του Χρήστου Λάσκου
Να
ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής πως δεν μιλώ ως ειδικός. «Κόκκινος και όχι
ειδικός», είναι ο προσδιορισμός που ταιριάζει καλύτερα, νομίζω, στην
περίσταση. Επιπλέον, εξηγούμαι πως δεν πρόκειται να ανακοινώσω τη
«γραμμή» του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τα θέματα της θρησκείας. Όσα ακολουθoύν
είναι η προσωπική τοποθέτηση ενός ανθρώπου που είναι από χρόνια
ενταγμένος στη ριζοσπαστική Αριστερά και θεωρεί αυτή την ένταξη κεντρικό
στοιχείο της ταυτότητάς του. Όπως ακριβώς οι πιστοί δεν μπορούν να
αντιληφθούν τον εαυτό τους χωρίς την πίστη, έτσι κι εγώ αδυνατώ να
υπάρχω χωρίς την κομμουνιστική και ελευθεριακή μου ένταξη. Και αυτό δεν
συνιστά μια ιδιωτική μου υπόθεση. Όσο δεν μπορείς να είσαι χριστιανός
χωρίς Εκκλησία, άλλο τόσο δεν μπορείς να είσαι κομμουνιστής χωρίς κόμμα.
Να
κάνω, ακόμη, μια προκαταρκτική, περισσότερο θεωρητική, διευκρίνιση: ο
μαρξισμός είναι θεωρία της Ιστορίας, και όχι φιλοσοφικό σύστημα.
Απεχθάνεται μάλιστα σφόδρα τα συστήματα. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, δεν
έχει αντιθεολογικές, ειδικά, αξιώσεις.
«Η
θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Η συγκεκριμένη πρόταση είναι από τις
γνωστότερες που αποδίδονται στο Μαρξ. Συγκρίσιμο ως σήμα-κατατεθέν του
μαρξικού ανθολογίου είναι, ίσως, μόνο το «Προλετάριοι όλων των χωρών
ενωθείτε!», άντε και το «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν παρά τις
αλυσίδες τους» ή το «Οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Και, όπως
συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, πολύ συχνά ο αποδέκτης ή και ο
χρήστης του έχει μια στρεβλή ή τουλάχιστον ελλειμματική άποψη σχετικά με
το νόημα που του απέδιδε ο αρχικός του δημιουργός. Πολύ περισσότερο,
μάλιστα, όταν ο τελευταίος δεν το φαντάστηκε ως μότο ή σύνθημα, αλλά το
διατύπωσε ως τμήμα ενός ευρύτερου κειμένου με συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τι ακριβώς έγραψε ο Μαρξ στη Συμβολή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου.
Λέει: «Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η
καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα
κατάστασης. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού […] Η κριτική της
θρησκείας είναι, επομένως, η εμβρυακή κριτική της κοιλάδας των δακρύων,
που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία […] Η κατάργηση της θρησκείας ως
απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει απαίτηση της πραγματικής της
ευτυχίας. Η απαίτηση της εγκατάλειψης των ψευδαισθήσεων για την
κατάστασή του είναι η απαίτηση της εγκατάλειψής του μιας κατάστασης που
χρειάζεται τις ψευδαισθήσεις». Κι αυτό βγάζει εντελώς άλλο νόημα.
Φυσικά,
ο Μαρξ υποβάλλει σε απηνή κριτική τη θρησκεία. Η κριτική του, ωστόσο,
αφορά πρωτίστως τον ρόλο της θεσμικής Εκκλησίας στο εξουσιαστικό πλέγμα
των ταξικών κοινωνιών. Την κρίνει ως εξουσία, που ασκήθηκε πολλές φορές
σκληρά απέναντι στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους οποίους ο
λόγος του Χριστού ευαγγελίστηκε πως σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των
Ουρανών. Ως οπαδός της εξισωτικής χειραφέτησης, στο όνομα της υπέρτατης
αξίας της ισότητας δεν θα μπορούσε παρά να είναι εχθρός κάθε ιεραρχίας —
και της ιερής.
Εκλεκτικές συγγένειες: Εξισωτισμός
Αντίθετα με την κρατούσα άποψη, ο μαρξισμός αισθάνεται διαχρονικά πολύ οικεία με τα σχήματα των ευαγγελίων. Και όχι μόνο.
Στη
μακριά σειρά των χειραφετητικών κινημάτων, από τον Κλεομένη και τον
Αριστόνικο, τον Σπάρτακο, τους Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, τον Τόμας
Μύντσερ και τους Αναβαπτιστές, τους βρετανούς Levelers και τους γάλλους
εξισωτιστές επαναστάτες μέχρι τις μεγάλες εργατικές επαναστάσεις του
19ου ή του 20ού αιώνα, ο χριστιανισμός κατέχει περίβλεπτη θέση.
Για
το σύνολο των μαρξιστών ιστορικών ο χριστιανισμός αντιπροσωπεύει μια
μεγάλη εξέγερση των ταπεινών της ύστερης δουλοκτητικής αρχαιότητας. Και
τα τεκμήρια, ως προς αυτό, δεν είναι μόνο ιστορικοϋλιστικά ή
κοινωνιολογικά. Τα Ευαγγέλια, καθαυτά, αλλά και οι κοινοκτημονικές
πρακτικές του πρώιμου χριστιανισμού είναι ο σημαντικότερος δείκτης.
Η
οικειότητα, μάλιστα, γίνεται βαθιά, όταν ο αριστερός ακούει τα λόγια
του Χριστού «Μακάριοι είναι οι φτωχοί…» ή, ακόμη περισσότερο, πως
«ευκολότερο είναι να περάσει καραβόσκοινο από το μάτι της βελόνας, παρά
να εισέλθει πλούσιος στο Βασίλειο του Θεού». Το ίδιο κι όταν διαβάζει
την Ομιλία προς τους πλουτούντας του Μεγάλου Βασιλείου, που δώρισε η Αυγή
στους αναγνώστες της, σε μετάφραση Γιώργου Κοροπούλη, τη μέρα των
Θεοφανείων. Πραγματικά δεν νομίζω πως οι προηγούμενες διατυπώσεις είναι
λιγότερο ριζοσπαστικές από το επαναστατικό απόφθεγμα πως «δεν αρκεί να
είσαι με τους φτωχούς, πρέπει να είσαι και εναντίον των πλουσίων». Η
βίαιη επίθεση του Ιησού εναντίον των εμπόρων του Ναού, μαζί και η
διαχρονική αντιμετώπιση του χρήματος ως μιαρού και του τόκου ως
αμαρτίας, τουλάχιστον από τους Ορθόδοξους και τους Καθολικούς,
εικονοποιεί με πολύ σαφή τρόπο αυτήν την πρακτική στάση.
Ο Χριστός είναι με τους αναγουήμ αδιάλλακτα, είναι στην πλευρά των ενδεών και των απόκληρων. Τον Χριστό των Ευαγγελίων, όπως γράφει ο Τέρυ Ήγκλετον (Λογική, Πίστη και Επανάσταση, μετ. Πέτρος Γεωργίου Πατάκης,
2011), «θα τον γνωρίσεις αληθινά όταν δεις το πεινασμένο πλάσμα να
χορταίνει με όλα τα καλά και τους πλούσιους να αποδιώχνονται, μένοντας
με άδεια χρόνια».
Αν,
όμως, το κεντρικό μήνυμα των Ευαγγελίων είναι πως «η τραυματική αλήθεια
της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένα βασανισμένο και παραμορφωμένο σώμα»,
που είναι προορισμένο να αναστηθεί, τότε οι μαρξιστές δεν μπορεί παρά να
δείχνουν το μέγιστο ενδιαφέρον.
Νεοφιλελεύθερος αθεϊσμός
Είναι γνωστό πως τα τελευταία χρόνια ένας αριθμός, αγγλοσαξόνων κυρίως, διανοητών (Ο Ντώκινς με την Περί Θεού αυταπάτη, ο Χίτσενς με το Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, ο
Ντάνιελ Ντένετ κ.ά.) έχουν, στο όνομα της πάλης εναντίον του
φονταμενταλισμού, επιτεθεί με μεγάλη σφοδρότητα στην θρησκεία. Οι
φιλελεύθεροι αυτοί διανοητές, σε αντίθεση με τους μαρξιστές,
ενορχηστρώνουν την επίθεσή τους χτυπώντας, με απλοϊκό εντέλει τρόπο, στα
αδύνατα σημεία, ενώ η εντιμότητα θα επέβαλλε έναν προσανατολισμό στα
δυνατά σημεία του αντιπάλου.
Φτιάχνουν,
έτσι, μια καρικατούρα αυτού που υπήρξε χωρίς αμφιβολία ίσως η πιο
εκτεταμένη και διαχρονική λαϊκή κουλτούρα της ανθρώπινης ιστορίας. Και
αφιερώνουν εκατοντάδες σελίδες χωρίς να παραδέχονται το παραμικρό
ανθρώπινο όφελος, που να έχει απορρεύσει από την θρησκευτική εμπειρία.
Γι’ αυτούς, οι μυριάδες ανθρώπων που θυσίασαν το βόλεμά ή και τη ζωή
τους ακόμη για τους άλλους στο όνομα του Χριστού, του Αλλάχ απλά είναι
σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Εξαχνώνονται από την ιστορία χωρίς ίχνος.
Στην
πραγματικότητα, αυτό που έχουμε εδώ είναι η τεράστια διαστροφή, που
ονομάζεται επιστημονισμός και τείνει να περιλάβει ως αντικείμενο
αποδόμησης ακόμη και όσα –ή, κυρίως, όσα– δεν μπορεί ούτε στοιχειωδώς να
κατανοήσει.
Είναι
η άλλη πλευρά της καπιταλιστικής νεοτερικότητας, στην οποία οι
Χορκχάιμερ και Αντόρνο, ήδη από τη δεκαετία του 1940, με τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού,
εντάσσουν τόσο την πενικιλίνη όσο και το Άουσβιτς. Είναι η πλευρά, από
την οποία ο κοινός νεοφιλελεύθερος «υλισμός» και η τεχνοκρατία παράγει
τέρατα.
Με
δεδομένο πως η καπιταλιστική κουλτούρα είναι βουτηγμένη στο αίμα όσο
καμιά άλλη στην ανθρώπινη ιστορία ο Ήγκλετον και πάλι σημειώνει πως «το
προηγμένο καπιταλιστικό σύστημα είναι εγγενώς αθεϊστικό. Είναι άθεο τόσο
στις απτές υλικές προοπτικές του όσο και στις υπονοούμενες σε αυτές
αξίες και πεποιθήσεις, ό,τι κι αν διατείνονται ορισμένοι από τους
απολογητές του. Υπό αυτήν την έννοια, το καπιταλιστικό σύστημα είναι
αθεϊστικό με όλους τους λάθος τρόπους, ενώ ο Μαρξ και ο Νίτσε είναι
αθεϊστές με τους σωστούς κατά κανόνα τρόπους».
***
Πρέπει
να υπογραμμιστεί το συγκεκριμένο σημείο γιατί συνήθως είναι ο
μαρξισμός, που ελέγχεται ως φορέας του μηχανιστικού υλισμού. Ουδέν
αναληθέστερον για όποιον έχει στοιχειώδη γνώση του μαρξιστικού
φιλοσοφικού προβληματισμού. Ο μαρξισμός δεν ισχυρίζεται πως «η ψυχή έχει
μάζα». Αυτό που λέει είναι πως «οι ιδέες είναι πρακτικές» κι όχι όντα
πτερόεντα. Αυτή η πρακτική του διάσταση είναι η καρδιά αυτού που
αντιλαμβάνεται ως υλισμό και, από αυτήν την άποψη, και πάλι προσεγγίζει
έναν ορισμένο χριστιανισμό. Συμφωνεί με τον Πασκάλ, όταν αυτός
ισχυρίζεται πως «δεν πιστεύεις κι έτσι γονατίζεις και προσεύχεσαι», αλλά
«γονατίζεις, προσεύχεσαι, πιστεύεις».
Ο
υλισμός, που συνήθως προσάπτεται από τους ανθρώπους της θρησκείας στον
μαρξισμό, είναι αυτό που οι ίδιοι οι μαρξιστές αποκαλούν «χυδαίο υλισμό»
και ταιριάζει ακριβώς στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό φαντασιακό. Και,
από αυτήν την άποψη, η «αποδόμηση» του μαρξισμού από την θρησκεία
μοιάζει με αυτήν που κάνουν οι φιλελεύθεροι αθεϊστές στη χριστιανική
διδασκαλία.
Η
εχθρότητα, βέβαια, είναι εξηγήσιμη. Προκύπτει από την σφοδρότητα, με
την οποία το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα συγκρούστηκε με την
εκκλησιαστική εξουσία, η οποία συχνά στην ιστορία του κόσμου υπήρξε από
τις βαρύτερες μορφές εξουσίας.
Εξηγείται,
όμως, και από τη βάρβαρη και μισαλλόδοξη αντιμετώπιση πολλών πιστών
στις κοινωνίες του «ανατολικού στρατοπέδου». Μόνο που η αλήθεια αυτής
της εμπειρίας δεν μπορεί να σβήσει την εντελώς διαφορετική, ανοιχτή και
μεγαλόκαρδη, πρακτική της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης, για την οποία αν
δεν εκλείψει η κοιλάδα των δακρύων κανείς δεν μπορεί να διαγράψει με
διατάγματα την θρησκεία.
Λύτρωση και (ή) απελευθέρωση
Αν
θα έπρεπε να ονομάσουμε έναν κομμουνιστή, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί
αντιπροσωπευτική συνείδηση του καιρού του και του κινήματος, στο οποίο
συμμετείχε, νομίζω πως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν θα ήταν ο κατεξοχήν
υποψήφιος.
Εμμένοντας
–στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας»– πως η επανάσταση
επιβάλλεται όχι ως δώρο προς τις μέλλουσες γενιές, αλλά ως υποχρέωση
προς τις παρελθούσες ταπεινωμένες και καταπιεσμένες γενιές των ταξικών
κοινωνιών θύμισε πως «ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο ως λυτρωτής, αλλά και
ως νικητής του Αντίχριστου».
Και
χρησιμοποίησε την χριστιανική-μεσσιανική αντίληψη του χρόνου, για να
αρνηθεί τη νομοτελειακή εικόνα τους αναπόφευκτου της ανοδικής προόδου,
που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του σοσιαλδημοκρατικού θετικισμού.
Ο
Μπένγιαμιν, μαζί με τους φίλους του σπαρτακιστές εξεγερμένους του 1919
–και, κυρίως, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τη μάρτυρα της Γερμανικής
Επανάστασης– ήξερε πως «το κάθε δευτερόλεπτο είναι η μικρή πύλη, από την
οποία μπορεί να περάσει ο Μεσσίας». Και, έτσι, διάβαζε τη Βασιλεία του
Θεού ως εκείνες τις σκόρπιες, συχνά καταδικασμένες σε αποτυχία, μάχες εξ
ονόματος των καταπιεσμένων, ιδωμένες, κατά κάποιον τρόπο, από την
σκοπιά της αιωνιότητας.
Όπως
ακριβώς ο Χριστός ήρθε μια τυχαία στιγμή και μπορεί να επιστρέψει
οποτεδήποτε, χωρίς καμιά αιτιακή χρονική αλυσίδα να μπορεί να προβλέψει
την ώρα, έτσι και η Επανάσταση είναι συμβάν μη προσδιορίσιμο. Και στις
δύο περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι πρέπει να προετοιμάζονται.
Ο
Σάββας Μιχαήλ προβλέπει για την εποχή μας: «Όπως τον καιρό εκείνο, στην
αυγή της Ρωσικής και της Γερμανικής Επανάστασης, καθόλου τυχαία ο
Μπένγιαμιν και ο Ερνστ Μπλοχ ή ο αναρχικός Λαντάουερ ξαναβλέπουν τη
Βίβλο με άλλο μάτι, μέσα σε μια Ευρώπη παραδομένη στις φλόγες, πιστεύω
πως και τώρα υπάρχουν βαθύτατα ιστορικά ρεύματα που οδηγούν στην
επανεμφάνιση μιας τέτοιου είδους προβληματικής» (στον συλλογικό τόμο Ο θεός της Βίβλου και ο θεός των φιλοσόφων, επιμ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2012).
Δεν
ξέρω αν θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψή του, αλλά, σε ό,τι αφορά το σύγχρονο
μαρξισμό, δεν είναι τυχαία, νομίζω, η κεντρικότητα της φιλοσοφικής
αναφοράς στον Σπινόζα, αυτό τον «Χριστό των φιλοσόφων», για τον οποίο ο
Ιησούς υπήρξε ο κορυφαίος των σοφών, χάρη στη διδασκαλία του οποίου
ακόμη και οι αδαείς και οι αμαθείς μπορούν πλέον να σωθούν.
***
Οι
κομμουνιστές αγωνίζονται για την υπέρβαση του καπιταλισμού και την
εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας. Δεν είναι,
όπως προείπαμε, μόνο με τους φτωχούς, αλλά και μαχητικά εναντίον των
πλουσίων. Κι αυτό σημαίνει προσανατολισμό σε μεγάλη, ακραία ταξική
σύγκρουση.
Γιατί,
όπως είπε ο μεγάλος προτεστάντης θεολόγος του 20ού αιώνα Καρλ Μπαρτ, το
καπιταλιστικό σύστημα είναι «σχεδόν αναμφίβολα δαιμονικό». Η υπέρβασή
του είναι προϋπόθεση για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπινου προσώπου.
Ο
Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος, μέλος της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
ΕΚΜ. Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησής του στο
συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά», που οργάνωσε το Τμήμα Θεολογίας του
ΑΠΘ, 22-23.1.2013