Πίσω από τις θεαματικές φωτιές, είναι αυτή η αναζήτηση και η δημιουργία ενός διαφορετικού τρόπου ζωής που θα καθορίσει το μέλλον της Ελλάδας και του κόσμου |
Του Τζον Χόλογουεϊ
Δε μου αρέσει η βία. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να κερδηθούν πολλά
καίγοντας τράπεζες και σπάζοντας παράθυρα. Κι όμως νιώθω ένα κύμα
ευχαρίστησης, όταν βλέπω τις αντιδράσεις στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις
της Ελλάδας απέναντι στη ψήφιση των μέτρων, που επιβλήθηκαν από την
Ε.Ε., από το ελληνικό κοινοβούλιο. Ακόμα παραπέρα: αν δεν υπήρχε αυτή η
έκρηξη οργής, θα είχα βυθιστεί σε μια θάλασσα κατάθλιψης.
Η χαρά μου οφείλεται στο γεγονός πως βλέπω τα ποδοπατημένα σκουλήκια να γυρίζουν και να βρυχώνται. Η χαρά να βλέπω αυτά τα μάγουλα που έχουν χτυπηθεί χιλιάδες φορές να ανταποδίδουν το χτύπημα. Πώς μπορούμε να ζητήσουμε από ανθρώπους να δεχτούν πειθήνια την τρομακτική μείωση του βιοτικού επιπέδου που τα μέτρα λιτότητας συνεπάγονται; Θέλουμε απλώς να συμφωνήσουν ότι το τεράστιο δημιουργικό δυναμικό από τόσους πολλούς νέους ανθρώπους θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, τα ταλέντα τους να παγιδευτούν σε μια ζωή μακροχρόνιας ανεργίας; Κι όλα αυτά, απλώς για να διατηρηθεί ένα καπιταλιστικό σύστημα που εδώ και καιρό έχει περάσει η ημερομηνία λήξης του, και που πλέον δεν προσφέρει στον κόσμο τίποτα εκτός από καταστροφή. Για τους Έλληνες, η πειθήνια αποδοχή των μέτρων θα σήμαινε να πολλαπλασιάσουν την ύφεση με κατάθλιψη, την ύφεση ενός αποτυχημένου συστήματος σε συνδυασμό με την κατάθλιψη της χαμένης αξιοπρέπειας. Η βιαιότητα της αντίδρασης στην Ελλάδα είναι μια κραυγή που απλώνεται σε όλο τον κόσμο. Πόσο καιρό ακόμα θα καθόμαστε και θα βλέπουμε τον κόσμο να ξεσκίζεται από αυτούς τους βάρβαρους, τους πλούσιους, τις τράπεζες; Πόσο καιρό θα καθόμαστε και θα παρακολουθούμε τις ανισότητες να αυξάνονται, το σύστημα υγείας να απορρυθμίζεται, την εκπαίδευση να υποβαθμίζεται σε άκριτη ανοησία, τα παγκόσμια αποθέματα νερού να ιδιωτικοποιούνται, τις κοινότητες να αφανίζονται και τη γη να ξεσκίζεται για τα κέρδη μεταλλευτικών εταιριών; Η επίθεση, που είναι έντονη στην Ελλάδα, λαμβάνει χώρα σε όλο τον κόσμο. Παντού το χρήμα υποβάλλει την ανθρώπινη και μη ανθρώπινη ζωή στη λογική του, στη λογική του κέρδους. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά η ένταση και το εύρος της επίθεσης είναι καινούρια, καθώς καινούρια είναι επίσης, η γενική επίγνωση ότι η τρέχουσα δυναμική είναι μια δυναμική θανάτου, που είναι πιθανό να οδηγεί όλους μας προς τον αφανισμό της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη. Όταν οι πολυμαθείς σχολιαστές εξηγούν τις λεπτομέρειες των τελευταίων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων για το μέλλον της ευρωζώνης, ξεχνούν να αναφέρουν ότι το αντικείμενο της φαιδρής διαπραγμάτευσης είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Είμαστε όλοι Έλληνες. Είμαστε όλοι υποκείμενα που η υποκειμενικότητά τους απλά ισοπεδώνεται από τον οδοστρωτήρα μιας ιστορίας που αποφασίζεται από την κίνηση των χρηματαγορών. Ή έτσι φαίνεται κι έτσι θέλουν να είναι. Εκατομμύρια Ιταλοί διαδήλωσαν ξανά και ξανά εναντίον του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αλλά ήταν οι αγορές που τον έριξαν. Το ίδιο και στην Ελλάδα: από διαδήλωση σε διαδήλωση ενάντια στον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά τελικά ήταν οι αγορές που τον απέρριψαν. Και στις δύο περιπτώσεις, πιστοί και δοκιμασμένοι υπηρέτες του χρήματος διορίστηκαν για να αντικαταστήσουν τους έκπτωτους πολιτικούς, χωρίς καν το πρόσχημα της λαϊκής ετυμηγορίας. Αυτό δεν είναι ιστορία που γράφεται από τους πλούσιους και τους ισχυρούς, παρόλο που σίγουρα αυτοί ωφελούνται: είναι ιστορία που γράφεται από μια δυναμική που κανείς δεν ελέγχει, μια δυναμική που καταστρέφει τον κόσμο, αν την αφήσουμε. Οι φλόγες στην Αθήνα είναι φλόγες οργής, κι εμείς αγαλλιάζουμε μαζί τους. Όμως, η οργή είναι επικίνδυνη. Αν προσωποποιηθεί ή στραφεί απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων (π.χ. τους Γερμανούς), μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αμιγώς καταστρεπτική. Δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος που παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για το τελευταίο πακέτο μέτρων λιτότητας στην Ελλάδα ήταν ο αρχηγός του ακροδεξιού κόμματος, του ΛΑΟΣ. Η οργή μπορεί εύκολα να γίνει εθνικιστική, ακόμα και φασιστική οργή: η οργή που δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει τον κόσμο. Είναι λοιπόν σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι η οργή μας δεν είναι οργή απέναντι στους Γερμανούς, ούτε καν απέναντι στην Άνγκελα Μέρκελ ή στον Ντέιβιντ Κάμερον ή στον Νικολά Σαρκοζί. Αυτοί οι πολιτικοί είναι απλά αλαζονικά και θλιβερά σύμβολα του πραγματικού αντικειμένου της οργής μας- της κυριαρχίας του χρήματος, της καθυπόταξης όλης της ζωής στη λογική του κέρδους. Αγάπη και οργή, οργή και αγάπη. Η αγάπη είναι ένα σημαντικό μοτίβο στους αγώνες που έχουν επαναπροσδιορίσει το νόημα της πολιτικής τον τελευταίο χρόνο, ένα συνεχές μοτίβο των κινημάτων Occupy, ένα βαθύ συναίσθημα ακόμα και στην καρδιά των πιο βίαιων ταραχών σε πολλά μέρη του κόσμου. Όμως η αγάπη βαδίζει χέρι χέρι με την οργή, την οργή του “πώς τολμάνε να κλέβουν τις ζωές μας, πώς τολμάνε να μας συμπεριφέρονται ως αντικείμενα”. Η οργή ενός διαφορετικού κόσμου που προσπαθεί να εισβάλλει μέσα από την αισχρότητα του κόσμου που μας περιβάλλει. Αυτή η ανάδυση ενός διαφορετικού κόσμου δεν είναι απλά ζήτημα οργής, παρόλο που η οργή είναι μέρος του. Συμπεριλαμβάνει αναγκαστικά την υπομονετική οικοδόμηση ενός διαφορετικού τρόπου να κάνουμε πράγματα, τη δημιουργία διαφορετικών μορφών κοινωνικής συνοχής και αμοιβαίας υποστήριξης. Πίσω από το θέαμα των φλεγόμενων τραπεζών στην Ελλάδα υπάρχει μια βαθύτερη διαδικασία, ένα πιο ήσυχο κίνημα ανθρώπων που αρνούνται να πληρώσουν εισιτήριο για μετακινήσεις, λογαριασμούς ρεύματος, διόδια, δάνεια: ένα κίνημα, γεννημένο από αναγκαιότητα και φρόνημα, ανθρώπων που οργανώνουν αλλιώς τις ζωές τους, δημιουργώντας κοινότητες αμοιβαίας υποστήριξης και δίκτυα σίτισης, καταλαμβάνουν άδεια σπίτια και γη, δημιουργούν κοινά πάρκα, επιστρέφουν στην ύπαιθρο, γυρνάνε την πλάτη τους στους πολιτικούς (που φοβούνται να εμφανιστούν στον δρόμο) και δημιουργούν αμεσοδημοκρατικά μορφώματα για τη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Ίσως ακόμα ανεπαρκή, ακόμα πειραματικά, αλλά ζωτικής σημασίας. Πίσω από τις θεαματικές φωτιές, είναι αυτή η αναζήτηση και η δημιουργία ενός διαφορετικού τρόπου ζωής που θα καθορίσει το μέλλον της Ελλάδας και του κόσμου. Μετάφραση: Γιώργος Μαριάς Πηγή: Η Λέσχη (από τον Guardian) |
Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012
Posted by ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ at Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2012