια εξέλιξη, που δεν είναι στην άμεση προτεραιότητα, στερείται αποτελεσματικότητας για τις αστικές δυνάμεις, γιατί ναι μεν θα κατορθώσουν να ενσωματώσουν το εκλογικό ακροατήριο της Χ.Α., θα χάσουν όμως ένα μέρος του σημερινού τους ακροατηρίου, που ανήκει στην κεντροδεξιά παράταξη, αλλά διέπεται από δημοκρατικά ανακλαστικά.
Μ' αυτά τα δεδομένα που επιχειρείται η διπλή ανακοπή της καθοδικής πορείας των μνημονιακών δυνάμεων, ποια μπορεί να είναι η πολιτική απάντηση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων στις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές; Η κατάκτηση των περισσοτέρων περιφερειών και βασικών δήμων της χώρας προϋποθέτει ως απάντηση σ' αυτή την επιχείρηση «διάσωσης» του αστικού πολιτικού προσωπικού: Από τη μια πλευρά, την ενωτική απεύθυνση προς τον λαϊκό κόσμο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την κατάλληλη προσαρμογή του περιεχομένου του αυτοδιοικητικού λόγου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί στον δεύτερο γύρο των εκλογών η πολιτική επιλογή όλου του αριστερού κόσμου προς τον αριστερό υποψήφιο που εισέρχεται στον δεύτερο γύρο. Από την άλλη πλευρά, η προαγωγή της αντισυστημικής - αντιμνημονιακής πολιτικής προκειμένου να επιτευχθεί μια ορισμένη συσπείρωση λαϊκών δυνάμεων των συντηρητικών υποψηφίων και η μεταστροφή τους προς δημοκρατικές και προοδευτικές κατευθύνσεις.