ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΓΓΕΛΗ
ΕΡΙΚ ΛΑΡΣΟΝ, Στον Κήπο με τα θηρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, σελ. 575
Lebst du noch? («Είσαι ακόμα ζωντανός»;)
Το εκπληκτικό με αυτό το βιβλίο είναι πως η ιστορία της οικογένειας Dodd, η οποία έζησε στο Βερολίνο από το 1933 έως το 1937, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο William E. Dodd ήταν ένας καθηγητής Ιστορίας που ζούσε μια συντηρητική ζωή στις ΗΠΑ, κλείνοντας τις ημέρες του με ένα ποτήρι γάλα και λίγη κομπόστα ροδάκινο, συνοδεύοντάς τα συχνά με ένα καλό βιβλίο αμέσως πριν τον πάρει ο ύπνος. Είναι απίθανο το πώς αυτός ο μειλίχιος τύπος βρέθηκε ξαφνικά να είναι πρέσβης των ΗΠΑ στο Βερολίνο του 1933. Το βαρύ ακαδημαϊκό του πρόγραμμα δεν του άφηνε αρκετό χρόνο για να τελειώσει το έργο του Ο Παλαιός Νότος και έτσι του ήρθε η φαεινή ιδέα να κυνηγήσει έναν διορισμό σε κάποιο ήσυχο πόστο πρεσβευτή, κατά προτίμηση στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία. Και όλα αυτά, παρά την ανύπαρκτη πολιτική ή διπλωματική του εμπειρία. Και ενώ μια σειρά τυχαίων περιστατικών θα εμπόδιζε την πλήρωση της πρεσβευτικής θέσης στο Βερολίνο, η βιασύνη τού Ρούζβελτ να διορίσει επειγόντως έναν πρέσβη στη Γερμανία και η παρερμηνεία των προθέσεων του Dodd από έναν φίλο του που βρισκόταν στο περιβάλλον του Προέδρου, έφεραν τον Dodd ως πρέσβη στη γερμανική πρωτεύουσα.
Το κωμικοτραγικό, φυσικά, είναι πως ο Dodd ήθελε να πάει στην Ευρώπη για να έχει την ησυχία του. Και τελικά βρέθηκε στο πιο ταραχώδες μέρος του κόσμου: στη ναζιστική Γερμανία. «Στον Κήπο με τα Θηρία» δηλαδή, από το γνωστό πάρκο Tiergarten που βρισκόταν απέναντι από την οικία των Dodd. Ο Dodd φαινόταν τόσο αταίριαστος με το πόστο και η τοποθέτησή του ήταν συνάρτηση τόσων τυχαίων γεγονότων, ώστε να κυκλοφορούν την εποχή εκείνη στο διπλωματικό σώμα διάφορα σχετικά ανέκδοτα. Ένα από τα πιο δημοφιλή ήταν εκείνο που έκανε λόγο για τον «Dodd του τηλεφωνικού καταλόγου», σύμφωνα με το οποίο ο Ρούσβελτ ήθελε να διορίσει κάποιον συνονόματο του Dodd από το Yale, ονόματι Walter F. Dodd, αλλά επέλεξε λάθος όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο.
Και προκύπτει έτσι ένα βιβλίο 600 σελίδων, γεμάτο πραγματικά περιστατικά από αυτό το παράδοξο ταξίδι του πρέσβη και της οικογένειάς του. Ο Larson έχει ανατρέξει σε μια σειρά από πηγές, όπως είναι το Ημερολόγιο του πρέσβη, τα απομνημονεύματα της κόρης του, έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας του Βερολίνου επί θητείας Dodd και γραπτές αφηγήσεις από ανθρώπους του κύκλου της οικογενείας Dodd. Στις πηγές του συμπεριλαμβάνονται επίσης ένας προπολεμικός Οδηγός της πόλης του Βερολίνου και τα σχέδια της οικίας που έμεναν οι Dodd στο Βερολίνο, ενώ πρόσφατα ιστορικά πονήματα σχετικά με τη δράση των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών τον βοήθησαν να ρίξει φως στη σχέση που είχε η κόρη του πρέσβη, Μάρθα, με τον σημαντικότερο εραστή της στο Βερολίνο, ο οποίος ήταν επίσης στέλεχος της σοβιετικής πρεσβείας και μυστικός πράκτορας (η ίδια η Μάρθα, άλλωστε, φαίνεται πως στρατολογήθηκε αργότερα από τους Σοβιετικούς).
Η χρήση πηγών με μια επιστημονική προσήλωση, η μυθιστορηματική γραφή και η χρήση μόνο πραγματικών περιστατικών σε κάτι που μοιάζει με μυθιστόρημα, συντελούν στη δημιουργία ενός περίεργου υβριδίου. Δεν έχουμε τελικά να κάνουμε με ένα βιβλίο Ιστορίας, ούτε όμως και με ένα μυθιστόρημα, ενώ δεν πρόκειται ούτε για ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα. Αλλού περιγράφεται ως «μυθιστόρημα», στους New York Times χαρακτηρίστηκε ως «novelistic history», ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναφέρεται ως «narrative non-fiction». Ενδεικτική είναι η αίσθηση που αποκόμισε από το βιβλίο ο Philip Kerr, ο οποίος έγραψε στην Washington Post: «καθώς το διάβαζα, σε διάφορες περιπτώσεις έπρεπε να σταματήσω και να ελέγξω για να σιγουρευτώ ότι στ’ αλήθεια επρόκειτο για ένα μη μυθιστορηματικό έργο. Είναι όντως - και είναι υπέροχο. Στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσες να το επινοήσεις ως μυθιστόρημα, γιατί κανείς δε θα σε πίστευε».
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντως, ο Larson ανασυνέθεσε αυτήν την απίστευτη ιστορία των Dodd στο Βερολίνο, μέρα με τη μέρα. Η ιστορία τους περιελάμβανε από κοκτέιλ πάρτι και βραδιές γεμάτες σεξ για τη Μάρθα, έως διπλωματικά επεισόδια και πολιτικά γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας. Οι Dodd έζησαν τα πάντα. Η οικογένεια βίωσε από κοντά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Ο πατέρας Dodd γνώρισε το Χίτλερ ως πρέσβης, η κόρη Dodd τον γνώρισε ως κορίτσι των κοσμικών κύκλων. Η Μάρθα, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των αρχών, κατάφερε και ήταν στα μπροστινά έδρανα της δίκης του Ράιχσταγκ, ακούγοντας την αγόρευση του Δημητρόφ.
Η Μάρθα ίσως είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Μοιάζει με μια αφελή νεαρή αμερικανίδα, η οποία ελάχιστα ασχολείται με την πολιτική. Η ιστορία της έχει μεγάλη συμβολική αξία. Γοητεύεται από την αισθητική του φασισμού, μένει προσκολλημένη στα επιφανειακά του στοιχεία. Δε θέλει να ακούει για φήμες περί στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα οποία άλλωστε βρίσκονται κάπου μακριά. Δεν πιστεύει τις ιστορίες για τα φρικτά βασανιστήρια αντιφρονούντων σε αυτοσχέδιες φυλακές που έχουν φτιάξει τα SA σε υπόγεια του Βερολίνου. Προτιμά να θαυμάζει τους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους, να γλυκοκοιτάζει τους όμορφους ξανθούς νεαρούς των SS ή των SA και να ακούει στα πάρτι της τα επιβλητικά εμβατήρια των ναζί.
Η συνειδητοποίηση ήταν μια αργή διαδικασία. Δεν ήρθε ούτε καν κατά τη διάρκεια της εκδρομής της στη Νυρεμβέργη, τον Αύγουστο του 1933. Σε μια ναζιστική φιέστα στους δρόμους της πόλης, η Μάρθα φώναζε Heil μαζί με τους Γερμανούς, συνεπαρμένη από την ενέργεια του βραδινού πλήθους, όταν κατάλαβε πως αυτό το πλήθος είχε ένα κεντρικό σημείο αναφοράς. Ήταν μια κακοποιημένη κοπέλα, η οποία στηριζόταν στα πόδια της με το ζόρι από δύο άντρες των SA ώστε να φαίνεται η ταμπέλα που της είχαν κρεμάσει («ΔΟΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ»), ενώ η μουσική μιας μπάντας και τα άγρια γέλια του πλήθους τη συνόδευαν. Το όνομά της ήταν Άννα Ρατ. Χιλιάδες εναντίον μίας. Το πρόσωπο του φασισμού. Η Μάρθα σοκαρίστηκε, αλλά δεν άλλαξε ακόμα γνώμη για το καθεστώς. Η σαγήνη του φασισμού είναι μεγάλη και άλλωστε πολλοί από μας κρύβουμε έναν αντισημίτη μέσα μας: «ήμουν ελαφρώς αντισημίτισσα: έβρισκα αποδεκτή την αντίληψη ότι οι Εβραίοι δεν ήταν εξίσου θελκτικοί ή κοινωνικά επιθυμητοί σε σχέση με τους μη Εβραίους».
Μόνο την άνοιξη του ’34 άρχισε να βλέπει καθαρά. Να καταλαβαίνει πως στην αρχή ο φασισμός κυνηγάει τους «άλλους», μετά όλους. Αρχικά ήταν οι Εβραίοι. Ύστερα οι αντιφρονούντες. Μετά οι αμερικάνοι επισκέπτες της χώρας (πάμπολλες επιθέσεις εναντίον τους!). Έπειτα, ο αρχηγός της Gestapo και φίλος τής Μάρθας, Rudolf Diels, στο πλαίσιο εσωναζιστικών εκκαθαρίσεων. Και μετά, όλοι. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Larson, ανατρέχοντας σε σχετική μελέτη, είναι αποκαλυπτικά: «μια μελέτη των ναζιστικών αρχείων αποκάλυψε ότι, σε ένα δείγμα 213 καταγγελιών, το 37% στην πραγματικότητα δεν σχετιζόταν με τις φανατικές πολιτικές απόψεις, αλλά με προσωπικές διαμάχες των οποίων η αφορμή ήταν συνήθως τρομακτικά επουσιώδης. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1933, ο υπάλληλος ενός μπακάλικου κατέδωσε έναν πελάτη που είχε επιμείνει πεισματικά ότι του όφειλαν τρία πφένινγκ ρέστα. Ο υπάλληλος τον κατηγόρησε ότι δεν πλήρωνε τους φόρους του. Οι Γερμανοί κατέδιδαν ο ένας τον άλλον με τόση προθυμία» (η παράθεση ιστορικών στοιχείων και μελετών που διακόπτουν την κατάλληλη στιγμή την αφήγηση, είναι σίγουρα ένα από τα πλεονεκτήματα αυτού του βιβλίου).
Η Μάρθα άργησε να δει, αλλά είδε αυτό που ο γερμανικός λαός κατάλαβε πλήρως μόλις το 1945. Οι κοινωνίες μας όμως, με τα λόγια του αμφιλεγόμενου φον Πάπεν για το ναζισμό όπως τα παραθέτει ο Larson, πρέπει να αποκτούν άμεσα μια «επίγνωση του εγωισμού, της έλλειψης αρχών, της ανειλικρίνειας, της τιποτένιας συμπεριφοράς, της αλαζονείας» που μπορεί να κυριαρχούν «με την επίφαση της επανάστασης».
Αυτοί που κρύβουν τις εγκληματικές τους ενέργειες πίσω από την επίφαση της «εθνικής επανάστασης», πίσω από την αδικία που υφίσταται η χώρα σήμερα και πίσω από την πληγωμένη εθνική μας υπερηφάνεια, δεν έμαθαν τίποτα από την ιστορική εμπειρία. Παρά την αυτοπεποίθηση που τους δίνει η συγκυρία και η δράση μέσα στον όχλο, σύντομα θα νιώσουν και αυτοί ανασφαλείς. Η Μάρθα, χωρίς αυταπάτες πια το καλοκαίρι του ‘34, περιέγραψε με μία φράση αυτήν τη διάχυτη ανασφάλεια που επικρατεί, όταν ξεκινά το ατελείωτο κυνήγι ανθρώπων. Μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, η εξάπλωση του φόβου πάνω από όλους για την τύχη των ιδίων και για την τύχη των οικείων τους, εκφράστηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από το μήνυμα που έστελνε ο ένας στον άλλον: «είσαι ακόμα ζωντανός;».
ΕΡΙΚ ΛΑΡΣΟΝ, Στον Κήπο με τα θηρία, εκδόσεις Μεταίχμιο, μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, σελ. 575
Lebst du noch? («Είσαι ακόμα ζωντανός»;)
Το εκπληκτικό με αυτό το βιβλίο είναι πως η ιστορία της οικογένειας Dodd, η οποία έζησε στο Βερολίνο από το 1933 έως το 1937, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο William E. Dodd ήταν ένας καθηγητής Ιστορίας που ζούσε μια συντηρητική ζωή στις ΗΠΑ, κλείνοντας τις ημέρες του με ένα ποτήρι γάλα και λίγη κομπόστα ροδάκινο, συνοδεύοντάς τα συχνά με ένα καλό βιβλίο αμέσως πριν τον πάρει ο ύπνος. Είναι απίθανο το πώς αυτός ο μειλίχιος τύπος βρέθηκε ξαφνικά να είναι πρέσβης των ΗΠΑ στο Βερολίνο του 1933. Το βαρύ ακαδημαϊκό του πρόγραμμα δεν του άφηνε αρκετό χρόνο για να τελειώσει το έργο του Ο Παλαιός Νότος και έτσι του ήρθε η φαεινή ιδέα να κυνηγήσει έναν διορισμό σε κάποιο ήσυχο πόστο πρεσβευτή, κατά προτίμηση στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία. Και όλα αυτά, παρά την ανύπαρκτη πολιτική ή διπλωματική του εμπειρία. Και ενώ μια σειρά τυχαίων περιστατικών θα εμπόδιζε την πλήρωση της πρεσβευτικής θέσης στο Βερολίνο, η βιασύνη τού Ρούζβελτ να διορίσει επειγόντως έναν πρέσβη στη Γερμανία και η παρερμηνεία των προθέσεων του Dodd από έναν φίλο του που βρισκόταν στο περιβάλλον του Προέδρου, έφεραν τον Dodd ως πρέσβη στη γερμανική πρωτεύουσα.
Το κωμικοτραγικό, φυσικά, είναι πως ο Dodd ήθελε να πάει στην Ευρώπη για να έχει την ησυχία του. Και τελικά βρέθηκε στο πιο ταραχώδες μέρος του κόσμου: στη ναζιστική Γερμανία. «Στον Κήπο με τα Θηρία» δηλαδή, από το γνωστό πάρκο Tiergarten που βρισκόταν απέναντι από την οικία των Dodd. Ο Dodd φαινόταν τόσο αταίριαστος με το πόστο και η τοποθέτησή του ήταν συνάρτηση τόσων τυχαίων γεγονότων, ώστε να κυκλοφορούν την εποχή εκείνη στο διπλωματικό σώμα διάφορα σχετικά ανέκδοτα. Ένα από τα πιο δημοφιλή ήταν εκείνο που έκανε λόγο για τον «Dodd του τηλεφωνικού καταλόγου», σύμφωνα με το οποίο ο Ρούσβελτ ήθελε να διορίσει κάποιον συνονόματο του Dodd από το Yale, ονόματι Walter F. Dodd, αλλά επέλεξε λάθος όνομα στον τηλεφωνικό κατάλογο.
Και προκύπτει έτσι ένα βιβλίο 600 σελίδων, γεμάτο πραγματικά περιστατικά από αυτό το παράδοξο ταξίδι του πρέσβη και της οικογένειάς του. Ο Larson έχει ανατρέξει σε μια σειρά από πηγές, όπως είναι το Ημερολόγιο του πρέσβη, τα απομνημονεύματα της κόρης του, έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας του Βερολίνου επί θητείας Dodd και γραπτές αφηγήσεις από ανθρώπους του κύκλου της οικογενείας Dodd. Στις πηγές του συμπεριλαμβάνονται επίσης ένας προπολεμικός Οδηγός της πόλης του Βερολίνου και τα σχέδια της οικίας που έμεναν οι Dodd στο Βερολίνο, ενώ πρόσφατα ιστορικά πονήματα σχετικά με τη δράση των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών τον βοήθησαν να ρίξει φως στη σχέση που είχε η κόρη του πρέσβη, Μάρθα, με τον σημαντικότερο εραστή της στο Βερολίνο, ο οποίος ήταν επίσης στέλεχος της σοβιετικής πρεσβείας και μυστικός πράκτορας (η ίδια η Μάρθα, άλλωστε, φαίνεται πως στρατολογήθηκε αργότερα από τους Σοβιετικούς).
Η χρήση πηγών με μια επιστημονική προσήλωση, η μυθιστορηματική γραφή και η χρήση μόνο πραγματικών περιστατικών σε κάτι που μοιάζει με μυθιστόρημα, συντελούν στη δημιουργία ενός περίεργου υβριδίου. Δεν έχουμε τελικά να κάνουμε με ένα βιβλίο Ιστορίας, ούτε όμως και με ένα μυθιστόρημα, ενώ δεν πρόκειται ούτε για ένα κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα. Αλλού περιγράφεται ως «μυθιστόρημα», στους New York Times χαρακτηρίστηκε ως «novelistic history», ενώ σε άλλες περιπτώσεις αναφέρεται ως «narrative non-fiction». Ενδεικτική είναι η αίσθηση που αποκόμισε από το βιβλίο ο Philip Kerr, ο οποίος έγραψε στην Washington Post: «καθώς το διάβαζα, σε διάφορες περιπτώσεις έπρεπε να σταματήσω και να ελέγξω για να σιγουρευτώ ότι στ’ αλήθεια επρόκειτο για ένα μη μυθιστορηματικό έργο. Είναι όντως - και είναι υπέροχο. Στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσες να το επινοήσεις ως μυθιστόρημα, γιατί κανείς δε θα σε πίστευε».
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πάντως, ο Larson ανασυνέθεσε αυτήν την απίστευτη ιστορία των Dodd στο Βερολίνο, μέρα με τη μέρα. Η ιστορία τους περιελάμβανε από κοκτέιλ πάρτι και βραδιές γεμάτες σεξ για τη Μάρθα, έως διπλωματικά επεισόδια και πολιτικά γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας. Οι Dodd έζησαν τα πάντα. Η οικογένεια βίωσε από κοντά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Ο πατέρας Dodd γνώρισε το Χίτλερ ως πρέσβης, η κόρη Dodd τον γνώρισε ως κορίτσι των κοσμικών κύκλων. Η Μάρθα, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των αρχών, κατάφερε και ήταν στα μπροστινά έδρανα της δίκης του Ράιχσταγκ, ακούγοντας την αγόρευση του Δημητρόφ.
Η Μάρθα ίσως είναι το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Μοιάζει με μια αφελή νεαρή αμερικανίδα, η οποία ελάχιστα ασχολείται με την πολιτική. Η ιστορία της έχει μεγάλη συμβολική αξία. Γοητεύεται από την αισθητική του φασισμού, μένει προσκολλημένη στα επιφανειακά του στοιχεία. Δε θέλει να ακούει για φήμες περί στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα οποία άλλωστε βρίσκονται κάπου μακριά. Δεν πιστεύει τις ιστορίες για τα φρικτά βασανιστήρια αντιφρονούντων σε αυτοσχέδιες φυλακές που έχουν φτιάξει τα SA σε υπόγεια του Βερολίνου. Προτιμά να θαυμάζει τους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους, να γλυκοκοιτάζει τους όμορφους ξανθούς νεαρούς των SS ή των SA και να ακούει στα πάρτι της τα επιβλητικά εμβατήρια των ναζί.
Η συνειδητοποίηση ήταν μια αργή διαδικασία. Δεν ήρθε ούτε καν κατά τη διάρκεια της εκδρομής της στη Νυρεμβέργη, τον Αύγουστο του 1933. Σε μια ναζιστική φιέστα στους δρόμους της πόλης, η Μάρθα φώναζε Heil μαζί με τους Γερμανούς, συνεπαρμένη από την ενέργεια του βραδινού πλήθους, όταν κατάλαβε πως αυτό το πλήθος είχε ένα κεντρικό σημείο αναφοράς. Ήταν μια κακοποιημένη κοπέλα, η οποία στηριζόταν στα πόδια της με το ζόρι από δύο άντρες των SA ώστε να φαίνεται η ταμπέλα που της είχαν κρεμάσει («ΔΟΘΗΚΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΒΡΑΙΟ»), ενώ η μουσική μιας μπάντας και τα άγρια γέλια του πλήθους τη συνόδευαν. Το όνομά της ήταν Άννα Ρατ. Χιλιάδες εναντίον μίας. Το πρόσωπο του φασισμού. Η Μάρθα σοκαρίστηκε, αλλά δεν άλλαξε ακόμα γνώμη για το καθεστώς. Η σαγήνη του φασισμού είναι μεγάλη και άλλωστε πολλοί από μας κρύβουμε έναν αντισημίτη μέσα μας: «ήμουν ελαφρώς αντισημίτισσα: έβρισκα αποδεκτή την αντίληψη ότι οι Εβραίοι δεν ήταν εξίσου θελκτικοί ή κοινωνικά επιθυμητοί σε σχέση με τους μη Εβραίους».
Μόνο την άνοιξη του ’34 άρχισε να βλέπει καθαρά. Να καταλαβαίνει πως στην αρχή ο φασισμός κυνηγάει τους «άλλους», μετά όλους. Αρχικά ήταν οι Εβραίοι. Ύστερα οι αντιφρονούντες. Μετά οι αμερικάνοι επισκέπτες της χώρας (πάμπολλες επιθέσεις εναντίον τους!). Έπειτα, ο αρχηγός της Gestapo και φίλος τής Μάρθας, Rudolf Diels, στο πλαίσιο εσωναζιστικών εκκαθαρίσεων. Και μετά, όλοι. Τα στοιχεία που παραθέτει ο Larson, ανατρέχοντας σε σχετική μελέτη, είναι αποκαλυπτικά: «μια μελέτη των ναζιστικών αρχείων αποκάλυψε ότι, σε ένα δείγμα 213 καταγγελιών, το 37% στην πραγματικότητα δεν σχετιζόταν με τις φανατικές πολιτικές απόψεις, αλλά με προσωπικές διαμάχες των οποίων η αφορμή ήταν συνήθως τρομακτικά επουσιώδης. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 1933, ο υπάλληλος ενός μπακάλικου κατέδωσε έναν πελάτη που είχε επιμείνει πεισματικά ότι του όφειλαν τρία πφένινγκ ρέστα. Ο υπάλληλος τον κατηγόρησε ότι δεν πλήρωνε τους φόρους του. Οι Γερμανοί κατέδιδαν ο ένας τον άλλον με τόση προθυμία» (η παράθεση ιστορικών στοιχείων και μελετών που διακόπτουν την κατάλληλη στιγμή την αφήγηση, είναι σίγουρα ένα από τα πλεονεκτήματα αυτού του βιβλίου).
Η Μάρθα άργησε να δει, αλλά είδε αυτό που ο γερμανικός λαός κατάλαβε πλήρως μόλις το 1945. Οι κοινωνίες μας όμως, με τα λόγια του αμφιλεγόμενου φον Πάπεν για το ναζισμό όπως τα παραθέτει ο Larson, πρέπει να αποκτούν άμεσα μια «επίγνωση του εγωισμού, της έλλειψης αρχών, της ανειλικρίνειας, της τιποτένιας συμπεριφοράς, της αλαζονείας» που μπορεί να κυριαρχούν «με την επίφαση της επανάστασης».
Αυτοί που κρύβουν τις εγκληματικές τους ενέργειες πίσω από την επίφαση της «εθνικής επανάστασης», πίσω από την αδικία που υφίσταται η χώρα σήμερα και πίσω από την πληγωμένη εθνική μας υπερηφάνεια, δεν έμαθαν τίποτα από την ιστορική εμπειρία. Παρά την αυτοπεποίθηση που τους δίνει η συγκυρία και η δράση μέσα στον όχλο, σύντομα θα νιώσουν και αυτοί ανασφαλείς. Η Μάρθα, χωρίς αυταπάτες πια το καλοκαίρι του ‘34, περιέγραψε με μία φράση αυτήν τη διάχυτη ανασφάλεια που επικρατεί, όταν ξεκινά το ατελείωτο κυνήγι ανθρώπων. Μετά τις μαζικές εκκαθαρίσεις της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, η εξάπλωση του φόβου πάνω από όλους για την τύχη των ιδίων και για την τύχη των οικείων τους, εκφράστηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα από το μήνυμα που έστελνε ο ένας στον άλλον: «είσαι ακόμα ζωντανός;».