του Λάμπρου Τσουκνίδα

Αν κάποιοι πίστευαν πως η δολοφονία του Παύλου Φύσσα θα ξεφούσκωνε αυτόματα τη Χ.Α., οι δημοσκοπήσεις που τρέχουν θα τους απογοητεύσουν: ο «σκληρός πυρήνας» των μεσοαστικών στρωμάτων που αναζήτησαν εκεί τον «σωτήρα» επιμένει στην επιλογή του, θεωρώντας τη βία της Χ.Α. προαπαιτούμενο της «τιμωρίας» του συστήματος.
Αλλά και όσοι πίστεψαν ότι η αποκάλυψη της Χ.Α. ως «εγκληματικής οργάνωσης» θα ενταφίαζε τη «θεωρία των δυο άκρων», ήδη θα κατάλαβαν πως δεν είναι αυτή η κρατούσα επιλογή. Η κυβερνητική επιχείρηση συμψηφισμού με κάποια -εξ αντικειμένου προβοκατόρικα και σαφώς καταδικαστέα- επεισόδια βίας στο περιθώριο του κοινωνικού αγώνα κατά της εξόρυξης χρυσού στη Χαλκιδική, τον οποίο θέλουν να ταυτίσουν με "εγκληματική οργάνωση", στέκει αψευδής μάρτυρας της πρωθυπουργικής επιλογής.


Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, ο κόσμος της εργασίας συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα μπολιάσματος του κινήματος δημοκρατικής ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών με ισχυρά αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία οφείλει να προστατέψει ως κόρη οφθαλμού από την οργή. «Είχαμε πολλά να δαμάσουμε, και πρώτα απ' όλα τον συνεχή πειρασμό να σας μοιάζουμε» έγραφε στο «Γράμμα σ' ένα Γερμανό φίλο» ο Αλμπέρ Καμύ, στέλνοντας μέσω του λόγου που απευθύνει στους ναζί ένα μήνυμα στους αντιφασίστες κάθε εποχής: «Αγωνιζόμαστε για κείνη την ανεπαίσθητη διαφορά ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό, στον άνθρωπο που προσδοκούμε και τους δειλούς θεούς που λατρεύετε».
Η επιλογή της δημοκρατικής αντίδρασης στη φασιστική βία (και στην καταστολή) δεν είναι απόρροια απλά και μόνο της συνειδητοποίησης -διόλου ευκαταφρόνητης- του γεγονότος ότι μόνο μέσα από τη δημοκρατία θα αφοπλιστεί η «θεωρία των δύο άκρων» και η προσπάθεια, διά της επιβολής της, να αθροιστούν οι «νοικοκυραίοι» στις κάλπες των νεοφιλελεύθερων. Σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο: την αναγνώριση του γεγονότος ότι το ξεφούσκωμα της κάθε Χ.Α. περνά μέσα από την επικοινωνία με τα μεσοαστικά και εργατικά στρώματα που αιχμαλωτίζει και τη διαπαιδαγώγησή τους.
«Θέλω να σας διαβάσω ένα αρκετά σημαντικό χωρίο, παρμένο από ένα άρθρο του Λένιν του 1905», έλεγε το 1970 ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στην Κ.Ε. του Pci: «'Στη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος -γράφει ο Λένιν- υπάρχει και θα υπάρχει πάντα ένα παιδευτικό στοιχείο. Χρειάζεται να διαπαιδαγωγήσουμε ολόκληρη την τάξη των ημερομισθίων εργατών για την απελευθέρωση ολόκληρης της ανθρωπότητας από κάθε καταπίεση. Χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε επίμονα όλο και νεότερα στρώματα αυτής της τάξης. Χρειάζεται να βρούμε τον τρόπο να πλησιάσουμε τα λιγότερο συνειδητά και εξελιγμένα μέλη της τάξης, τα μέλη που λιγότερο έχουν επηρεαστεί από την επιστήμη μας κι απ' την επιστήμη της ζωής. Για να μιλήσουμε μαζί τους, πρέπει να ξέρουμε να τα πλησιάσουμε, να ξέρουμε να τα ανυψώσουμε με συνειρμό, με υπομονή, μέχρι τη σοσιαλδημοκρατική συνείδηση, χωρίς να μεταμορφώσουμε τη θεωρία μας σ' ένα στείρο δόγμα, χωρίς να διδάσκουμε μόνο με τα βιβλία, αλλά με τη συμμετοχή στην καθημερινή ζωή'. Αφού βάλει αυτή την προϋπόθεση», κατέληγε ο Μπερλινγκουέρ, «ο Λένιν φτάνει στο να γράψει ότι μπορεί να παραβληθεί 'το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μ' ένα μεγάλο δημοτικό σχολείο, σχολαρχείο και γυμνάσιο συγχρόνως. Σε καμιά περίπτωση το μεγάλο σχολείο δεν μπορεί να ξεχάσει να διδάξει το αλφάβητο, να μεταδώσει τα στοιχεία της γνώσης και της αυτόνομης σκέψης'».
Όσο απαραίτητα είναι τα αντιφασιστικά συλλαλητήρια -χωρίς, φυσικά, τη ρίψη ούτε ενός μπουκαλιού νερού- τόσο περισσότερο κρίσιμη είναι η προσέγγιση των μαζών στις οποίες το αριστερό εργατικό κίνημα πρέπει να εμφυσήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη στη δημοκρατία δίνοντάς τους ταυτόχρονα τα εργαλεία για να κατανοήσουν και να υπερβούν τη λειτουργία του καπιταλισμού-καζίνο.