Στη μελέτη του Levy Economics Institute of Bard College, Prospects and Policies for the Greek economy, February 2014, περιλαμβάνονται βασικές προτάσεις για τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση της υψηλής ανεργίας μετά τις εξελίξεις στα μακροοικονομικά μεγέθη το 2013.
Το Ινστιτούτο από την ίδρυσή του καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες για να αναγνωριστεί το θέμα της απασχόλησης ως το βασικό θέμα στην ιεράρχηση των στόχων της οικονομικής πολιτικής. Δεν πρόκειται για ιδεολογική εμμονή, αλλά για κοινωνική φιλοσοφία προς την οποία τείνει η οικονομική θεωρία την οποία υποστηρίζει το Ινστιτούτο.


 Η αναγνώριση της εργασίας ως βασικού φορέα της οικονομικής ευημερίας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της λογικής του.
Με βάση την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας η βασική διαπίστωσή του είναι ότι, στην παρούσα φάση, το πρόβλημά της είναι το υψηλότατο ποσοστό ανεργίας και η ύφεση του ΑΕΠ. Η παντελής έλλειψη ρευστότητας είναι υπεύθυνη για την παρούσα κατάσταση. Επομένως η ανάγκη εισροής και μετάγγισης ρευστότητας στην ελληνική οικονομία με στοχευμένο τρόπο είναι εκ των ων ουκ άνευ αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η ανάγκη αυτή καθίσταται άκρως επείγουσα δεδομένου ότι οι εναλλακτικοί τρόποι τους οποίους έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, ακολουθώντας τις οδηγίες της τρόικας, δεν αποδίδουν. Δηλαδή οι εξαγωγές αλλά και οι ΑΞΕ, σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν μπορούν να παράσχουν την απαιτούμενη ρευστότητα. Παράλληλα οι εισροές μέσω ΕΣΠΑ δεν είναι αρκετές ούτε στοχευμένες ώστε η ρευστότητα που προσφέρουν να αποτελέσει παράγοντα σημαντικό μεγέθυνσης του ΑΕΠ και απορρόφησης της ανεργίας.
Το συγκεκριμένο σχέδιο περιλαμβάνει τρεις βασικούς πυλώνες:
1. Άμεση εισροή πόρων ύψους 30 δισ. ευρώ από την ΕΤΕπ ή από άλλους θεσμούς της Ε.Ε. (σε δώδεκα τρίμηνα) με τη μορφή εισροής κεφαλαίων ώστε να μην επιβαρυνθεί το Δ.Χ. μέχρις ότου αποπληρωθεί. Ένα είδος Σχεδίου Μάρσαλ με πολύ χαμηλό επιτόκιο.
2. Πάγωμα της πληρωμής τόκων για το Δ.Χ. και μετακύλιση των χρεολυσίων για την ίδια περίοδο του Σχεδίου Μάρσαλ. Τα ποσά που θα προέλθουν από τη μη καταβολή τόκων θα χρησιμοποιηθούν για δημόσιες επενδύσεις με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
3. Τη δημιουργία ενός παράλληλου χρηματοπιστωτικού μηχανισμού με στόχο την παροχή ρευστότητας και όχι με στόχο την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, όπως ισχυρίζονται πολλοί αναλυτές ένθεν κακείθεν του πολιτικού φάσματος. Αυτό θα λάβει τη μορφή κρατικών διηνεκών ομολόγων, χωρίς τοκομερίδιο, μεταβιβαζομένων και μη μετατρέψιμων σε ευρώ (μόνο τα ευρώ μπορούν να μετατραπούν σε αυτού του είδους τα ομόλογα).Η ονομαστική τους αξία θα αντιστοιχεί σε ευρώ.
Το κράτος θα χρησιμοποιήσει τα ομόλογα για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του (περίπου 8 δισ. το 2013) και θα τα δέχεται για την καταβολή των φόρων εκ μέρους των πολιτών. Επίσης θα τα χρησιμοποιήσει για την πληρωμή όσων προσληφθούν στο Δημόσιο ή για κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Είναι αδύνατον στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να αναλυθούν σε βάθος και να ασκηθεί η λελογισμένη κριτική αντιπαράθεση με τις απόψεις του Ινστιτούτου όσον αφορά την εσωτερική λογική των προτάσεων, αλλά και τις εκτιμήσεις των αποτελεσμάτων που προσδοκά. Και θεωρώ ότι είναι αρκετά αυτά που μπορεί να αντιπαραθέσει κάποιος. Μάλιστα για τον παράλληλο χρηματοπιστωτικό μηχανισμό πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν. Όμως, ανεξαρτήτως αυτού, με την πρώτη ματιά διαπιστώνεται εύκολα ότι οι παραπάνω προτάσεις έχουν το «μειονέκτημα» να εξαρτώνται από τη θέληση παραγόντων ισχύος οι οποίοι κατέχουν τη θέση των αντισυμβαλλομένων σε αυτές τις προτάσεις.
Ως εκ τούτου αυτομάτως χάνουν τον χαρακτήρα των άμεσων βραχυχρονίων προτάσεων και καθίστανται υπό μιαν έννοια «μακροχρόνιες επιδιώξεις», των οποίων η εφαρμογή ή όχι εντάσσεται σε μακροχρόνια στρατηγική, η οποία βρίσκεται πάντοτε υπό την αίρεση των μελλοντικών εξελίξεων. Θέλω να δώσω ένα απλό παράδειγμα: Η απαίτηση για τη χρηματοδότηση ενός Σχεδίου Μάρσαλ από την ΕΤΕπ, και μάλιστα με τη μορφή εισροής κεφαλαίων, βρίσκεται έξω από την καταστατική λογική της συγκεκριμένης τράπεζας. Παράλληλα γιατί μόνο για την Ελλάδα και όχι για τις υπόλοιπες χώρες του λεγόμενου Νότου ή των ανατολικών χωρών; Αυτό προϋποθέτει συνεπώς συγκεκριμένες πολιτικές στρατηγικές.
Όμως, ανεξαρτήτως των αντιρρήσεων ή των όποιων αντιθέσεων στις συγκεκριμένες προτάσεις (όχι γιατί δεν είναι γενικά ορθές, αλλά λόγω των συγκεκριμένων αντιλήψεων που επικρατούν, θεσμικά, στην Ε.Ε.), και μόνο η προσπάθεια ανάδειξης μιας άλλης συλλογιστικής, η οποία θα μπορούσε να συνάδει με την επιδιωκόμενη διαφορετική οπτική για την Ε.Ε., είναι απολύτως σεβαστή και καθόλα αναγκαία, καθώς, επιτέλους, ανοίγει χώρους προβληματισμού σε συνάφεια με την πραγματικότητα.