ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

του Δημητρη Χριστοπουλου 
αναδημοσίευση από τα Ενθέματα

Ποια μεταρρύθμιση;
Στις μέρες μας μιλάμε συνέχεια για μεταρρυθμίσεις, χωρίς να προσδιορίζουμε για τι συζητάμε. Ξεκινώ λοιπόν από την παραδοχή ότι «μεταρρυθμίσεις» κενές περιεχόμενου δεν δύνανται να υπάρχουν, αφού καμιά διαδρομή δεν έχει νόημα αν δεν αναφέρουμε «από πού προς τα πού». Έτσι και η μεταρρύθμιση. Όσο σημαντική όμως είναι η μεταρρύθμιση για τον νεοφιλελευθερισμό, διότι με αυτήν καταστρέφει και δημιουργεί, άλλο τόσο είναι και για ένα πειστικό πρόγραμμα ανατροπής του. Διότι και αυτό καλείται να καταστρέψει αλλά, κυρίως, να δημιουργήσει.
Η κυρίαρχη περί μεταρρύθμισης αντίληψη κανοναρχεί σε όλα τα πεδία τις νέες αλήθειες της τεχνολογίας του κυβερνάν, με τον ίδιο τρόπο που οι αλήστου μνήμης Κεντρικές Επιτροπές του ΚΚΣΕ έθεταν τη σοβιετική κοινωνία ενώπιον απίθανων πλάνων παραγωγής με προβολή δεκάδων ετών στο μέλλον και ολέθρια αποτελέσματα: όπως ακριβώς ακούμε εδώ και μερικά χρόνια τους ενσαρκωτές του κυρίαρχου μεταρρυθμιστικού λόγου να υπαγορεύουν το μέλλον μας μέσω προβλέψεων που διαρκώς διαψεύδονται.


Η εύλογη επιφύλαξη έναντι του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού που ισοπεδώνει την κοινωνία εντείνεται από μια μονοδιάστατη κατανόηση της ιστορικής συνθήκης που βιώνουμε. Η κατανόηση αυτή, εύλογη ως πρώτου χρόνου αντίδραση, αποδίδει μονομερώς έμφαση στο «κράτος που υποχωρεί» λόγω της συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα χωρίς να σκέπτεται επαρκώς το κράτος που δημιουργείται. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αρκείται στο να καταστρέφει. Συνάμα, συγκροτεί μια νέα τεχνική διακυβέρνησης με νέα θεσμικά εργαλεία που σήμερα αναζητούνται. Οι τετριμμένες θεωρητικοποιήσεις του κράτους που οπισθοχωρεί δεν πρέπει να μας εμποδίζουν να σκεφτούμε τη συνθήκη υπό μιαν άλλη οπτική: της επέκτασης του κράτους: «λιγότερο κράτος» μπορεί, παραδόξως, να σημαίνει «άλλο ή και άλλο κράτος». Έτσι, λ.χ., ένα μη παρεμβατικό (στην οικονομία) κράτος είναι κατ’ ανάγκην επεκτατικό στις πολιτικές ιδεολογικής χειραγώγησης και ποινικής καταστολής.

Το διφυές περιεχόμενο του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού
Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν αρκούνται να ενδυναμώσουν τις αγορές μέσα από τις κλασικές πολιτικές του laissez-faire, αλλά γενικεύουν το μοντέλο του ανταγωνισμού αυτού σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής (The Birth of Biopolitics, Λονδίνο, Palgrave, 2008 σ. 120-1). Η πορεία αυτή οδηγεί ουσιαστικά στον εκφυλισμό της πολιτικής κυριαρχίας ως ημι-αυτόνομης βαθμίδας αναπαραγωγής ισχύος και ανταγωνισμού στρατηγικών από ρυθμίσεις –και όχι απλώς απορρυθμίσεις– που υπαγορεύονται αδιαμεσολάβητα από την αγορά. Αυτό δηλαδή που βιώνουμε σήμερα. Αν ο homo oeconomicus του 18ου αιώνα έβλεπε την ατομικότητά του ως έναν ζωτικό χώρο του οποίου η ιδιοκτησία και τα συμφέροντα ορθώνονται ενάντια στο κράτος, ο επίγονός του δεν αντέχει τίποτε από το δικαίωμα της αντίστασης και το κριτικό πνεύμα που κληροδότησε ο πρώιμος συνταγματικός φιλελευθερισμός στη νεωτερικότητα. Η νεοφιλελεύθερη ενσάρκωση της μεταρρύθμισης δεν θέλει ατίθασους εγωιστές αστούς, όπως θα έλεγε ο Μαρξ· επιζητεί απολύτως διαχειρίσιμους κυβερνήσιμους ανθρώπους (Foucault, σ. 270-1).
Μέσα από την ανάλυση λοιπόν των δημόσιων πολιτικών που θεμελιώνονται σε αυτή τη στρατηγική, η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση παρουσιάζεται απλοϊκά –και, σε τελευταία ανάλυση, παραπλανητικά-- ως μια απλή μετατόπιση του ορίου επιρροής των αγορών που τείνουν να κυριαρχήσουν σε βάρους του κράτους που υποβαθμίζεται. Υιοθετώντας αυτή την αντίληψη, η Αριστερά συγκροτεί ένα λόγο αναχώματος, ανάσχεσης των μεταρρυθμίσεων, έναν λόγο που παλεύει κόντρα στον καιρό να σώσει «οτιδήποτε αν σώζεται», όπως λέει και ένας αριστερός τραγουδοποιός που συντάσσεται με αυτή τη γραμμή. Το αποτέλεσμα είναι ένας απεγνωσμένος αγώνας χαρακωμάτων, που δεν μπορεί να γλιτώσει τον στιγματισμό του «μασκαρεμένου» ή «αριστερού» συντηρητισμού, αφού δεν μπορεί, δεν θέλει, δεν προλαβαίνει (δεν έχει σημασία τι) να διακρίνει μεταξύ κακώς νοούμενων «κεκτημένων» και καλώς νοούμενων «δικαιωμάτων», υπερασπίζοντας και τα δύο με την ίδια ένταση.

Μεταρρυθμιστικές αντιφάσεις
Στο σύγχρονο πολιτικό βίωμα υπάρχει μια εκπληκτική αντίφαση μεταξύ ιδεολογικής ηγεμονίας και πρακτικής επίδοσης του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού. Αυτή η αντίφαση χρειάζεται περισσή σκέψη. Είναι εντυπωσιακό πόσες στερεοτυπικές κοινοτοπίες για την κρίση παραμένουν πεποίθηση σε σημαντικό αριθμό ανθρώπων, παρά την εκκωφαντική πραγματικότητα που τις διαψεύδει -- και κυρίως ότι οι ίδιοι άνθρωποι ριζοσπαστικοποιούνται συνεχίζοντας να τις αναπαράγουν.1 Τέτοιες αντιλήψεις ενδημούν σε όλο το πολιτικό φάσμα συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς, παρόλο που εκλογικά ισχυροποιείται. Η εκ πρώτης όψεως αυτή αντίφαση δείχνει να είναι άλυτη αν δεν λάβουμε σοβαρά υπόψη του τη δεύτερη, υποδόρια, «δημιουργική», διάσταση των μεταρρυθμίσεων που προωθούνται, αυτήν που εξαρχής υπαινίσσομαι ότι πρέπει να μελετήσουμε περισσότερο.
Σε όλες τις περιπτώσεις βιώνουμε (και εξαιτίας των αντιφάσεων αυτών) μια απολύτως μη προβλέψιμη πολιτική συνθήκη, ανάλογα με το κράτος στο οποίο προωθούνται οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Άλλη έκβαση στην Τουρκία και άλλη στην Ελλάδα, στη Σερβία ή την Κροατία, τη Χιλή ή το Περού, την Ταϋλάνδη ή την Ινδονησία, για να αλλάξουμε γεωπολιτική ζώνη, και πάει λέγοντας. Διάλεξα επίτηδες αυτά τα ζευγάρια γειτονικών κρατών που δείχνουν πώς στη μια περίπτωση οι μεταρρυθμίσεις αυτές δημιουργούν επιδόσεις που αντιμετωπίζονται ως success story, ενώ στην άλλη δημιουργούν ακόμα και failed states. Και αυτό διότι οι εξόχως επικίνδυνες ιστορικές στροφές στις οποίες εκθέτει τις κοινωνίες ο νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμισμός, σε απολύτως ολισθηρό έδαφος, οδηγεί κάποια κράτη στον εκτροχιασμό, ενώ άλλα στην πειθάρχηση και τη χειραγώγηση, με βιοτικούς ρυθμούς εξαθλίωσης των μαζών αλλά και δείκτες υψηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης.2 Ενώπιον αυτού του διλήμματος θέτουν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις την Ελλάδα σήμερα, μέσω του ερωτήματος «ή μέτρα ή χάος». Το πραγματικό όμως δεδομένο, που πλέον δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το διαζευκτικό «ή-ή», είναι μια ολέθρια σωρευτική επίδοση αρνητικού αθροίσματος: «και μέτρα και χάος». Και χρεοκοπία και λιτότητα. Αυτό είναι το μη συμψηφίσιμο ρίσκο των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται στην πορεία πειραματικής εδραίωσης ενός νεοφιλελεύθερου κράτους στην Ευρώπη του Νότου. Ενός κράτους που δεν επιφυλάσσει στον εαυτό του τον ρόλο του διαιτητή στους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, όπως μαθαίναμε κάποτε, ούτε καν του κλασικού «νυχτοφύλακα» της αγοράς, αλλά κάτι πιο διαστροφικά δημιουργικού: του διαχειριστή της έντασης του κοινωνικού αυτοματισμού όλων έναντι όλων.

Να επαναπατρίσουμε την έννοια
Υπό ποιους όρους μπορεί να γίνει εφικτός ο επαναπατρισμός της έννοιας των μεταρρυθμίσεων στην ιστορική κοιτίδα της αριστερής κριτικής σκέψης; Υπό ποιες προϋποθέσεις, ακόμη και σε αυτή τη συγκυρία --ίσως δε κυρίως σε αυτή τη συγκυρία-- θα απαντήσουμε εξίσου δημιουργικά σε αυτήν την «παραγωγική» όψη του νεοφιλελευθερισμού, που δεν έχουμε σκεφτεί επαρκώς;
Είναι επείγον, πιστεύω, να επανοηματοδοτήσουμε το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης με πρακτικές και λειτουργίες που αρμόζουν σε έναν άλλον ορίζοντα αξιών από το περίφημο «Washington Consensus», μήτρα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της εποχής μας. Συζητάμε λοιπόν για μεταρρυθμίσεις με τρεις κατευθυντήριες γραμμές, σε όλους τους τομείς των δημοσίων πολιτικών: δημοκρατία, λογοδοσία και ταξικός προσανατολισμός.
Δημοκρατία: μεταρρυθμίσεις που εδραιώνουν την πολιτική συμμετοχή. Σκέφτομαι πρόχειρα το μετέωρο βήμα του νόμου για την ιθαγένεια στους μετανάστες που ζούνε στη χώρα έχοντας μεταφέρει εδώ το βιοτικό τους κέντρο, αλλά και ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα που δεν διαστρέφει τη λαϊκή βούληση.
Λογοδοσία: μεταρρυθμίσεις σε νευραλγικά πεδία, όπως αυτό της δικαιοσύνης που αγκομαχά κακοδικώντας, των ανεξαρτήτων αρχών που κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου σε μια κοινωνία που βράζει, νόμων που έχουν θέσει στο άβατο της λογοδοσίας μια σειρά από τομείς παραγωγής ή υπηρεσιών στη χώρα (όπως το θεσμικό τοπίο των ΜΜΕ κ.ά.).
Ταξικός προσανατολισμός: μεταρρυθμίσεις με στόχευση την εδραίωση θεσμικών διαδικασιών και κοινωνικών πολιτικών που αμβλύνουν την οδύνη, παλεύοντας για μια όσο γίνεται πιο αποτελεσματική πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά που απειλούνται. Εδώ όμως ας είμαστε ειλικρινείς. Το ερώτημα πλέον δεν είναι «λιτότητα ή ανατροπή», όπως κάποιοι μπορούν να ονειρεύονται ελεύθερα, αλλά «τι είδους λιτότητα μετά την πιθανή ανατροπή». Αυτή η ιδέα πρέπει επειγόντως να αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις επιμέρους απολήξεις της, αλλά πρωτίστως σε ό,τι αφορά την ιδεολογική δεξίωσή της από έναν κόσμο που έχει εναποθέσει απεγνωσμένα τις προσδοκίες του στην ανατροπή. Με τι πόρους θα οικοδομηθούν οι νέοι θεσμοί σε ένα διεθνώς εχθρικό περιβάλλον εντεινόμενης οικονομικής καταστροφής; Πώς θα εξασφαλίσουμε μια minimum αποδοτικότητα της αναδιανομής πλούτου; Ερωτήματα που όχι απλώς δεν πρέπει να καλλωπίζονται, αλλά να τίθενται με όση καλώς νοούμενη ωμότητα διαθέτουμε. Ανατροπή χωρίς επίγνωση μπορεί να γίνει εφιάλτης. Και αυτόν τον εφιάλτη τον εύχεται ο αντίπαλος, για να συμπαρασύρει την Αριστερά στην καθολική απαξίωση που γνωρίζει ο ίδιος.

***
Ας λειτουργήσουμε, λοιπόν, όπως ο αντίπαλος διττά: και καταστροφικά και παραγωγικά. Και ανάσχεση και δημιουργία. Και θεσμικές προτάσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις. Διότι, την ίδια στιγμή που η κοινωνία κατακερματίζεται με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εξασφαλίζονται παραδόξως πλατιές συναινέσεις· διότι ο κόσμος, σε μεγάλο βαθμό, μοιράζεται τα ιδεολογήματα που είναι το λίπασμα του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά στην χομπσιανή φυσική κατάσταση, ονειρικό πεδίο επικράτησης του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
Είναι αλήθεια πως ο συνδυασμός αποθεσμοποίησης και αυταρχικής εξουσίας που βιώνουμε βρίσκεται σε ένα πρώιμο δοκιμαστικό στάδιο στη χώρα. Οι εγχώριοι πολιτικοί πρωταγωνιστές φαίνεται να είναι το αναλώσιμο υλικό αυτού του πειράματος. Εξάλλου, κανείς τους δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει σοβαρές συναινέσεις, οπότε για τον επερχόμενο πολιτικό τους θάνατο δεν θα κλάψουν πολύ ούτε καν οι διεθνείς σύμμαχοι τους. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει. Διότι οι στρατηγικές θα επιμείνουν, όσο οι συσχετισμοί παραμένουν ίδιοι στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Ας προσέξουμε λοιπόν το εξής: το νεοφιλελεύθερο πείραμα έχει τρομερά ρίσκα κοινωνικής έκρηξης, αλλά είναι πιθανό να καταφέρει να τα τιθασεύσει. Πρέπει δηλαδή να σκεφτούμε σοβαρά, ακόμη και αν το απευχόμαστε: τι θα γίνει αν το νεοφιλελεύθερο πείραμα «πετύχει». Τι θα γίνει δηλαδή και ποιο θα είναι το «διά ταύτα» μας, όχι μόνο σε μια συνθήκη αποδιάρθρωσης και κοινωνικής διάλυσης αλλά σε μια συνθήκη αντίστοιχη με αυτήν που βιώνει ο γειτονικός τουρκικός λαός στο περιβάλλον του «αυταρχικού νεοφιλελεύθερου ισλαμισμού», όπως εύστοχα γράφτηκε πρόσφατα. Μια συνθήκη ιδεολογικής χειραγώγησης του κόσμου υπό καθεστώς μιας αυταρχικής διολίσθησης και φτώχειας, όχι με πρωταγωνιστή το νεοναζιστικό κτήνος αλλά τις mainstream πολιτικές στρατηγικές της κεντροδεξιάς και της πάλαι ποτέ κεντροαριστεράς, όποιες και να είναι αυτές. Παραλλαγές του περιβάλλοντος αυτού μυριζόμαστε εσχάτως στη χώρα με έναν πρωθυπουργό που συνομιλεί απευθείας με το θεό (του) και έναν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να ζητά δημοσίως την εκλογή προέδρου απευθείας από τον λαό, εισάγοντας τον πολιτειακό αυταρχισμό από την πόρτα της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας.
Η παρούσα συγκυρία, ήδη από τα τέλη του 2012, μετά την εκταμίευση της δόσης, έχει ως αποτέλεσμα μια επιχείρηση επικοινωνιακής ανάτασης για την κυβέρνηση τόσο εθνικά όσο και διεθνώς. Το εγχείρημα αυτό όσο και αν είναι εξόχως εύθραυστο, δεν μπορεί να μη μας προβληματίζει.
***
Κλείνω: πολιτική ηγεμονία χωρίς κοινωνικούς συσχετισμούς είναι αδιανόητη. Ωστόσο, πολιτική ηγεμονία χωρίς θεσμικές πολιτικές είναι επίσης ασύλληπτη. Η αντίληψη που λέει ότι «το παιχνίδι παίζεται στο δρόμο και τα άλλα είναι πολυτέλειες», αφήνει όλο το γήπεδο των θεσμών ανοιχτό στον νεοφιλελεύθερο μεταρρυθμισμό. Η λογική των θεσμών είναι εκ των ουκ άνευ συμπλήρωμα στην κοινωνική διεκδίκηση. Κυρίως δε τώρα που εύλογα οι δυνάμεις της αριστεράς εξαντλούνται στο κοινωνικό, το θεσμικό είναι επιπροσθέτως ζητούμενο. Είναι δύσκολο να μάθει κανείς το νέο παίγνιο διακυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης που ανά πάσα στιγμή επιφυλάσσει η απρόβλεπτη συγκυρία που ζούμε. Δεν τολμώ όμως να σκεφτώ άλλη διέξοδο. Χωρίς δημόσιες πολιτικές τεκμηριωμένα και κριτικά προσανατολισμένες στις δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι απλώς ότι το παιχνίδι αυτό δεν κερδίζεται με τίποτε. Για την ακρίβεια, δεν παίζεται καν. Αυτή είναι η υπαρξιακή πρόκληση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι σήμερα.

O Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας.

Tο άρθρο αποτελεί συνοπτική απόδοση των εισηγήσεων στο Κρίση-μο σεμινάριο της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας («Γιατί το κράτος», Αθήνα, 13.11.2012) και στο συνέδριο «Le Symptoma grec», (Παρίσι, 18-20.1.2013).


1 Για μια ευσύνοπτη κριτική τέτοιων ιδεολογημάτων, βλ. Χρ. Λάσκος, Ευ. Τσακαλώτος 22 πράγματα που μας λεν για την κρίση και δεν είναι έτσι, ΚΨΜ, Αθήνα 2012.
2 Φέτος το καλοκαίρι, στην τουρκική Ανατολία, αντιμετώπισα συχνά τη συγκατάβαση και συμπόνια τούρκων συνομιλητών: «Τι πάθατε σεις οι Έλληνες», ενώ «εμείς αναπτυσσόμαστε», τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί δούλευαν 10 ώρες ημερησίως, 7 μέρες εβδομαδιαίως, με μισθό περίπου τριακόσια ευρώ.
[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com