Τα γεγονότα είναι γνωστά, όλα τα ΜΜΕ της
χώρας μας ασχολούνται μέχρι εξαντλήσεως με αναλύσεις για τα θετικά ή τα
αρνητικά της απόφασης της Κυπριακής Βουλής. Άλλοι εκτιμώντας θετικά την
απόφαση για το «όχι» και άλλοι αλαλάζοντας κραυγές απελπισίας και
πολέμου για το «θράσος» των Κυπρίων. Κάποιοι, αμετροεπείς μάλιστα,
έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιούν σε σχετικές αρθρογραφίες (Μπίστης
κλπ) ανεπίτρεπτες εκφράσεις (λεβέντες….) σκωπτικού χαρακτήρα, δηλώνοντας
την καταισχύνη τους για το «όχι» και πάλι.
Θα ήθελα να σκεφτούμε μαζί κάτω από ένα άλλο πρίσμα την ουσία αλλά και τον συμβολισμό του «όχι» της Κυπριακής Βουλής.
Θα ήθελα επίσης να ξεκαθαρίσω από την
αρχή ότι δεν θα μπω στη βάσανο να ερμηνεύσω του τι έχει διαμεσολαβήσει
στα παρασκήνια όλο το προηγούμενο διάστημα, στις διαπραγματεύσεις μεταξύ
της παλαιότερης και της νέας κυβέρνησης των Κυπρίων και των οργάνων της
Ε.Ε. Θα τα γράψει κάποτε αυτά η ιστορία με τον δικό της χαρακτηριστικό
τρόπο. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε το βάρος αλλά και τον
συμβολισμό αυτής της απόφασης.
Πρώτα πρώτα πρέπει να δούμε την ουσία της
σχέσης που διαμορφώθηκε για τους όρους της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ
το 2004. Δεν ήταν μια ένταξη που είχε χαρακτηριστικά βοήθειας,
αναπτυξιακού ή και οικονομικού χαρακτήρα, αφού η Κύπρος υπερέβαινε τα
κριτήρια για την ένταξη στους στόχους των χωρών με αναπτυξιακή
καθυστέρηση. Ήταν μια ένταξη που είχε βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά με
έμφαση στην ενδυνάμωση του διαπραγματευτικού ρόλου της για το γνωστό
Εθνικό ζήτημα.
Με την έννοια αυτή η Κύπρος δεν είναι
σίγουρο ότι ωφελήθηκε, τουλάχιστον όπως όλες οι χώρες του Ευρωπαϊκού
Νότου από την ένταξη της, τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο.
Έτσι και αλλιώς η λίρα ήταν ένα ισχυρό νόμισμα και η οικονομία της ακολουθούσε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το επόμενο σημείο είναι ότι η «κατρακύλα»
της κυπριακής οικονομίας βασίστηκε σε δύο παράγοντες με κοινή αφετηρία,
το τραπεζικό σύστημα που δρούσε χωρίς κανόνες, ανεξέλεγκτο, κάνοντας
κινήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες της οικονομίας της
χώρας. Αυτή ήταν η μία αιτία και η δεύτερη που επιδείνωσε το πρόβλημα
ήταν το Ελληνικό κούρεμα των ομολόγων που έθιξε και τις Κυπριακές
τράπεζες.
Η ευθύνη του Κυπριακού κράτους ήταν ότι δεν είδε εγκαίρως το πρόβλημα με το τραπεζικό σύστημα και δεν έδρασε άμεσα.
Εδώ ερχόμαστε στο επόμενο βήμα, που ήταν η
παράδοση της Κυπριακής Δημοκρατίας στα νύχια των ταλιμπάν της Μέρκελ
και των απανταχού νεοφιλελεύθερων οι οποίοι φαντάστηκαν πως βρήκαν την
ευκαιρία να καθαρίσουν δια παντός και ακαριαία με το πρόβλημα των
Κυπριακών τραπεζών ως αφορμή, έχοντας βασικά ως στόχο τα ρώσικα κεφάλαια
και τα συμφέροντα από την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της περιοχής.
Η λύση για τους Ταλιμπάν γνωστή. Το
τραπεζικό πρόβλημα θα μετατραπεί σε πρόβλημα δημόσιου χρέους, θα πέσει
στις πλάτες των μισθωτών και συνταξιούχων, γνωστή η μέθοδος, ασχέτως των
αλλαχου αποτυχημένων παραδειγμάτων όπως συνέβη στην Ιρλανδία.
Κατά την γνωστή και προσφιλή τους μέθοδο,
έβαλαν πιο ψηλά τον πήχη των διεκδικήσεων τους παραβιάζοντας όλες τις
ευρωπαϊκές συνθήκες, βάζοντας χέρι και στους μικροκαταθέτες των κάτω των
100.000€. Αν πιάσει, σκέφτηκαν, καλώς, αλλάζουμε αύριο και τις
ευρωπαϊκές συνθήκες.
Έτσι όμως θα οδηγούσαν σε μια πλήρη και
ανεξέλεγκτη κατάρρευση την οικονομία του νησιού και δεν θα έλυναν και το
πρόβλημα της κρίσης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, αλλά βέβαια θα
είχαν αύριο την δυνατότητα να μετατρέψουν και την Κύπρο, μετά από την
Ελλάδα σε μια ανεξέλεγκτη ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, παράδεισο των
ανεξέλεγκτης δράσης των πολυεθνικών, κυρίως στον τομέα της ενέργειας και
του τουρισμού, με τον λαό να βυθίζεται στην ανεξέλεγκτη φτώχεια,
ανεργία και ανέχεια.
Σε αυτό το περιβάλλον και με αυτή τη
στόχευση των ταλιμπάν, ταυτίστηκε απολύτως το πολιτικό σύστημα της
τρικομματικής κυβέρνησης που λειτουργεί ως υποτακτικός της Μέρκελ, μην
τολμώντας να αρθρώσει έστω και μια υποσημείωση, ψηφίζοντας και αυτή στο
Γιούρογκρουπ, τις σχετικές, άθλιες αποφάσεις, ή φτάνοντας μάλιστα στο
σημείο (βλέπε πρώτη ανακοίνωση ΔΗΜΑΡ) να ζητούν η παραβίαση της
ευρωπαϊκής συνθήκης να ισχύσει μόνο για την Κύπρο, χωρίς να δουν όλους
τους παραπάνω κινδύνους.
Το «όχι» λοιπόν των Κυπρίων δεν έχει να
κάνει ούτε με την «λεβεντιά» όπως ασχημονώντας, για μια ακόμα φορά, λέει
ο Μπίστης, ούτε με εθνικιστικές αφέλειες όπως άλλοι τονίζουν, έχει να
κάνει με την ανάγκη για πρώτη φορά να συνειδητοποιήσουν οι Ευρωπαίοι
ταλιμπάν πως υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για την αντιμετώπιση της κρίσης
χρέους της ευρωζώνης, μια άλλη εκδοχή που εδράζεται στην εκτίμηση ότι
το πρόβλημα της θα αντιμετωπιστεί συνολικά και όχι κατά περίπτωση, με
την θεσμική ολοκλήρωση της Ευρώπης, με τον ενεργότερο ρόλο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε αυτή και όχι οι φορολογούμενοι
πολίτες να αναλαμβάνουν την επίλυση των τραπεζικών προβλημάτων των
κρατών μελών, με την απόκρουση κάθε υφεσιακής πολιτικής λιτότητας που
έχουν εισάγει στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη αυτοί οι τύποι.
Αυτή βέβαια η οπτική προκαλεί ανατριχίλα
σε όσους δήθεν μεταρρυθμιστές παρακολουθούν άφωνοι την επέλαση αυτών των
πολιτικών, ανήμποροι παρότι μεταρρυθμιστές να αντιπροτείνουν κάποια από
τις φοβερές μεταρρυθμιστικές τους προτάσεις (έχετε δει καμιά στην
Ελλάδα εκτός από αυτές που αποδιαρθρώνουν κάθε τι το κοινωνικό;).
Προκαλεί ανατριχίλα διότι αυτή η οπτική, αυτό το «όχι», όσους κινδύνους
και να περιέχει (ποια διαπραγμάτευση εξάλλου δεν εμπεριέχει το στοιχείο
του ρίσκου; Αλλιώς δεν θα ήταν διαπραγμάτευση) δίνει μια άλλη διέξοδο.
Διδάσκει αυτό που δεν τόλμησαν στην Ελλάδα, δηλαδή το να
διαπραγματευτούν, να δώσουν μια ελπίδα, να δώσουν μια προοπτική.
Ευτυχώς αυτές οι φωνές (οι δήθεν
μεταρρυθμιστικές) όλο και περισσότερο συρρικνώνονται, όλο και
περισσότερο γίνονται γραφικές και περιθωριοποιούνται, έχοντας κάνει όμως
μια τεράστια ζημιά, όσο και η προηγούμενη 20ετία στην Ελληνική
οικονομία.
Αυτοί είναι οι συμβολισμοί από το
Κυπριακό «όχι», η επίτευξη από εδώ και πέρα μιας άλλης συμφωνίας θα
είναι οδηγός και για τα άλλα κράτη μέλη, ας ευχηθούμε στην ευόδωση αυτής
της προοπτικής.