https://sarantakos.wordpress.com/
Μπορεί να με γελάει η μνήμη μου, αλλά πάει πολύς καιρός από την προηγούμενη φορά που έγινε “σάλος” (για να χρησιμοποιήσω το νέο κλισέ) γύρω από δηλώσεις ενός ποιητή. Στο χρονογράφημά της στην Εφημερίδα των Συντακτών η γνωστή δημοσιογράφος Άννα Δαμιανίδη, κάτοικος Κυψέλης, επέκρινε την ποιήτρια και ακαδημαϊκό Κική Δημουλά, επίσης Κυψελιώτισσα, επειδή, ως ομιλήτρια σε μια εκδήλωση στη γειτονιά τους, μιλώντας για τα περασμένα μεγαλεία της συνοικίας σε αντιδιαστολή με την τωρινή της κατάσταση, είπε ότι “δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη, τόσοι πολλοί που είναι, πιάνουν και τα παγκάκια, δεν βρίσκεις να καθίσεις στην πλατεία, άσε που κλέβουν και φοβάται να βγει από το σπίτι της, α-πα-πα! χάλια”.
Στα κοινωνικά μέσα η φράση με τα παγκάκια έδωσε λαβή για άφθονα σχόλια, τα περισσότερα αρνητικά. Στη συνέχεια, η εφημερίδα “Τα Νέα” δημοσίευσε το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας της Κικής Δημουλά, στο οποίο η επίμαχη φράση για τα παγκάκια δίνεται ως εξής: Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος. Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγάπαμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι.
Ταυτόχρονα, η ποιήτρια έδωσε μια διευκρινιστική, ας πούμε, συνέντευξη στον ιστότοπο maga.gr, στην οποία δεν αναφέρεται μόνο στο περιστατικό, αλλά επεκτείνεται και στη ζήλια κάποιων ομοτέχνων της από τότε που έγινε μέλος της Ακαδημίας. Πολλοί συγγραφείς υπερασπίστηκαν την Κική Δημουλά στα κοινωνικά μέσα (κάποιοι βρίσκοντας ευκαιρία να επαναλάβουν για νιοστή φορά τις ψυχώσεις τους).
Δεν θα κατηγορήσω τη δημοσιογράφο που δεν μετέφερε με ακρίβεια τα λεγόμενα της ποιήτριας: σε έντυπο μέσο γράφει, και μάλιστα χρονογράφημα με ορισμένη έκταση, δεν μπορεί επομένως να παραθέσει κατά λέξη, και άλλωστε νομίζω ότι δεν είχε πρόσβαση σε κάποια μαγνητοφώνηση του κειμένου. Μια περίληψη έδωσε, που αδικεί ίσως την Κική Δημουλά επειδή περιέχει συμπυκνωμένες τις τοποθετήσεις της, αλλά δεν αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση. Κυρίως λείπει από την περίληψη της Άννας Δαμιανίδη η μεγάλη αμηχανία που χαρακτηρίζει το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο, όπου η ποιήτρια επανειλημμένα παλινωδεί, λέγοντας κάτι και μετά μετριάζοντάς το ή αναιρώντας το.
Βρίσκω καταρχήν υγιή αντίδραση την κριτική που ασκήθηκε στις θέσεις της ποιήτριας, όχι όμως την επέκταση της κριτικής στο πρόσωπό της. Το έχω ξαναγράψει, το να εκφράζει κάποιος μια άποψη που τη βρίσκουμε ρατσιστική, ή ακόμη και που είναι αναντίρρητα ρατσιστική, δεν τον κάνει αυτομάτως ρατσιστή. Θέλει προσοχή αυτό. Και πολύ περισσότερη προσοχή θέλει στις σημερινές συνθήκες, που υπάρχει στο πολιτικό τοπίο μια ναζιστική συμμορία που ανενδοίαστα καπηλεύεται τα πάντα. Δεν θα χαρίσουμε στη Χρυσή Αυγή όποιον ηλικιωμένο εκφράζει την ανασφάλεια ή το φόβο του.
Κι έπειτα, το κείμενο της Κικής Δημουλά είναι μια χαλαρή ομιλία, πιθανώς χωρίς χειρόγραφο, δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι γραπτή τοποθέτηση σε συνέδριο, δεν είναι άρθρο σε εφημερίδα, επομένως δεν θα κριθεί με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Δεν θα ζυγιάσουμε λοιπόν την κάθε λέξη με την πλάστιγγα του φαρμακοποιού. Γι’ αυτό δεν θεωρώ κατακριτέο, όπως μια καλή φίλη, το “πρέπει να μοιραστούν οι χώροι”, που αν το πάρει κανείς τοις μετρητοίς μπορεί να σκεφτεί ότι οδηγεί σε πρακτικές απαρτχάιντ, σε Αμερική του 1950. Δεν συμφωνώ με το κείμενο, αλλά δεν κολλάω σε μια λέξη.
Ένας από τους ομοτέχνους της Κικής Δημουλά που δεν την υπερασπίστηκε, ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ, έγραψε στο Φέισμπουκ, μεταξύ άλλων: “Ωστόσο, όταν έχεις ασκηθεί στον γραπτό λόγο (και δη στον ποιητικό, που είναι ο πλέον αφαιρετικός και ως εκ τούτου απαιτητικός κι ‘επικίνδυνος’), όταν οι λέξεις που έχεις λειάνει και συνταιριάξει κατά τρόπο θαυμαστό έχουν τύχει τόσης προσοχής και ανάλυσης, είναι αδικαιολόγητο να μεταχειρίζεσαι τις ίδιες λέξεις με απρονοησία, επιπολαιότητα (ή και καραμπινάτη γαϊδουριά) σαν τον πρωτάρη που δεν ξέρει πώς να χειριστεί ένα πανίσχυρο όπλο”. Νομίζω πως παραείναι αυστηρός και βάζει δυσβάστακτο φορτίο στους ώμους των ποιητών: οι ποιητές είναι άνθρωποι, δεν είναι υπερφυσικά πλάσματα ούτε ρομπότ, δικαιούνται να έχουν κι αυτοί τις αδιάφορες ή τις κακές στιγμές τους. Βρίσκω αξιοπρόσεκτη την άποψη του Κορτώ αλλά, ύστερα από σκέψη, καταλήγω στο ότι συμφωνώ περισσότερο με το άρθρο του Στ. Τσαγκαρουσιάνου, που μάλιστα κάνει κάποιες σκέψεις που κι εγώ τις έχω κάνει σχετικά με την εξαφάνιση της ιδιωτικής σφαίρας στα κοινωνικά μέσα και (λέω εγώ) την ανάγκη να θεσπιστεί μια τρίτη κατάσταση, ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, για τις απόψεις που εκφράζουμε στο Διαδίκτυο, που πρέπει θαρρώ να κρίνονται με άλλα μέτρα.
Ο Τσαγκαρουσιάνος βέβαια το γενικεύει το θέμα, μια και αναφέρεται επίσης (και κυρίως, θα έλεγα) σε δηλώσεις ή εκμυστηρεύσεις, όχι πάντα καλόγουστες ή πετυχημένες, που κάνουν πνευματικοί άνθρωποι στα κοινωνικά μέσα, και μάς θυμίζει τον αγαπημένο Γιώργο Ιωάννου, για τον οποίο μπορούμε να πούμε, με μια δόση υπερβολής βέβαια, ότι είχε ιστολόγιο από τη δεκαετία του 1980! Εννοώ ότι έγραφε σχόλια για όλα όσα τον ενδιέφεραν ή τον εκνεύριζαν, και όταν μάζευε αρκετή ύλη τύπωνε και ένα τεύχος του Φυλλαδίου, που έτσι ήταν το έντυπο ισοδύναμο των ιστολογίων, φυσικά χωρίς την τωρινή αμεσότητα και επικαιρότητα. Στα σχόλια του Φυλλαδίου, τους “θυσάνους” όπως τους έλεγε, ο Ιωάννου είχε γράψει ένα σωρό κακίες εναντίον ομοτέχνων με τους οποίους είχε τσακωθεί, ενώ θυμάμαι ότι είχε εκφράσει και απαράδεκτες, ρατσιστικές ίσως, απόψεις, για τους γάμους ανάμεσα σε Έλληνες ή Ελληνίδες και αλλοδαπές ή αλλοδαπούς (αυτά το 1983). Όμως το έργο του Ιωάννου μένει και τα ανόητα σχόλιά του έχουν ξεχαστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγγραφείς έχουν ασυλία στον κυβερνοχώρο ή ότι είναι υπεράνω κριτικής -απλώς ότι έχουν κι αυτοί δικαίωμα στην κοτσάνα ή στη μικροπρέπεια.
Ή στην ανακρίβεια, για να κλείσω με αυτό. Κάτι που δεν είδα να σχολιάζεται στο κείμενο της Κικής Δημουλά, είναι η διάκριση ανάμεσα σε Κυψελιώτες και σε ξένους. Αλλά ποιοι είναι οι Κυψελιώτες; Με ποια λογική, ας πούμε, δεν είναι Κυψελιώτης ένας Αλβανός που μένει 20 χρόνια στη γειτονιά, έχει αγοράσει διαμέρισμα, τα παιδιά του πηγαίνουν σε σχολείο στην περιοχή; Η μόνη διαφορά, βρίσκω, είναι ότι ο Αλβανός Κυψελιώτης δεν ψηφίζει στις τοπικές εκλογές. Ενώ αν ψήφιζαν, μπορεί και να έπειθαν τον Δήμο να φτιάξει ωραία τραπεζάκια για να παίζουν οι Αλβανοί από την Κυψέλη ντόμινο στις πλατείες, όπως υπάρχουν σε πολιτισμένες χώρες των Βαλκανίων σκακιέρες στα πάρκα, αντί να χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό τα παγκάκια, τα οποία, εδώ που τα λέμε, είναι άβολα για επιτραπέζιο παιχνίδι.
Μπορεί να με γελάει η μνήμη μου, αλλά πάει πολύς καιρός από την προηγούμενη φορά που έγινε “σάλος” (για να χρησιμοποιήσω το νέο κλισέ) γύρω από δηλώσεις ενός ποιητή. Στο χρονογράφημά της στην Εφημερίδα των Συντακτών η γνωστή δημοσιογράφος Άννα Δαμιανίδη, κάτοικος Κυψέλης, επέκρινε την ποιήτρια και ακαδημαϊκό Κική Δημουλά, επίσης Κυψελιώτισσα, επειδή, ως ομιλήτρια σε μια εκδήλωση στη γειτονιά τους, μιλώντας για τα περασμένα μεγαλεία της συνοικίας σε αντιδιαστολή με την τωρινή της κατάσταση, είπε ότι “δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη, τόσοι πολλοί που είναι, πιάνουν και τα παγκάκια, δεν βρίσκεις να καθίσεις στην πλατεία, άσε που κλέβουν και φοβάται να βγει από το σπίτι της, α-πα-πα! χάλια”.
Στα κοινωνικά μέσα η φράση με τα παγκάκια έδωσε λαβή για άφθονα σχόλια, τα περισσότερα αρνητικά. Στη συνέχεια, η εφημερίδα “Τα Νέα” δημοσίευσε το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας της Κικής Δημουλά, στο οποίο η επίμαχη φράση για τα παγκάκια δίνεται ως εξής: Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος. Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγάπαμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι.
Ταυτόχρονα, η ποιήτρια έδωσε μια διευκρινιστική, ας πούμε, συνέντευξη στον ιστότοπο maga.gr, στην οποία δεν αναφέρεται μόνο στο περιστατικό, αλλά επεκτείνεται και στη ζήλια κάποιων ομοτέχνων της από τότε που έγινε μέλος της Ακαδημίας. Πολλοί συγγραφείς υπερασπίστηκαν την Κική Δημουλά στα κοινωνικά μέσα (κάποιοι βρίσκοντας ευκαιρία να επαναλάβουν για νιοστή φορά τις ψυχώσεις τους).
Δεν θα κατηγορήσω τη δημοσιογράφο που δεν μετέφερε με ακρίβεια τα λεγόμενα της ποιήτριας: σε έντυπο μέσο γράφει, και μάλιστα χρονογράφημα με ορισμένη έκταση, δεν μπορεί επομένως να παραθέσει κατά λέξη, και άλλωστε νομίζω ότι δεν είχε πρόσβαση σε κάποια μαγνητοφώνηση του κειμένου. Μια περίληψη έδωσε, που αδικεί ίσως την Κική Δημουλά επειδή περιέχει συμπυκνωμένες τις τοποθετήσεις της, αλλά δεν αποτελεί σκόπιμη διαστρέβλωση. Κυρίως λείπει από την περίληψη της Άννας Δαμιανίδη η μεγάλη αμηχανία που χαρακτηρίζει το πλήρες απομαγνητοφωνημένο κείμενο, όπου η ποιήτρια επανειλημμένα παλινωδεί, λέγοντας κάτι και μετά μετριάζοντάς το ή αναιρώντας το.
Βρίσκω καταρχήν υγιή αντίδραση την κριτική που ασκήθηκε στις θέσεις της ποιήτριας, όχι όμως την επέκταση της κριτικής στο πρόσωπό της. Το έχω ξαναγράψει, το να εκφράζει κάποιος μια άποψη που τη βρίσκουμε ρατσιστική, ή ακόμη και που είναι αναντίρρητα ρατσιστική, δεν τον κάνει αυτομάτως ρατσιστή. Θέλει προσοχή αυτό. Και πολύ περισσότερη προσοχή θέλει στις σημερινές συνθήκες, που υπάρχει στο πολιτικό τοπίο μια ναζιστική συμμορία που ανενδοίαστα καπηλεύεται τα πάντα. Δεν θα χαρίσουμε στη Χρυσή Αυγή όποιον ηλικιωμένο εκφράζει την ανασφάλεια ή το φόβο του.
Κι έπειτα, το κείμενο της Κικής Δημουλά είναι μια χαλαρή ομιλία, πιθανώς χωρίς χειρόγραφο, δεν είναι δοκίμιο, δεν είναι γραπτή τοποθέτηση σε συνέδριο, δεν είναι άρθρο σε εφημερίδα, επομένως δεν θα κριθεί με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Δεν θα ζυγιάσουμε λοιπόν την κάθε λέξη με την πλάστιγγα του φαρμακοποιού. Γι’ αυτό δεν θεωρώ κατακριτέο, όπως μια καλή φίλη, το “πρέπει να μοιραστούν οι χώροι”, που αν το πάρει κανείς τοις μετρητοίς μπορεί να σκεφτεί ότι οδηγεί σε πρακτικές απαρτχάιντ, σε Αμερική του 1950. Δεν συμφωνώ με το κείμενο, αλλά δεν κολλάω σε μια λέξη.
Ένας από τους ομοτέχνους της Κικής Δημουλά που δεν την υπερασπίστηκε, ο συγγραφέας Αύγουστος Κορτώ, έγραψε στο Φέισμπουκ, μεταξύ άλλων: “Ωστόσο, όταν έχεις ασκηθεί στον γραπτό λόγο (και δη στον ποιητικό, που είναι ο πλέον αφαιρετικός και ως εκ τούτου απαιτητικός κι ‘επικίνδυνος’), όταν οι λέξεις που έχεις λειάνει και συνταιριάξει κατά τρόπο θαυμαστό έχουν τύχει τόσης προσοχής και ανάλυσης, είναι αδικαιολόγητο να μεταχειρίζεσαι τις ίδιες λέξεις με απρονοησία, επιπολαιότητα (ή και καραμπινάτη γαϊδουριά) σαν τον πρωτάρη που δεν ξέρει πώς να χειριστεί ένα πανίσχυρο όπλο”. Νομίζω πως παραείναι αυστηρός και βάζει δυσβάστακτο φορτίο στους ώμους των ποιητών: οι ποιητές είναι άνθρωποι, δεν είναι υπερφυσικά πλάσματα ούτε ρομπότ, δικαιούνται να έχουν κι αυτοί τις αδιάφορες ή τις κακές στιγμές τους. Βρίσκω αξιοπρόσεκτη την άποψη του Κορτώ αλλά, ύστερα από σκέψη, καταλήγω στο ότι συμφωνώ περισσότερο με το άρθρο του Στ. Τσαγκαρουσιάνου, που μάλιστα κάνει κάποιες σκέψεις που κι εγώ τις έχω κάνει σχετικά με την εξαφάνιση της ιδιωτικής σφαίρας στα κοινωνικά μέσα και (λέω εγώ) την ανάγκη να θεσπιστεί μια τρίτη κατάσταση, ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, για τις απόψεις που εκφράζουμε στο Διαδίκτυο, που πρέπει θαρρώ να κρίνονται με άλλα μέτρα.
Ο Τσαγκαρουσιάνος βέβαια το γενικεύει το θέμα, μια και αναφέρεται επίσης (και κυρίως, θα έλεγα) σε δηλώσεις ή εκμυστηρεύσεις, όχι πάντα καλόγουστες ή πετυχημένες, που κάνουν πνευματικοί άνθρωποι στα κοινωνικά μέσα, και μάς θυμίζει τον αγαπημένο Γιώργο Ιωάννου, για τον οποίο μπορούμε να πούμε, με μια δόση υπερβολής βέβαια, ότι είχε ιστολόγιο από τη δεκαετία του 1980! Εννοώ ότι έγραφε σχόλια για όλα όσα τον ενδιέφεραν ή τον εκνεύριζαν, και όταν μάζευε αρκετή ύλη τύπωνε και ένα τεύχος του Φυλλαδίου, που έτσι ήταν το έντυπο ισοδύναμο των ιστολογίων, φυσικά χωρίς την τωρινή αμεσότητα και επικαιρότητα. Στα σχόλια του Φυλλαδίου, τους “θυσάνους” όπως τους έλεγε, ο Ιωάννου είχε γράψει ένα σωρό κακίες εναντίον ομοτέχνων με τους οποίους είχε τσακωθεί, ενώ θυμάμαι ότι είχε εκφράσει και απαράδεκτες, ρατσιστικές ίσως, απόψεις, για τους γάμους ανάμεσα σε Έλληνες ή Ελληνίδες και αλλοδαπές ή αλλοδαπούς (αυτά το 1983). Όμως το έργο του Ιωάννου μένει και τα ανόητα σχόλιά του έχουν ξεχαστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγγραφείς έχουν ασυλία στον κυβερνοχώρο ή ότι είναι υπεράνω κριτικής -απλώς ότι έχουν κι αυτοί δικαίωμα στην κοτσάνα ή στη μικροπρέπεια.
Ή στην ανακρίβεια, για να κλείσω με αυτό. Κάτι που δεν είδα να σχολιάζεται στο κείμενο της Κικής Δημουλά, είναι η διάκριση ανάμεσα σε Κυψελιώτες και σε ξένους. Αλλά ποιοι είναι οι Κυψελιώτες; Με ποια λογική, ας πούμε, δεν είναι Κυψελιώτης ένας Αλβανός που μένει 20 χρόνια στη γειτονιά, έχει αγοράσει διαμέρισμα, τα παιδιά του πηγαίνουν σε σχολείο στην περιοχή; Η μόνη διαφορά, βρίσκω, είναι ότι ο Αλβανός Κυψελιώτης δεν ψηφίζει στις τοπικές εκλογές. Ενώ αν ψήφιζαν, μπορεί και να έπειθαν τον Δήμο να φτιάξει ωραία τραπεζάκια για να παίζουν οι Αλβανοί από την Κυψέλη ντόμινο στις πλατείες, όπως υπάρχουν σε πολιτισμένες χώρες των Βαλκανίων σκακιέρες στα πάρκα, αντί να χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτό τα παγκάκια, τα οποία, εδώ που τα λέμε, είναι άβολα για επιτραπέζιο παιχνίδι.