Του Παναγιώτη
Τσούτσια
Σε μία “νέα”
αφήγηση για τον Δεκέμβρη του ΄44 και
εστιασμένη στην δεκαετία 1940 -1949 προχωρά
το ΚΚΕ υπό το πρίσμα της επανεξέτασης
της ιστορίας του. Το ΚΚΕ σε νεότερες
επεξεργασίες του χαρακτηρίζει ως λάθη
αποφάσεις κομματικών οργάνων, εμμέσως
χαρακτηρίζει ως “αστική κυβέρνηση”
την κυβέρνηση του βουνού, αμφισβητεί
τον χαρακτήρα του αντιφασιστικού αγώνα
στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ για τον
Δεκέμβριο του 1944 υποστηρίζει ότι έχασε
την μάχη γιατί “αντιμετώπισε τον ένοπλο
αγώνα ως “μέσο επίτευξης ενός στόχου
που δεν έβγαινε από το πλαίσιο της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας”.
Με αφορμή τα 70
χρόνια από τον Δεκέμβριο του 1944, πριν
ένα μήνα εκδόθηκε από την Σύγχρονη Εποχή
βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει ένα εκτενές
εισαγωγικό κείμενο του Τμήματος Ιστορίας
του ΚΚΕ, που αναφέρεται σε μία κρίσιμη
περίοδο περιλαμβάνοντας εκτιμήσεις
για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, την
στάση του ΚΚΕ, τα Δεκεμβριανά, για να
αντλήσει πολιτικά συμπεράσματα στην
σημερινή εποχή. Όπως ότι δεν υπάρχει
ενδιάμεση πολιτική εξουσία, ανάμεσα
στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό
και πως “η επανάσταση ή θα είναι
σοσιαλιστική ή δεν θα γίνει”.
Σύμφωνα με τις
επεξεργασίες του Περισσού χαρακτηρίζονται
ως λάθος και “παρέκκλιση” οι εκτιμήσεις
του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος
για τον χαρακτήρα του πολέμου ως
αντιφασιστικού – πατριωτικού, μετά το
1941 , και όχι ως ιμπεριαλιαστικού πολέμου.
Και πως η τότε ηγεσία του ΚΚΕ “δεν
αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της
εργατικής εξουσίας, αλλά αυτονόμησε
την πάλη ενάντια στους κατακτητές από
την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας”.
Ενδεικτικό των
νέων επεξεργασιών του ΚΚΕ είναι αναφορά
ότι η κατάκτηση της εργατικής εξουσίας
προϋπόθετε διαχωρισμό των ΕΑΜικών
δυνάμεων από τους πολιτικούς και
στρατιωτικούς στόχους των “συμμάχων”
και της κυβέρνησης Παπανδρέου, γεγονός
που θα όξυνε πολύ περισσότερο την ταξική
πάλη”. Εμμέσως χαρακτηρίζεται ως
“αστική” η “κυβέρνηση του βουνού”
καθώς σημειώνεται πως σε αυτή κυριαρχούσαν
αστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Σε ότι αφορά τις
αντιφάσεις του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα
του πολέμου – το κείμενο επισημαίνει
ότι ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός και
τέτοιος παρέμεινε ενώ αναδεικνύονται
τα γράμματα του Νίκου Ζχαχαριάδη όπου
στο πρώτο ανοικτό γράμμα (31 Οκτωβρίου
1940) ο ελληνοιταλικός πόλεμος χαρακτηριζόταν
ως εθνικοαπελευθερωτικός ανώ στα άλλα
δύο γράμματα χαρακτηριζόταν ως
ιμπεριαλιστικός. Αντίστοιχες αναλύσεις
καταγράφονται και στο διεθνές κομμουνιστικό
κίνημα αλλά και στο Κομμουνιστικό Κόμμα
της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Δεκέμβρης του
1944
Στο ερώτημα εάν
το ΕΑΜ – ΚΚΕ μπορούσε να καταλάβει την
εξουσία ο Περισσός δεν απαντά μονοσήμαντα.
Καταρχήν ασκεί κριτική σε μια σειρά
αποφάσεις κομματικών οργάνων αλλά και
τις τότε Κουμμουνιστικής Διεθνούς οι
οποίες, όπως λέει, “προσαρμόστηκαν στην
στρατηγική του “αντιφασιστικού μετώπου”
και πως το ΚΚΕ αντιμετώπισε τον Δεκέμβρη
με βάση την παραπάνω στρατηγική”. Ως
βαθύτερο αντιφατικό γεγονός χαρακτηρίζεται
ότι “το ΚΚΕ, όντας καθοδηγητής της
ένοπλης λαίκής πάλης, συμμετείχε σε μία
αστική κυβέρνηση με πολιτικό στόχο την
ομαλή αστική δημοκρατική εξέλιξη ως
μεταβατική στην πάλη για τον σοσιαλισμό.
Τέτοια εξέλιξη ήταν ανεδαφική”. Μάλιστα
σημειώνεται ότι “το ΚΚΕ αντιμετώπισε
τον ένοπλο αγώνα των 33 ημερών ως μέσο
επίτευξης ενός στόχου που δεν έβγαινε
έξω από το πλαίσιο της αστικής
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας”. Υπό
αυτές τις εκτιμήσεις εξηγείται και το
γεγονός ότι οι μάχες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ το
Δεκέμβριο περιορίστηκαν κυρίως στην
Αθήνα και τον Πειραιά και δεν επεκτάθηκαν
σε όλη την Ελλάδα. Ως βασική προϋπόθεση
για να στεφθεί σε επιτυχία ο ένοπλος
αγώνας τον Δεκέμβρη του ΄44 τονίζεται
πως θα έπρεπε να γίνει αναδιάταξη των
συμμαχιών μέσα στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ σε “βάση
επαναστατική και μετατροπή των φύτρων
εξουσίας (λαϊκός στρατός, λαϊκή δικαιοσύνη)
σε όργανα επαναστατικής δράσης. 'Επρεπε
να προετοιμαστεί το Κόμμα και ισχυρές
λαϊκές δυνάμεις για την εφαρμογή σχεδίου
κατάληψης της Αθήνας, μετά την αποχώρηση
των Γερμανών. Αυτό με αντίστοιχη δράση
και συγκέντρωση δυνάμεων για την κατάληψη
και άλλων βασικών κέντρων της χώρας,
ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη”. Παραπέμποντας
σε απόφαση του 1935 – η οποία έθετε ως
στόχο για τον... σχηματισμό αντιφασιστικής
- δημοκρατικής κυβέρνησης, με την
συμμετοχή του ΚΚΕ, ο Περισσός καταλήγει
στο πολιτικό συμπέρασμα ότι το κόμμα
ήταν ανέτοιμο και για αυτό με λάθος
τρόπο εκτίμησε και τα... Δεκεμβριανά.
Κριτική ασκείται και στη θέση του ΚΚΕ
για “ομαλή δημοκρατική εξέλιξη” την
οποία είχε θέσει ο τότε γραμματέας της
ΚΕ, Γιώργης Σιάντος, μιλώντας σε
συγκέντρωση της Αθήνας για την επέτειο
των 26 χρόνων από την ίδρυση του κόμματος,
λίγο καιρό πριν αρχίσει ο Δεκέμβρης.
“Είμαστε υποστηρικτές της ομαλής
δημοκρατικής εξέλιξης της πολιτικής
ζωής του τόπου” είπε συγκεκριμένα ο
Γιώργης Σιάντος προσθέτοντας ότι
“αγωνιζόμαστε για την άμεση προετοιμασία
των εκλογών Συντακτικής Εθμοσυνέλευσης,
γιατί μόνο έτσι, μπαίνουμε πραγματικά
στο ομαλό πολιτικό βίο και την πραγματική
ανοικοδόμηση της χώρας”. Από αυτές τις
εκτιμήσεις, σημειώνεται σήμερα από την
ηγεσία του ΚΚΕ, εξηγείται και το γεγονός,
γιατί οι μάχες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη
περιορίστηκαν κυρίως στην Αθήνα και
τον Πειραιά και δεν επεκτάθηκαν σε όλη
την Ελλάδα.
Ως σωστή
χαρακτηρίζεται η στάση του ΚΚΕ και του
ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν και να απορρίψουν
το τελεσίγραφο του Σκόμπι καθώς αυτό
θα σήμαινε απόλυτη πολιτική και ηθική
απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. “Μια τέτοια
ήττα, χωρίς μάχη, για πάρα πολύ χρόνια
θα απαξίωνε το ΚΚΕ και θα τσάκιζε το
κίνημα” τονίζεται στο εκτενές σημείωμα
του Ιστορικού Τμήματος, για να προσθέσει
ωστόσο ότι ΚΚΕ προχώρησε στην συνέχεια
“σε νέο απαράδεκτο συμβιβασμό, με την
συμφωνία της Βάρκιζας. Ο Δεκέμβρης του
44 σύμφωνα με το ΚΚΕ είναι “το προοίμιο
της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού
Στρατού της Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας
ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα κατα
τον 20ο αιώνα”.
Ένα από τα θέμα
που επεξεργάζεται το Ιστορικό Τμήμα
του ΚΚΕ είναι και στο ερώτημα αν η
σοβιετική πλευρά ήταν αντίθετη με τον
ένοπλο αγώνα του Δεκέμβρη. “Δεν έχουν
βρεθεί αρχειακά ντοκουμέντα που να
επιβεβαιώνουν την απάντηση θετικά ή
αρνητικά. Όμως έχει αναφερθεί μαρτυρία
του συνταγματάρχη Γκρίγκορι Ποπόφ,
επικεφαλής της Σοβιετικής στρατιωτικής
αποστολής που βρισκόταν τότε στην
Ελλάδα, ενώ στις 15 Δεκέμβρη 1944, το Τρ.
Κοστόφ έστειλε ραδιοτηλεγράφημα προς
τον Γ. Σιάντο – γραμματέα του ΚΚΕ- σχετικά
με την γνώμη του Γκεόργκι Δημητρόφ, όπου
αναφερόταν: “Ο παππούς συμβουλεύει ο
αγώνας να συνεχιστεί. Εμείς κάνουμε
καθετί δυνατό”. Ένα από τα ερωτήματα
που θέτει σήμερα το ΚΚΕ, με βάση και τα
Δεκεμβριανά είναι και το εξής: Γιατί
είναι θεμιτή η χρήση της αστικής βίας,
ενώ είναι αθέμιτη (τάχα σταλινικής
αντίληψης...) η χρήση της λαϊκής βίας
ενάντια σε μία μειοψηφία – δυνάστη της
πλειοψηφίας του πληθυσμού; Και γιατί
δεν είναι δημοκρατική κάθε μορφή πάλης
( και η ένοπλη) όταν ένας λαός έτσι θα
αποφασίσει να κάνει;”.
Ένα από τα
συμπεράσματα – κλειδιά που καταλήγει
σήμερα το ΚΚΕ με βάση την εμπειρία από
την συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην
αστική όπως λέει κυβέρνηση του 1944 είναι
και το εξής: “είναι
απτό το παράδειγμα πόσο ουτοπικός είναι
ο ισχυρισμός ότι χάρη στη μαχητικότητα
και την συνέπεια του ΚΚΕ είναι δυνατόν
μια τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει
φιλολαϊκό δρόμο”.
“Αντίθετα
η πείρα εκείνης της περιόδου διδάσκει
ότι η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις
- σε πείσμα των πιο καλών προθέσεων –
γίνεται φραγμός στη λαϊκή πάλη και
οδηγεί σε πισωγύρισμα”. Φωτογραφίζοντας
μια πιθανή συμμετοχή του ΚΚΕ σε μία
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του
κόμματος εκτιμά ότι “ήδη θα έχει κάνει
την πρώτη και θεμελιώδη υποχώρηση,
προκειμένου να μετάσχει στην κυβέρνηση
καθώς θα έχει παραιτηθεί από την πάλη
για την εργατική εξουσία”.
Ιδιαίτερη αναφορά
γίνεται για την διαμάχη περί πατριωτισμού
στην σημερινή εποχή – στόχος είναι να
συγκαλύψει τις ασυμφιλίωτες ταξικές
αντιθέσεις λέει το ΚΚΕ, εκτιμώντας ότι
σε αυτή την “αστική φλυαρία” συμπέσανε
εκ των πραγμάτων όλες οι λεγόμενες
“αντιμνημονιακές δυνάμεις” από τον
ΣΥΡΙΖΑ ως την φασιστική Χρυσή Αυγή ενώ
στον ίδιο τόνο κινούνται και οι
“μνημονιακές δυνάμεις”. Στο ενδεχόμενο
παραβίασης ή καταπάτησης της εθνικής
ανεξαρτησίας από επιτιθέμενα “καπιταλιστικά
κράτη” η εκτίμηση του ΚΚΕ είναι ότι την
“υπεράσπισή της πρέπει να την αναλάβει
η εργατική τάξη και οι δυνάμεις του
στρατού που θα περάσουν με το μέρος της.
Το άρθρο
δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής