Tης Σίας Αναγνωστοπούλου*
Φέτος συμπληρώθηκαν ενενήντα χρόνια από τη μεγάλη περιπέτεια που άρχισε το 1919 και ολοκληρώθηκε δραματικά το 1922, με μια εθνική καταστροφή: τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η πυρκαγιά στην πόλη-θρύλο ευμάρειας και κοσμοπολιτισμού, τη Σμύρνη, και τα ανθρώπινα ράκη στο λιμάνι της που, κυνηγημένα από τον τουρκικό στρατό, αναζητούσαν μια θέση στην ελπίδα, συνιστούν τις κορυφαίες στιγμές της επώδυνης βαλκανικής, εθνοποιητικής διαδικασίας που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και ολοκληρώθηκε με προσφυγιά, πολύ αίμα και μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών το 1922. Όμως, παρά το ότι το 1922 εντάσσεται στην ευρύτερη βαλκανική διαδικασία, στην οποία το τελευταίο έθνος-κράτος ήταν η Τουρκία, έχει και κάποιες άλλες διαστάσεις που το καθιστούν εμβληματική χρονολογία. Το 1922 συναντήθηκαν στη Μικρά Ασία συμπυκνωμένα στοιχεία πολλών και σύνθετων παγκόσμιων ιστορικών φαινομένων που ακούμπαγαν σε πολλούς κόσμους (αποικιακός ιμπεριαλισμός και αντιιμπεριαλισμός, εθνικισμός και αντιαποικισμός) που ωστόσο εκφράσθηκαν τελικά ως μια, μέχρι θανάτου, ελληνοτουρκική σύγκρουση.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε το οριστικό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: για τις παραδοσιακές, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής έμενε προς διευθέτηση ένας μεγάλος χώρος, ενώ για μια νέα δύναμη, τις ΗΠΑ, προσφερόταν προς εξάσκηση της παγκόσμιας εμβέλειάς της. Από την άλλη, ωστόσο, η πτώση και ο διαμοιρασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στις Δυνάμεις συσπείρωσε δυναμικά για πρώτη φορά τον αποικιοκρατούμενο –μουσουλμανικό και όχι μόνο– κόσμο, για τον οποίο η κατάκτηση της έδρας του χαλίφη (Κωνσταντινούπολη) σηματοδοτούσε την πλήρη ταπείνωση του αποικιοκρατούμενου κόσμου. Αυτή η αντιαποικιακή, αντιιμπεριαλιστική δυναμική συναντιόταν με την άλλη μεγάλη δυναμική που γεννήθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και άλλαξε τους όρους της παγκόσμιας Ιστορίας. Η Μικρά Ασία λοιπόν, το τελευταίο αυτό οθωμανικό έδαφος, αποτέλεσε τον κρίσιμο, συμβολικό και πραγματικό χώρο, στον οποίο δοκιμαζόταν η ικανότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να διευθετούν τους κενούς χώρους με τα αποικιακά, ιμπεριαλιστικά εργαλεία που επί 70 χρόνια χρησιμοποιούσαν, υπό την πίεση ωστόσο που ασκούσε πλέον η σύνθετη, νέα, αντιιμπεριαλιστική δυναμική. Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο θα εξελισσόταν η αναμέτρηση της Ελλάδας, η οποία στο όνομα της ελληνικότητας του πληθυσμού των μικρασιατικών παραλίων, διεκδικούσε την επέκτασή της στη Μικρά Ασία, με τους Τούρκους εθνικιστές, οι οποίοι, στο όνομα της επιβίωσης του τουρκικού έθνους, διεκδικούσαν τη δημιουργία τουρκικού κράτους. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν, με διαφορετικά ιδεολογικά οχήματα η καθεμιά, να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που πρόσφερε το σύνθετο πλαίσιο της εποχής.
Η Μεγάλη Ιδέα ως ιδεολογική ομπρέλα
Το ιδεολογικό όχημα της Ελλάδας ήταν η Μεγάλη Ιδέα, κράμα ρομαντισμού, αντιδιαφωτισμού και ακραίου εθνικισμού αφενός, και μιας στυγνά ρεαλιστικής, (μεγαλο)αστικής καπιταλιστικής αντίληψης αφετέρου, στην οποία μεταφραζόταν στο τοπικό, εθνικό ιδίωμα η κυρίαρχη αποικιακή, ιμπεριαλιστική ιδεολογία. Η Μεγάλη Ιδέα, ως ιδεολογική ομπρέλα, νομιμοποιούσε εθνικά τη μεγάλη αποστολή (απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού) ενός μικρού κράτους, επένδυε με εθνικό δίκαιο τη διεκδίκηση για ένα ισχυρό, καπιταλιστικό και εκσυγχρονιστικό κράτος. Συγχρόνως τροφοδοτούσε ένα ακραία εθνικιστικό, δυνάμει αντιεκσυγχρονιστικό ρεύμα, το οποίο άλλοτε κινητοποιούσε άλλοτε προσπαθούσε να περιορίσει, όταν αυτό ξεπέρναγε τις ρεαλιστικές στοχεύσεις και δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το κράτος έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Μεγάλη Ιδέα εκφράστηκε σε όλο της το μεγαλείο, με όλες τις φανερές και υπόγειες εκδοχές της, την περίοδο 1919-1922 στη Μικρά Ασία. Στην πρώτη φάση, το 1919-1921, ο Ελ. Βενιζέλος, έχοντας στη διάθεσή του το μεγάλο κεφάλαιο, του οποίου τα συμφέροντα επέβαλλαν εκτεταμένες εθνικές, στρατιωτικές επενδύσεις, τη νομιμοποίηση που του πρόσφερε ο ελληνικός πληθυσμός των παραλίων, και στο πλευρό του τις Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι ανάγκες στην περιοχή συνέπιπταν εκείνη τη στιγμή με τις ελληνικές ανάγκες, ανέλαβε να πραγματοποιήσει τη μεγάλη αποστολή. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), υπογεγραμμένη από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ελλάδα βόλεψε άνετα τα δικά της εθνικά όνειρα σε ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι που εκ των πραγμάτων την ξεπερνούσε. Η περιλάλητη Σμύρνη –και όχι μόνο– ήταν πλέον ελληνική, και η Ελλάδα μια ισχυρή χώρα, σε άμεση συνομιλία με τους ισχυρούς της εποχής. Ο Βενιζέλος, μαέστρος της αρχής των συμπλεόντων συμφερόντων, ενέταξε την διφορούμενη εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων περί εφαρμογής των όρων ειρήνης στην περιοχή στους συμβολισμούς της Μεγάλης Ιδέας και στις προσδοκίες με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο ελληνικός λαός.
Η μικρή και η μεγάλη εικόνα: Κεμάλ και Λένιν
Η Ελλάδα εγκλωβίστηκε, σχεδόν ευθύς εξαρχής, στο παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που την έκανε να χάσει και τη μεγάλη και τη μικρή εικόνα του κόσμου. Η μεγάλη εικόνα ήταν ο Λένιν και ο αποικιοκρατούμενος κόσμος. Τα υπομνήματα διαμαρτυρίας των αποικιοκρατούμενων μουσουλμάνων, για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, καθιστούσαν την Ελλάδα τον εύκολο στόχο για την εκτόνωση της κρίσης που απειλούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις στις αποικίες τους. Η μικρή εικόνα ήταν η ίδια η πραγματικότητα της Μικράς Ασίας: ο τουρκικός εθνικισμός που, ενώ συγκροτείτο καταρχάς εναντίον των κατοχικών Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, επικεντρωνόταν σταδιακά μετά την απόβαση στους Έλληνες. Για τον κομμουνιστικό, τον αποικιοκρατούμενο αλλά και τον τουρκικό εθνικιστικό κόσμο, η Ελλάδα υποδεικνυόταν, για διαφορετικούς λόγους και με άλλες ιδεολογικές αφετηρίες, ως η αιχμή του δόρατος του ιμπεριαλισμού στη Μικρά Ασία.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο «τρομοκράτης της εποχής» κατά τον δυτικό κόσμο, και σε σύγκρουση με την υποταγμένη στις Μεγάλες Δυνάμεις οθωμανική ηγεσία, αγνόησε τη διεθνή Συνθήκη των Σεβρών και συγκρότησε εθνικό κίνημα, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, την απειλή για τη «Δύση» που αποτελούσε ο Λένιν, καθώς και το βάρος, ηθικό και πραγματικό, του αποικιοκρατούμενου κόσμου. Με όχημα τις μεγάλες αξίες περί εθνικών δικαίων και ελευθερίας των λαών εναντιώθηκε στον ιμπεριαλισμό, χρησιμοποιώντας βέβαια τις δοκιμασμένες ιμπεριαλιστικές μεθόδους «εκκαθάρισης» των πληθυσμών που αντιστέκονταν στο κίνημά του. Το πραγματικό πρόβλημα, η επιβίωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών (και των ελληνικών) στη Μικρά Ασία που δεν ήταν πλέον οθωμανική, χανόταν ανάμεσα στις αντιθέσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας ή της Ιταλίας, και στις εθνικιστικές εξάρσεις Ελλήνων και Τούρκων.
Μέχρι τα τέλη του 1920, ο Βενιζέλος στην εξουσία κατόρθωσε να ελέγξει σχετικά τη μικρασιατική περιπέτεια, εφαρμόζοντας μια αποικιοκρατικού χαρακτήρα, φιλελεύθερη πατερναλιστική διοίκηση στη Σμύρνη, με στόχο τη συναίνεση όλων των ντόπιων πληθυσμών και την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική διοίκηση. Βέβαια, μια τέτοια πολιτική σε μια περιοχή σε πλήρη διαδικασία εθνικής συγκρότησης δεν θα ήταν για καιρό αποτελεσματική. Από το 1921 και μετά, οι πολυπλοκότητες αυτής της σύνθετης εποχής έπαιρναν πλέον σάρκα και οστά, και η Συνθήκη των Σεβρών έμοιαζε με ξεπερασμένο όραμα μιας άλλης εποχής, τότε που το αποικιοκρατικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού ήταν η μοναδική εφικτή πραγματικότητα. Η συμμαχία Λένιν-Κεμάλ, οι πιέσεις από τον αποικιοκρατούμενο κόσμο, καθώς και η κοινή γνώμη που διαμορφωνόταν στον δυτικό κόσμο υπέρ του τουρκικού κινήματος, υποχρέωσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να σπάσουν και επισήμως το ενιαίο μέτωπο, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν.
Το κόστος της καταστροφής και μια ανώδυνη κάθαρση
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 έδωσε την ευκαιρία στην πιο ακραία μορφή της Μεγάλης Ιδέας να αναλάβει την υπόθεση της Μικράς Ασίας. Κι εκεί χάθηκε οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα. Έτσι, ενώ η νέα εποχή επέβαλε την άμεση απόσυρση του ελληνικού στρατού και τη διαπραγμάτευση για τη σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, ο ελληνικός στρατός, εμπνεόμενος από την αυτοκρατορική λογική της Κόκκινης Μηλιάς, επιδόθηκε σε έναν επεκτατικό πόλεμο που τον ωθούσε συνεχώς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στο πλαίσιο αυτής της αυτοκρατορικής λογικής, ένας πόλεμος στον οποίο διακυβευόταν η επιβίωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μετατράπηκε σε σύγκρουση δύο προαιώνιων εθνικών εχθρών: Ελλήνων και Τούρκων. Ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι της εποχής είχε συρρικνωθεί στα όρια ενός εθνικού, μέχρις εσχάτων, ελληνοτουρκικού πολέμου, με θύματα τους Μικρασιάτες που «περίσσευαν» ξαφνικά ως άνθρωποι. Όσοι γλίτωσαν τον θάνατο και την προσφυγιά έγιναν ανταλλάξιμα προϊόντα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η Καταστροφή είχε τέτοιο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό και συμβολικό κόστος, που η κάθαρση του δράματος κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ελάχιστη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Το αστικό κατεστημένο, που επί χρόνια συγκροτούσε και αναπαρήγαγε την εξουσία του στο όνομα της μεγάλης αποστολής, κινδύνευε να φορτωθεί την καταστροφή. Προχώρησε λοιπόν σε μια γρήγορη, εύκολη και ανώδυνη για το ίδιο αυτοκάθαρση. Με την εκτέλεση των «Εξ» αποτρεπόταν ένας μεγάλος κίνδυνος: η κατάρρευση του αστικού κράτους, των θεσμών και της κοινωνίας μπροστά στο μεγάλο χτύπημα. Ταυτόχρονα, το κατεστημένο αυτό διαχειρίστηκε και την παταγώδη ιδεολογική αποτυχία του. Η Μεγάλη Ιδέα απονομιμοποιήθηκε πολιτικά, μεταλλάχθηκε όμως σε ένα βαθύ, ιδεολογικό υπόστρωμα, το οποίο διεκδίκησε υπερταξικότητα: ο ελληνισμός συρρικνώνεται ή καταστρέφεται, όχι εξαιτίας της ιδεολογίας και της πολιτικής της ηγεσίας του, αλλά εξαιτίας των εχθρών του. Οι εχθροί αλλάζουν ανάλογα με την εποχή: οι Τούρκοι για όλες τις εποχές, οι κομμουνιστές κάποτε (και τώρα;), οι μετανάστες σήμερα. Αυτό το βαθύ υπόστρωμα εξέθρεψε κάποτε την εθνικοφροσύνη και το παρακράτος, «λουλούδια» που το αστικό κατεστημένο ύπουλα και υπόγεια εξέθρεψε, όταν, μπροστά στην ιδεολογική και πολιτική του αδυναμία να αναπαραχθεί δημοκρατικά σε μια κοινωνία που αμφισβητούσε την ηγεμονία του, έκανε την εθνικοφροσύνη το κρυφό (ή και φανερό) δεκανίκι του για να επιβάλλεται αυταρχικά, εν ονόματι του εθνικού κινδύνου. Κι αυτό ασχέτως αν έτσι κινδύνευε και το ίδιο με αφανισμό, όταν το παρακράτος υποδείκνυε τη δημοκρατία ως τον μοναδικό φορέα προβλημάτων.
Σήμερα: η κατάρρευση της νέας μεγάλης ιδέας
Ενενήντα χρόνια μετά, όταν η νέα μεγάλη ιδέα –η «ισχυρή Ελλάδα»– του σημερινού πολιτικού κατεστημένου κατέρρευσε, το σκοτεινό υπόστρωμα της νέας εθνικοφροσύνης βγαίνει απειλητικά στο προσκήνιο. Το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο ευθύνεται για τη νέα καταστροφή, χρησιμοποίησε ξεδιάντροπα, για τη δική του σωτηρία, τους δημοκρατικούς θεσμούς εναντίον της κοινωνίας, ανοίγοντας έτσι την κερκόπορτα για την επανεμφάνιση της εθνικοφροσύνης σε νέα επιθετική μορφή: Χρυσή Αυγή. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, οι κόμποι της όμως αναπαράγονται όταν δεν λύνονται. Τον κόμπο της νέας εθνικοφροσύνης είμαστε υποχρεωμένοι να τον λύσουμε οριστικά, και όλοι μαζί, αποκαθιστώντας τους θεσμούς, την ουσία και τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Ο ακραίος και ρατσιστικός εθνικισμός, η Μεγάλη Ιδέα, η παλιά και νέα εθνικοφροσύνη, ήταν και παραμένουν ο μεγαλύτερος εχθρός του έθνους.
*H Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Φέτος συμπληρώθηκαν ενενήντα χρόνια από τη μεγάλη περιπέτεια που άρχισε το 1919 και ολοκληρώθηκε δραματικά το 1922, με μια εθνική καταστροφή: τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η πυρκαγιά στην πόλη-θρύλο ευμάρειας και κοσμοπολιτισμού, τη Σμύρνη, και τα ανθρώπινα ράκη στο λιμάνι της που, κυνηγημένα από τον τουρκικό στρατό, αναζητούσαν μια θέση στην ελπίδα, συνιστούν τις κορυφαίες στιγμές της επώδυνης βαλκανικής, εθνοποιητικής διαδικασίας που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα και ολοκληρώθηκε με προσφυγιά, πολύ αίμα και μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών το 1922. Όμως, παρά το ότι το 1922 εντάσσεται στην ευρύτερη βαλκανική διαδικασία, στην οποία το τελευταίο έθνος-κράτος ήταν η Τουρκία, έχει και κάποιες άλλες διαστάσεις που το καθιστούν εμβληματική χρονολογία. Το 1922 συναντήθηκαν στη Μικρά Ασία συμπυκνωμένα στοιχεία πολλών και σύνθετων παγκόσμιων ιστορικών φαινομένων που ακούμπαγαν σε πολλούς κόσμους (αποικιακός ιμπεριαλισμός και αντιιμπεριαλισμός, εθνικισμός και αντιαποικισμός) που ωστόσο εκφράσθηκαν τελικά ως μια, μέχρι θανάτου, ελληνοτουρκική σύγκρουση.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε το οριστικό τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: για τις παραδοσιακές, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής έμενε προς διευθέτηση ένας μεγάλος χώρος, ενώ για μια νέα δύναμη, τις ΗΠΑ, προσφερόταν προς εξάσκηση της παγκόσμιας εμβέλειάς της. Από την άλλη, ωστόσο, η πτώση και ο διαμοιρασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στις Δυνάμεις συσπείρωσε δυναμικά για πρώτη φορά τον αποικιοκρατούμενο –μουσουλμανικό και όχι μόνο– κόσμο, για τον οποίο η κατάκτηση της έδρας του χαλίφη (Κωνσταντινούπολη) σηματοδοτούσε την πλήρη ταπείνωση του αποικιοκρατούμενου κόσμου. Αυτή η αντιαποικιακή, αντιιμπεριαλιστική δυναμική συναντιόταν με την άλλη μεγάλη δυναμική που γεννήθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση και άλλαξε τους όρους της παγκόσμιας Ιστορίας. Η Μικρά Ασία λοιπόν, το τελευταίο αυτό οθωμανικό έδαφος, αποτέλεσε τον κρίσιμο, συμβολικό και πραγματικό χώρο, στον οποίο δοκιμαζόταν η ικανότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να διευθετούν τους κενούς χώρους με τα αποικιακά, ιμπεριαλιστικά εργαλεία που επί 70 χρόνια χρησιμοποιούσαν, υπό την πίεση ωστόσο που ασκούσε πλέον η σύνθετη, νέα, αντιιμπεριαλιστική δυναμική. Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο θα εξελισσόταν η αναμέτρηση της Ελλάδας, η οποία στο όνομα της ελληνικότητας του πληθυσμού των μικρασιατικών παραλίων, διεκδικούσε την επέκτασή της στη Μικρά Ασία, με τους Τούρκους εθνικιστές, οι οποίοι, στο όνομα της επιβίωσης του τουρκικού έθνους, διεκδικούσαν τη δημιουργία τουρκικού κράτους. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν, με διαφορετικά ιδεολογικά οχήματα η καθεμιά, να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που πρόσφερε το σύνθετο πλαίσιο της εποχής.
Η Μεγάλη Ιδέα ως ιδεολογική ομπρέλα
Το ιδεολογικό όχημα της Ελλάδας ήταν η Μεγάλη Ιδέα, κράμα ρομαντισμού, αντιδιαφωτισμού και ακραίου εθνικισμού αφενός, και μιας στυγνά ρεαλιστικής, (μεγαλο)αστικής καπιταλιστικής αντίληψης αφετέρου, στην οποία μεταφραζόταν στο τοπικό, εθνικό ιδίωμα η κυρίαρχη αποικιακή, ιμπεριαλιστική ιδεολογία. Η Μεγάλη Ιδέα, ως ιδεολογική ομπρέλα, νομιμοποιούσε εθνικά τη μεγάλη αποστολή (απελευθέρωση του αλύτρωτου ελληνισμού) ενός μικρού κράτους, επένδυε με εθνικό δίκαιο τη διεκδίκηση για ένα ισχυρό, καπιταλιστικό και εκσυγχρονιστικό κράτος. Συγχρόνως τροφοδοτούσε ένα ακραία εθνικιστικό, δυνάμει αντιεκσυγχρονιστικό ρεύμα, το οποίο άλλοτε κινητοποιούσε άλλοτε προσπαθούσε να περιορίσει, όταν αυτό ξεπέρναγε τις ρεαλιστικές στοχεύσεις και δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το κράτος έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Μεγάλη Ιδέα εκφράστηκε σε όλο της το μεγαλείο, με όλες τις φανερές και υπόγειες εκδοχές της, την περίοδο 1919-1922 στη Μικρά Ασία. Στην πρώτη φάση, το 1919-1921, ο Ελ. Βενιζέλος, έχοντας στη διάθεσή του το μεγάλο κεφάλαιο, του οποίου τα συμφέροντα επέβαλλαν εκτεταμένες εθνικές, στρατιωτικές επενδύσεις, τη νομιμοποίηση που του πρόσφερε ο ελληνικός πληθυσμός των παραλίων, και στο πλευρό του τις Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι ανάγκες στην περιοχή συνέπιπταν εκείνη τη στιγμή με τις ελληνικές ανάγκες, ανέλαβε να πραγματοποιήσει τη μεγάλη αποστολή. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920), υπογεγραμμένη από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ελλάδα βόλεψε άνετα τα δικά της εθνικά όνειρα σε ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι που εκ των πραγμάτων την ξεπερνούσε. Η περιλάλητη Σμύρνη –και όχι μόνο– ήταν πλέον ελληνική, και η Ελλάδα μια ισχυρή χώρα, σε άμεση συνομιλία με τους ισχυρούς της εποχής. Ο Βενιζέλος, μαέστρος της αρχής των συμπλεόντων συμφερόντων, ενέταξε την διφορούμενη εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων περί εφαρμογής των όρων ειρήνης στην περιοχή στους συμβολισμούς της Μεγάλης Ιδέας και στις προσδοκίες με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ο ελληνικός λαός.
Η μικρή και η μεγάλη εικόνα: Κεμάλ και Λένιν
Η Ελλάδα εγκλωβίστηκε, σχεδόν ευθύς εξαρχής, στο παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που την έκανε να χάσει και τη μεγάλη και τη μικρή εικόνα του κόσμου. Η μεγάλη εικόνα ήταν ο Λένιν και ο αποικιοκρατούμενος κόσμος. Τα υπομνήματα διαμαρτυρίας των αποικιοκρατούμενων μουσουλμάνων, για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, καθιστούσαν την Ελλάδα τον εύκολο στόχο για την εκτόνωση της κρίσης που απειλούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις στις αποικίες τους. Η μικρή εικόνα ήταν η ίδια η πραγματικότητα της Μικράς Ασίας: ο τουρκικός εθνικισμός που, ενώ συγκροτείτο καταρχάς εναντίον των κατοχικών Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, επικεντρωνόταν σταδιακά μετά την απόβαση στους Έλληνες. Για τον κομμουνιστικό, τον αποικιοκρατούμενο αλλά και τον τουρκικό εθνικιστικό κόσμο, η Ελλάδα υποδεικνυόταν, για διαφορετικούς λόγους και με άλλες ιδεολογικές αφετηρίες, ως η αιχμή του δόρατος του ιμπεριαλισμού στη Μικρά Ασία.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο «τρομοκράτης της εποχής» κατά τον δυτικό κόσμο, και σε σύγκρουση με την υποταγμένη στις Μεγάλες Δυνάμεις οθωμανική ηγεσία, αγνόησε τη διεθνή Συνθήκη των Σεβρών και συγκρότησε εθνικό κίνημα, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, την απειλή για τη «Δύση» που αποτελούσε ο Λένιν, καθώς και το βάρος, ηθικό και πραγματικό, του αποικιοκρατούμενου κόσμου. Με όχημα τις μεγάλες αξίες περί εθνικών δικαίων και ελευθερίας των λαών εναντιώθηκε στον ιμπεριαλισμό, χρησιμοποιώντας βέβαια τις δοκιμασμένες ιμπεριαλιστικές μεθόδους «εκκαθάρισης» των πληθυσμών που αντιστέκονταν στο κίνημά του. Το πραγματικό πρόβλημα, η επιβίωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών (και των ελληνικών) στη Μικρά Ασία που δεν ήταν πλέον οθωμανική, χανόταν ανάμεσα στις αντιθέσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας ή της Ιταλίας, και στις εθνικιστικές εξάρσεις Ελλήνων και Τούρκων.
Μέχρι τα τέλη του 1920, ο Βενιζέλος στην εξουσία κατόρθωσε να ελέγξει σχετικά τη μικρασιατική περιπέτεια, εφαρμόζοντας μια αποικιοκρατικού χαρακτήρα, φιλελεύθερη πατερναλιστική διοίκηση στη Σμύρνη, με στόχο τη συναίνεση όλων των ντόπιων πληθυσμών και την εμπιστοσύνη τους στην ελληνική διοίκηση. Βέβαια, μια τέτοια πολιτική σε μια περιοχή σε πλήρη διαδικασία εθνικής συγκρότησης δεν θα ήταν για καιρό αποτελεσματική. Από το 1921 και μετά, οι πολυπλοκότητες αυτής της σύνθετης εποχής έπαιρναν πλέον σάρκα και οστά, και η Συνθήκη των Σεβρών έμοιαζε με ξεπερασμένο όραμα μιας άλλης εποχής, τότε που το αποικιοκρατικό πρόσωπο του ιμπεριαλισμού ήταν η μοναδική εφικτή πραγματικότητα. Η συμμαχία Λένιν-Κεμάλ, οι πιέσεις από τον αποικιοκρατούμενο κόσμο, καθώς και η κοινή γνώμη που διαμορφωνόταν στον δυτικό κόσμο υπέρ του τουρκικού κινήματος, υποχρέωσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να σπάσουν και επισήμως το ενιαίο μέτωπο, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν.
Το κόστος της καταστροφής και μια ανώδυνη κάθαρση
Η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 έδωσε την ευκαιρία στην πιο ακραία μορφή της Μεγάλης Ιδέας να αναλάβει την υπόθεση της Μικράς Ασίας. Κι εκεί χάθηκε οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα. Έτσι, ενώ η νέα εποχή επέβαλε την άμεση απόσυρση του ελληνικού στρατού και τη διαπραγμάτευση για τη σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, ο ελληνικός στρατός, εμπνεόμενος από την αυτοκρατορική λογική της Κόκκινης Μηλιάς, επιδόθηκε σε έναν επεκτατικό πόλεμο που τον ωθούσε συνεχώς στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στο πλαίσιο αυτής της αυτοκρατορικής λογικής, ένας πόλεμος στον οποίο διακυβευόταν η επιβίωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας μετατράπηκε σε σύγκρουση δύο προαιώνιων εθνικών εχθρών: Ελλήνων και Τούρκων. Ένα μεγάλο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι της εποχής είχε συρρικνωθεί στα όρια ενός εθνικού, μέχρις εσχάτων, ελληνοτουρκικού πολέμου, με θύματα τους Μικρασιάτες που «περίσσευαν» ξαφνικά ως άνθρωποι. Όσοι γλίτωσαν τον θάνατο και την προσφυγιά έγιναν ανταλλάξιμα προϊόντα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η Καταστροφή είχε τέτοιο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό και συμβολικό κόστος, που η κάθαρση του δράματος κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ελάχιστη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Το αστικό κατεστημένο, που επί χρόνια συγκροτούσε και αναπαρήγαγε την εξουσία του στο όνομα της μεγάλης αποστολής, κινδύνευε να φορτωθεί την καταστροφή. Προχώρησε λοιπόν σε μια γρήγορη, εύκολη και ανώδυνη για το ίδιο αυτοκάθαρση. Με την εκτέλεση των «Εξ» αποτρεπόταν ένας μεγάλος κίνδυνος: η κατάρρευση του αστικού κράτους, των θεσμών και της κοινωνίας μπροστά στο μεγάλο χτύπημα. Ταυτόχρονα, το κατεστημένο αυτό διαχειρίστηκε και την παταγώδη ιδεολογική αποτυχία του. Η Μεγάλη Ιδέα απονομιμοποιήθηκε πολιτικά, μεταλλάχθηκε όμως σε ένα βαθύ, ιδεολογικό υπόστρωμα, το οποίο διεκδίκησε υπερταξικότητα: ο ελληνισμός συρρικνώνεται ή καταστρέφεται, όχι εξαιτίας της ιδεολογίας και της πολιτικής της ηγεσίας του, αλλά εξαιτίας των εχθρών του. Οι εχθροί αλλάζουν ανάλογα με την εποχή: οι Τούρκοι για όλες τις εποχές, οι κομμουνιστές κάποτε (και τώρα;), οι μετανάστες σήμερα. Αυτό το βαθύ υπόστρωμα εξέθρεψε κάποτε την εθνικοφροσύνη και το παρακράτος, «λουλούδια» που το αστικό κατεστημένο ύπουλα και υπόγεια εξέθρεψε, όταν, μπροστά στην ιδεολογική και πολιτική του αδυναμία να αναπαραχθεί δημοκρατικά σε μια κοινωνία που αμφισβητούσε την ηγεμονία του, έκανε την εθνικοφροσύνη το κρυφό (ή και φανερό) δεκανίκι του για να επιβάλλεται αυταρχικά, εν ονόματι του εθνικού κινδύνου. Κι αυτό ασχέτως αν έτσι κινδύνευε και το ίδιο με αφανισμό, όταν το παρακράτος υποδείκνυε τη δημοκρατία ως τον μοναδικό φορέα προβλημάτων.
Σήμερα: η κατάρρευση της νέας μεγάλης ιδέας
Ενενήντα χρόνια μετά, όταν η νέα μεγάλη ιδέα –η «ισχυρή Ελλάδα»– του σημερινού πολιτικού κατεστημένου κατέρρευσε, το σκοτεινό υπόστρωμα της νέας εθνικοφροσύνης βγαίνει απειλητικά στο προσκήνιο. Το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο ευθύνεται για τη νέα καταστροφή, χρησιμοποίησε ξεδιάντροπα, για τη δική του σωτηρία, τους δημοκρατικούς θεσμούς εναντίον της κοινωνίας, ανοίγοντας έτσι την κερκόπορτα για την επανεμφάνιση της εθνικοφροσύνης σε νέα επιθετική μορφή: Χρυσή Αυγή. Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, οι κόμποι της όμως αναπαράγονται όταν δεν λύνονται. Τον κόμπο της νέας εθνικοφροσύνης είμαστε υποχρεωμένοι να τον λύσουμε οριστικά, και όλοι μαζί, αποκαθιστώντας τους θεσμούς, την ουσία και τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Ο ακραίος και ρατσιστικός εθνικισμός, η Μεγάλη Ιδέα, η παλιά και νέα εθνικοφροσύνη, ήταν και παραμένουν ο μεγαλύτερος εχθρός του έθνους.
*H Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο