Του Νίκου Σαραντάκου
Το καλοκαίρι είχα πει ότι θα βάζω και επαναλήψεις, δηλαδή παλιότερα άρθρα του ιστολογίου, ιδίως όσα είχαν δημοσιευτεί τον πρώτο καιρό, που δεν είχαμε ακόμα τόσο πολλούς επισκέπτες, κι έτσι δεν είναι και πολύ γνωστά. Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα, το είχα δημοσιεύσει την πρώτη βδομάδα ζωής του ιστολογίου και στη συνέχεια το συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία“, οπότε είναι κατάλληλο για επανάληψη ύστερα από τόσον καιρό. Βέβαια, όσην ώρα ετοιμάζω το άρθρο, έχω ένα φριχτό ντεζαβούδι, ότι δηλαδή το έχω ήδη δημοσιέψει δεύτερη φορά στο ιστολόγιο, παρόλο που έκανα πεντέξι αναζητήσεις χωρίς να επιβεβαιωθεί η υποψία μου. Τι να πω, ίσως να οφείλεται στο ότι το άρθρο έχει αναδημοσιευτεί σε πολλούς άλλους ιστότοπους, ακόμα και πρόσφατα. (Κάποια κομμάτια, το ξέρω, τα έχω χρησιμοποιήσει σε άλλα άρθρα, αλλά μόνο κομμάτια). Τέλος πάντων, αν το έχετε ξαναδιαβάσει ζητάω συγνώμη.
Γραμμένο καθώς είναι σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθεί με τον κόσμο του χρήματος και των νομισμάτων. Εννοείται ότι θα κάνουμε διερεύνηση γλωσσική, αν και πρέπει να προειδοποιήσω ότι το θέμα είναι απέραντο, τόσο εκτενές που εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί σχετικό βιβλίο.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πρωταγόρας (μέσω Πλάτωνα) λέει «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δειδη δε χρημάτων και άνευ τούτων
ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε
τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη
μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα
τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το
μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα
γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων
ονομασιών -και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους
αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας
επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα
ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο
«μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του
Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και μερικά χρόνια είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Το καλοκαίρι είχα πει ότι θα βάζω και επαναλήψεις, δηλαδή παλιότερα άρθρα του ιστολογίου, ιδίως όσα είχαν δημοσιευτεί τον πρώτο καιρό, που δεν είχαμε ακόμα τόσο πολλούς επισκέπτες, κι έτσι δεν είναι και πολύ γνωστά. Το άρθρο που θα διαβάσετε σήμερα, το είχα δημοσιεύσει την πρώτη βδομάδα ζωής του ιστολογίου και στη συνέχεια το συμπεριέλαβα και στο βιβλίο μου “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία“, οπότε είναι κατάλληλο για επανάληψη ύστερα από τόσον καιρό. Βέβαια, όσην ώρα ετοιμάζω το άρθρο, έχω ένα φριχτό ντεζαβούδι, ότι δηλαδή το έχω ήδη δημοσιέψει δεύτερη φορά στο ιστολόγιο, παρόλο που έκανα πεντέξι αναζητήσεις χωρίς να επιβεβαιωθεί η υποψία μου. Τι να πω, ίσως να οφείλεται στο ότι το άρθρο έχει αναδημοσιευτεί σε πολλούς άλλους ιστότοπους, ακόμα και πρόσφατα. (Κάποια κομμάτια, το ξέρω, τα έχω χρησιμοποιήσει σε άλλα άρθρα, αλλά μόνο κομμάτια). Τέλος πάντων, αν το έχετε ξαναδιαβάσει ζητάω συγνώμη.
Γραμμένο καθώς είναι σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθεί με τον κόσμο του χρήματος και των νομισμάτων. Εννοείται ότι θα κάνουμε διερεύνηση γλωσσική, αν και πρέπει να προειδοποιήσω ότι το θέμα είναι απέραντο, τόσο εκτενές που εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί σχετικό βιβλίο.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πρωταγόρας (μέσω Πλάτωνα) λέει «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και μερικά χρόνια είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »