Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Τι ακριβώς συμβαίνει στη Δημοκρατική
Αριστερά; Μέσα σε τρεις μήνες – ουσιαστικά από τότε που ξεκίνησαν και οι
ανοδικές τάσεις στο χρηματιστήριο των δημοσκοπήσεων – δεν έχει αλλάξει
τίποτα όσον αφορά στην πολιτική τακτική που ακολουθείται.
O κόσμος καίγεται και η Δημοκρατική
Αριστερά δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πως η μονότονα επαναλαμβανόμενη
ρητορεία για «την προοπτική συμμετοχής σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό»
είναι άστοχη.
Δεν αφορά ούτε τους λίγους – ελάχιστους
πολιτευτές της «πράσινης παράταξης» που συνομολογούν πλέον πως το κόμμα
τους δύσκολα θα φτάσει στρατευμένα και ενωτικά στις εκλογές, όποτε κι αν
αυτές γίνουν.
Μήπως, όμως, [θεωρούν πως] αφορά τον
κόσμο που αποχωρεί «τίμια» από το ΠΑΣΟΚ; Έναν κόσμο που φεύγει θυμωμένος
από τις εξαντλητικές μνημονιακές επιλογές;
Ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν σε αυτήν την πολιτική ακαμψία;
Μια ερμηνεία θα μπορούσε να έχει σχέση με
την πιθανολογούμενη «επιθυμία» του Φώτη Κουβέλη να μετατρέψει τη
Δημοκρατική Αριστερά σε ένα κομματικό «καταφύγιο». Ένα πλυντήριο τύψεων
για όσους επιθυμούν ένα βελούδινο διαζύγιο με «τον Ήλιο τον πράσινο»,
τον Ήλιο που δεν λέει να ανατείλει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ηγέτης της ΔΗΜΑΡ δεν
έχει πρόβλημα να παρευρεθεί σε κοινή εκδήλωση με τον Σημίτη, ωστόσο,
αρνείται πεισματικά την οποιαδήποτε συζήτηση με τα κομμάτια της
Αριστεράς… «αριστερά» του. Στο πλαίσιο αυτό απορρίπτει και την
όποια πιθανότητα διεκδίκησης της εξουσίας μέσω ενός αριστερού μετώπου,
την ίδια ώρα που καταθέτει τα «διαπιστευτήρια» του στα μετεκλογικά
σενάρια «κεντροαριστερής συνεργασίας» που κυκλοφορούν.
Και για τις συγκεκριμένες επιλογές φαίνεται πως καρπώνεται τη δημοσκοπική συμπάθεια του κόσμου. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Μήπως τελικά εξαργυρώνει τη «συμπάθεια»
ενός mediaκου πλέγματος, που έχει ως μόνο στόχο την προσωρινή στήριξη
της ΔΗΜ.ΑΡ. προκειμένου να δρομολογήσει εξελίξεις στο εσωτερικό του
ΠΑΣΟΚ; Και τι θα γίνει όταν (κι αν) αυτή η στήριξη εξασθενήσει;
Τόσο οι δημοσκοπήσεις, όσο και η
πραγματικότητα δείχνουν πως η «τομή» με το χθες δεν έχει να κάνει με
κομματικά λάβαρα, αλλά με τις μνημονιακές «αυτοκτονικές» επιλογές. Τότε γιατί η Δημοκρατική Αριστερά επενδύει στη μελλοντική σύνδεση με αυτές;
Ίσως τα πολλά ιδεολογικά αναπάντητα
ζητήματα και οι λεπτές ισορροπίες στο εσωτερικό του κόμματος αναγκάζουν
τον ηγέτη της Δημοκρατικής Αριστεράς να πατά σε δύο ή περισσότερες
βάρκες ταυτόχρονα.
Μάλλον για το λόγο αυτό δεν ασκεί ούτε αντιπολίτευση, μήτε συμπολίτευση.
Γι’ αυτό δε ξεκαθαρίζει τη θέση του σε σχέση με το Μνημόνιο. Κρατά
χαμηλά τους τόνους περιμένοντας να «φυτρώσει» στην κεντρική πολιτική
σκηνή, με τη λογική του ώριμου φρούτου.
Τα ερωτήματα όμως δε θα αργήσουν να
έρθουν. Και όσο πλησιάζει ο χρόνος προς τις εκλογές, τόσο πιο πιεστικά
θα γίνουν. Μπορεί οι βουλευτές της ΔΗΜΑΡ να ψήφισαν κατά του Μνημονίου
στη Βουλή – εκ του ασφαλούς – ωστόσο αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αν
κρινόταν ή όχι η εφαρμογή του Μνημονίου, είναι βέβαιο πως η
συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα τελείωνε «αναίμακτα». Πολλοί θυμούνται,
εξάλλου, τα αποτελέσματα και το πως τελείωσε η σχετική ψηφοφορία στα
εσωτερικά όργανα του κόμματος.
Οι συνθήκες και η απρόσμενη προθυμία της
«εγχώριας τρόικας» επέτρεψαν τα ευκαιριακά «όχι» στο Μνημόνιο, «ναι» στο
PSI, «όχι» στα δημοσιονομικά μέτρα, από μεριας της Δημοκρατικής
Αριστεράς.
Οι συνθήκες επέτρεψαν στον Φώτη
Κουβέλη να δηλώσει, χθες, πως δεν θα είχε αντίρρηση να «υπάρξει αιρετός
υπουργός δημοσιονομικών» και να μην ανοίξει ρουθούνι. Πρόταση που δεν υιοθέτησε ούτε η… Μέρκελ.
Αλλά οι συνθήκες αλλάζουν ραγδαία. Και τι
θα γίνει αν πραγματοποιηθεί μετεκλογικά ή επιθυμία του Φώτη Κουβέλη να
γίνει ρυθμιστής του πολιτικού σκηνικού; Τι θα πράξει μια… «υπεύθυνη
δύναμη» αν βρεθεί προ τετελεσμένων, με τις υπογραφές, τις δεσμεύσεις και
τις οριοθετημένες πολιτικές από επίτροπους ή μη; Τι θα γίνει με όλον
αυτόν τον κόσμο που αφήνει το ΠΑΣΟΚ απογοητευμένος, αν αποδειχτούν
πομφόλυγες οι ελπίδες; Και τέλος, σε περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ κατρακυλήσει
σε ιστορικά χαμηλά, θα συμμετέχει ο Κουβέλης σε έναν μεγάλο Κυβερνητικό
Συνασπισμό που φαίνεται πως προκρίνεται;
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Τα υψηλά ποσοστά μάλλον κάνουν τη Δημοκρατική Αριστερά να νιώθει άβολα. Αυτός είναι και ο λόγος που όσο πιο ψηλά σκαρφαλώνουν, τόσο πιο σιωπηλή γίνεται.
Γιατί δε βρέθηκε ακόμα στην
Ελλάδα πολιτικός χώρος να μπορεί να παράγει πολιτική υπεραξία χωρίς να
επενδύει κάπου. Είτε στους αγώνες και στην προσπάθεια ανατροπής, είτε
στον λαϊκισμό και στη δημαγωγία, είτε στο παρασκήνιο, στην κενολογία και
στη συνεργασία με το υπάρχον σύστημα εξουσίας.
Δε φτάνει μόνο να θες να καλύψεις ένα
κενό στο φάσμα του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να υπάρχει κιόλας,
αλλά και να είσαι ικανός για να τα καταφέρεις. Και τα ενθαρρυντικά
ποσοστά, με την ταυτόχρονη πολιτική αμφισημία και την αναντίστοιχη
κοινωνική γείωση, περιορίζουν δραματικά τις παραπάνω δοθείσες επιλογές.
Κι αυτό το γνωρίζουν καλά στη Δημοκρατική
Αριστερά και δείχνουν να έχουν επιλέξει. Έστω κι αν βρίσκονται σε
«παραλυτική» πολιτική αμηχανία. Καιρό τώρα…