Η
αναδρομή στα συνεδριακά ντοκουμέντα του ΚΚΕ από το 1978 μέχρι το τελευταίο
συνέδριό του (2009) θέτει υπό αμφισβήτηση τα λεγόμενα της ηγεσίας του ΚΚΕ περί
«ακλόνητης σταθερότητας» στις πολιτικές αρχές συμμαχιών του κόμματος
Ένας βασικός και σχετικά ασφαλής άξονας γύρω από τον οποίο θα
μπορούσε κανείς να κινηθεί για τη μελέτη του ζητήματος των συμμαχιών του ΚΚΕ,
είναι τα κομματικά ντοκουμέντα (αποφάσεις συνεδρίων, συνδιασκέψεων, κεντρικά
άρθρα «γραμμής» στο Ριζοσπάστη ή την ΚΟΜ.ΕΠ.). Κινούμενοι στον άξονα αυτό,
μπορεί να μην εξαντλούμε το σύνολο των ερωτημάτων που τίθενται για συνεργασίες
«κατά περίπτωση», όμως έτσι μπορούμε να σκιαγραφήσουμε προϋποθέσεις,
δυνατότητες, αντιφάσεις και, σε τελική ανάλυση, το πλαίσιο μέσα στο οποίο
σχεδιάζεται στη Μεταπολίτευση η πολιτική συνεργασιών του ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, μια
τέτοια επιλογή θέτει υπό αμφισβήτηση τα λεγόμενα της ηγεσίας του ΚΚΕ περί
«ακλόνητης σταθερότητας» στις πολιτικές αρχές συμμαχιών του κόμματος.
Το «Κοινό Πόρισμα»
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Το 10ο συνέδριο του ΚΚΕ (1978) [1][1]
Ύστερα από την υπογραφή του Χ. Φλωράκη για τη νομιμοποίηση
του ΚΚΕ βάσει του ΑΝ 509/47 (2 Οκτωβρίου 1974), όπου αναφέρεται πως «αι αρχαί
του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν σκοπούσαν
εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του Ελευθέρου Δημοκρατικού
Πολιτεύματος»[2][2],
το 10ο συνέδριο είναι το πρώτο συνέδριο του ΚΚΕ ως νομίμου
κόμματος μετά τη δικτατορία.
Το συνέδριο θα διαπιστώσει και θα εμβαθύνει τη θέση της
εξάρτησης της Ελλάδας όπως αυτή διατυπώθηκε από το 9ο συνέδριο και θα
επικυρώσει τη γραμμή της «ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας σε δυο
στάδια» (αντιμονοπωλιακό-σοσιαλιστικό), σε μια προσπάθεια να κρατήσει
τη γραμμή της Αλλαγής της ΕΔΑ και των συμμαχιών με
«προοδευτικά αστικά στρώματα».
Έτσι η θέση για το σοσιαλιστικό χαρακτήρα
της επανάστασης «υιοθετείται», αλλά ως δεύτερο στάδιο, αφού προηγηθεί το αντιμονοπωλιακό.
Η αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση θα επαναφέρει τις δημοκρατικές δυνάμεις
(και το ΠΑΣΟΚ), τις δυνάμεις που παλεύουν για την Αλλαγή, στη θέση του
κεντρικού άξονα της τακτικής συμμαχιών του ΚΚΕ.
«Η ενότητα των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών
δημοκρατικών δυνάμεων από τα κάτω, στο βαθμό που οικοδομείται, θα επιδρά
αποφασιστικά στη δημιουργία αυτού του μετώπου (σ.σ.: αντιιμπεριαλιστικού
αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου [3][3])
και από τα πάνω, σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων. Από το χαρακτήρα του ένα
τέτοιο μέτωπο είναι δυνατό να περιλάβει εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις, οι
οποίες εκπροσωπούν κοινωνικά στρώματα και ομάδες που ενδιαφέρονται για την ανατροπή
της κυριαρχίας των μονοπωλίων και την εγκαθίδρυση μιας αντιιμπεριαλιστικής
αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας. Και τέτοιες πολιτικές δυνάμεις είναι τα κόμματα
και οι ομάδες που δρουν στον ευρύ χώρο της Αριστεράς.
Η συμμαχία των πολιτικών αυτών δυνάμεων είναι και
αναγκαία και δυνατή. Οι δυνάμεις αυτές διακηρύσσουν σήμερα λίγο-πολύ, κοινούς
πολιτικούς στόχους. Όλες προβάλλουν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και στον
ένα ή τον άλλο βαθμό, τα αιτήματα της απαλλαγής της χώρας από την ξένη
εξάρτηση, την κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων και του εκδημοκρατισμού
όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής. Αυτά ακριβώς τα αιτήματα, που η
πραγματοποίησή τους ισοδυναμεί με πραγματοποίηση της αντιιμπεριαλιστικής
αντιμονοπωλιακής δημοκρατικής αλλαγής, μπορούν να αποτελέσουν την προγραμματική
βάση της συμμαχίας των αριστερών κομμάτων και ομάδων, με πλήρη διατήρηση της
οργανωτικής και ιδεολογικής αυτοτέλειας του καθενός».[4][4]
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Η
δημοκρατική συνεργασία». Εκεί οι αποφάσεις αιτιολογούν το εφικτό των
συνεργασιών με όλες τις αντιπολιτευόμενες δημοκρατικές δυνάμεις, με τη βοήθεια
των οποίων θα δοθεί άμεση διέξοδος από τη δύσκολη για τον λαό κατάσταση της
εποχής, και θα αφαιρεθεί η εξουσία από τη Δεξιά. Το ΚΚΕ δηλώνει έτοιμο να
συνεργαστεί με όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις για τη διαμόρφωση ενός κοινού
προγράμματος, που θα προωθήσει στο μέτρο του δυνατού την υπόθεση της εθνικής
αυτοτέλειας, θα περιορίσει την ασυδοσία των μονοπωλίων, θα βελτιώσει τη θέση
των εργαζομένων και θα εκδημοκρατίσει τη δημόσια ζωή.[5][5]
Αξίζει να σημειωθεί πως το ΚΚΕ έχει συναίσθηση ότι αυτή η
τακτική συνεργασίας αποτελεί «άμεση απάντηση» για το σήμερα και όχι πανάκεια
για τον καπιταλισμό. Έτσι, λίγο πριν το κλείσιμο των αποφάσεων σημειώνεται:
«Οι στόχοι της δημοκρατικής αυτής συνεργασίας δεν απαλλάσσουν βέβαια τη χώρα
από την κυριαρχία των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων. Ωστόσο, η πραγματοποίησή
της θα εξυπηρετούσε τα άμεσα συμφέροντα του λαού, θα αποτελούσε μια στροφή της
πολιτικής κατάστασης προς την κατεύθυνση της προόδου και θα δημιουργούσε
καλύτερες συνθήκες για τη δημιουργία του ΑΑΔΜ και την εγκαθίδρυση της
δημοκρατίας του λαού».
Το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1982) [6]
Το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το πρώτο που
πραγματοποιήθηκε στην έδρα του κόμματος στον Περισσό, επιβεβαίωσε σε γενικές
γραμμές την κατεύθυνση που χάραξαν οι θέσεις της ΚΕ. Υιοθετήθηκε το σύνθημα της
Πραγματικής Αλλαγής, ο
στόχος δηλαδή της «πραγμάτωσης του
νοήματος της νίκης στις εκλογές του Οχτώβρη του ’81». Σε αυτή
την κατεύθυνση επιδιώκεται η ενότητα των δυνάμεων που μπορούν να στηρίξουν αυτό
το στόχο.
Στην πράξη όλα αυτά σημαίνουν την «ενότητα των δημοκρατικών δυνάμεων»,
του «μπλοκ της Αλλαγής»
των ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΚΚΕ (Εσ.). Η γραμμή της πίεσης στο ΠΑΣΟΚ για να δείξει συνέπεια
στην εφαρμογή του προγράμματος οδηγεί στο «μορατόριουμ»
απέναντι στην κυβέρνηση, μια πολιτική που βάζει όρια στην ανάπτυξη αγώνων και
βοηθά να εμπεδωθεί στη λαϊκή συνείδηση ο φόβος να μη γυρίσει η Δεξιά.
Έτσι, η συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ, η ΕΣΑΚ
(ΔΕΕ στο Δημόσιο) συνεργάζεται με την ΠΑΣΚΕ
του ΠΑΣΟΚ και το ΑΕΜ του ΚΚΕ εσ., μην έχοντας ως πρώτη επιλογή
τη ρήξη με επιλογές της κυβέρνησης. Η ίδια τακτική υλοποιείται και στο
φοιτητικό κίνημα, όπου η Πανσπουδαστική Σ.Κ. στα ΑΕΙ και ο ΔΑ-ΔΕ
της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος,
στηρίζουν από κοινού την εφαρμογή του
ν. 1268/82 του ΠΑΣΟΚ, που διασφάλιζε μεταξύ άλλων το αυτοδιοίκητο των
πανεπιστημίων, τον ακαδημαϊκό και κοινωνικό έλεγχο των ΑΕΙ κλπ.[7]
Το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ (1987) – Το κοινό πόρισμα
ΚΚΕ – ΕΑΡ (1988) [8][8]
Το 12ο συνέδριο
του ΚΚΕ συνήλθε το Μάη του 1987 και επεξεργάστηκε την πολιτική των δύο δρόμων
για την ελληνική κοινωνία και τη «νέου τύπου ανάπτυξη».
Στην Πολιτική Απόφαση αναφέρεται: «Μπροστά μας βρίσκονται δύο δρόμοι. Ο ένας είναι ο
δρόμος του δικομματισμού, που καθηλώνει την κοινωνικοπολιτική ζωή στις επιλογές
της άρχουσας τάξης και υποτάσσει τις τύχες του λαού και της χώρας μας στις
δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, της εξάρτησης και των υπερεθνικών οργάνων της
ΕΟΚ. Ο άλλος είναι ο δρόμος της Αριστεράς, για μια ανάπτυξη νέου τύπου, για
αλλαγή, με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, που θα προχωρά με ρήξεις προς το σύστημα
της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας».
Ταυτόχρονα, το
Συνέδριο θα επεξεργαστεί την πολιτική «του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού
των δυνάμεων της αλλαγής που αποτελεί στρατηγικής σημασίας προϋπόθεση για την
αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό και οργανικό στοιχείο της». Η νέου τύπου
ανάπτυξη θα προωθείται από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Με βάση τις
αποφάσεις του 12ου συνεδρίου, το ΚΚΕ προχωρά στη δημιουργία του «Συνασπισμού
των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου».
Ωστόσο, το κείμενο
που σηματοδοτεί την πολιτική συμμαχιών της εν λόγω περιόδου δεν είναι τόσο το
κείμενο των αποφάσεων του 12ου συνεδρίου όσο το «Κοινό πόρισμα ΚΚΕ –
ΕΑΡ».
Η πορεία για τη συγκρότηση του ΣΥΝ [9][9]
Το Μάη του 1988 το ΚΚΕ δίνει στη δημοσιότητα τις
κατευθύνσεις - πλαίσιο για μια πολιτική συμφωνία των δυνάμεων της Αριστεράς και
της Προόδου, ως πρόταση - βάση για τη συγκρότηση του Συνασπισμού, στη βάση των
αποφάσεων του 12ου Συνεδρίου.
Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ δρα στην κατεύθυνση δημιουργίας
προϋποθέσεων για τη συγκρότησή του, δηλαδή για μια πολιτική συμφωνία των
δυνάμεων που εκτιμά ότι μπορούν να συμμετέχουν σ΄ αυτή τη συμμαχία. Άλλωστε,
μετά το 1985 και λόγω της στροφής στη διαχείριση από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ,
από την κλασική σοσιαλδημοκρατική εκδοχή προς το νεοφιλελευθερισμό (έχει γίνει
εκτίμηση ότι ήδη το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί δεξιά πολιτική), στο κυβερνητικό κόμμα εκτυλίσσονται
διεργασίες και δημιουργούνται διάφορα σχήματα, ενώ αποχωρούν προσωπικότητες
όπως ο Απ. Λάζαρης, ο Στ. Γιώτας κ.ά.
Έτσι, εκτός από την ΕΑΡ, οι δυνάμεις που θα
συμπεριληφθούν στο πολιτικό σχέδιο θα είναι η ΕΔΑ, η ΕΣΠΕ του Στ.
Παναγούλη, το ΑΚΕ (Αγροτικό Κόμμα), καθώς και προσωπικότητες που έχουν
αποχωρήσει από το ΠΑΣΟΚ από το 1976 ακόμη, είτε δημιουργώντας βραχύβια σχήματα
είτε μένοντας (Στ. Νέστωρ, Ν. Κωνσταντόπουλος, Μ. Δρεττάκης) κ.ά.
Παράλληλα με τις συζητήσεις του ΚΚΕ μ΄ αυτές τις δυνάμεις,
δημιουργούνται στη βάση, σε διάφορους χώρους και σε επίπεδο πόλεων ή δήμων
επιτροπές για τη συγκρότηση του ΣΥΝ. Υπάρχει ήδη η πείρα των δημοτικών εκλογών
του 1986, στις οποίες το ΚΚΕ έχει συμβάλει στη δημιουργία συνδυασμών της
συμπαράταξης, στην οποία συγκαταλέγονται διάφορες από τις προαναφερθείσες
δυνάμεις.
Στις 21 Μάη γίνεται η συνάντηση του Γενικού Γραμματέα του
ΚΚΕ Χ. Φλωράκη με τον Λ. Κύρκο, στην οποία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του
«Ριζοσπάστη» [10][10],
συζητούνται η συνέχιση των προσπαθειών και η συμβολή των δύο κομμάτων στη
δημιουργία του ΣΥΝ. Οι δύο ηγέτες καταλήγουν ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί
ομάδα εργασίας από στελέχη των δύο κομμάτων για να καταλήξουν σε πολιτικό
κείμενο ως βάση της παραπέρα δουλειάς για τη συγκρότηση του ΣΥΝ.
Το «Κοινό Πόρισμα»
Η ομάδα εργασίας απαρτίζεται από τους Μ. Ανδρουλάκη
και Γ. Δραγασάκη από το ΚΚΕ και Γρ. Γιάνναρο και Δ.
Παπαδημούλη από την ΕΑΡ. Το κείμενο στο οποίο καταλήγει η ομάδα
εργασίας, δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» μ΄ έναν πρόλογο που ανάμεσα σ΄ άλλα
αναφέρει τα εξής:
«Η ομάδα εργασίας πήρε υπ΄ όψιν το ‘σχέδιο για την
Αριστερά’ που διατύπωσε η ΕΑΡ και τις ‘Κατευθύνσεις για μια
"πολιτική συμφωνία" των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου’
που πρότεινε το ΚΚΕ. Οι προσεγγίσεις που επιτεύχθηκαν διατυπώνονται στο
κείμενο που ακολουθεί και υποβάλλεται στα αρμόδια όργανα των δυο κομμάτων
προκειμένου να γίνουν οι σχετικές πολιτικές εκτιμήσεις» [11][11].
Πρόκειται για το κείμενο που θα μείνει στην ιστορία ως «Κοινό
Πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ».
Το Δεκέμβρη του 1988 η Ολομέλεια της ΚΕ [12][12]
εκτιμά ότι: «... η ανάγκη του Συνασπισμού
έγινε υπόθεση του ίδιου του κόσμου της Αριστεράς. Αποτέλεσμα και αυτών των προσπαθειών υπήρξε η κατ΄ αρχήν συμφωνία που
επιτεύχθηκε ανάμεσα στο ΚΚΕ και την ΕΑΡ. Η ΚΕ εκτιμά ότι το πόρισμα της ομάδας
εργασίας ΚΚΕ - ΕΑΡ αποτελεί ένα σημαντικό θετικό βήμα για το Συνασπισμό της
Αριστεράς και την κοινή κάθοδο των αριστερών προοδευτικών δυνάμεων στην προσεχή
κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση. Το πόρισμα εκφράζει τη συμφωνία της σ΄ αυτές τις
προσεγγίσεις. Υπογραμμίζει ότι οι κατ΄ αρχήν συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν με
αμοιβαίες υποχωρήσεις έχουν κυρίως το χαρακτήρα μιας δημιουργικής προσπάθειας
για να δοθούν σύγχρονες απαντήσεις, από τις θέσεις της Αριστεράς, σε μεγάλα
προβλήματα της χώρας και στην κατεύθυνση μιας νέου τύπου ανάπτυξης της
ελληνικής κοινωνίας.
Το πόρισμα ΚΚΕ - ΕΑΡ μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση
μιας προγραμματικής διακήρυξης των δυνάμεων της Αριστεράς και της Προόδου, που
θα βάζει τις βάσεις ενός συνασπισμού μακράς πνοής, καθώς και στην προετοιμασία
του εκλογικού προγράμματος, φυσικά με τη συμβολή των απόψεων και των ιδεών όλων
των δυνάμεων που θα πάρουν μέρος σ΄ αυτόν».
Δύο γραμμές συμμαχιών σε σύγκρουση: Η 8η
συνδιάσκεψη (1987) και το 4ο συνέδριο της ΚΝΕ (1988)
Η 8η σύνοδος του
Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ το 1987 θέτει τις βάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο
Πάλης, πολιτική που επικυρώνεται με το 4ο συνέδριο της οργάνωσης τον Ιούνη του
1988. Η μορφή οργάνωσης μέσα από σχήματα που συσπειρώνουν αγωνιστές,
οργανωμένους και ανένταχτους, στη βάση μια ανατρεπτικής στρατηγικής θα πάρει
νέα ώθηση μετά από αυτή την απόφαση της ΚΝΕ. Σε αυτή τη γραμμή, η
Πανσπουδαστική Σ.Κ. θα πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ευρύτερων
σχημάτων σε ριζοσπαστικότερη από το ΚΚΕ κατεύθυνση. Το 4ο συνέδριο της ΚΝΕ θα επεξεργαστεί περαιτέρω
και θα επιβεβαιώσει τις αποφάσεις της 8ης συνδιάσκεψης.
Η ηγεσία του ΚΚΕ
εκτιμά ότι η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου Πάλης είναι ανταγωνιστική με αυτή της
συμπαράταξης της αριστεράς που έχει οδηγήσει στο Κοινό Πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ (1988)
και στη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου το 1989.
Η τελευταία πράξη
σε αυτή την πορεία θα είναι η «ανταρσία της ΚΝΕ» το Σεπτέμβρη του 1989.
Επικεφαλής της, ο γραμματέας της οργάνωσης Γιώργος Γράψας, που δηλώνει «δεν θα
υπακούσω» στις διασπαστικές μεθοδεύσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ των Χ. Φλωράκη-Γρ.
Φαράκου. Η επίδραση του κειμένου στη μετωπική πολιτική του ΝΑΡ και της νΚΑ
(μετεξέλιξη της ΚΝΕ-ΝΑΡ της περιόδου 1989-1995) είναι φανερή ήδη από τα πρώτα τους βήματα και τη
δική τους συμβολή στην ίδρυση της ΕΑΑΚ και άλλων ανάλογων προσπαθειών.
[7][7] Βλέπε σχετικά το άρθρο του Δ.
Ρόκου «Ο Νόμος 1268/82 και η απορυθμιστική ‘μεταρρύθμισή’ του»: http://www.ntua.gr/MIRC/o_nomos_plaisio_kai_i_aporythmistiki_metarythmisi.pdf