του Γιώργου Σταθάκη
Το τραπεζικό ζήτημα μπορεί να
προσδιοριστεί με σχετικά απλό τρόπο. Οι ελληνικές τράπεζες είχαν προ της
κρίσης ένα χαρτοφυλάκιο δανείων ύψους περίπου 300 δισ., σχεδόν ισοκατανεμημένο ανάμεσα σε ομόλογα του Δημοσίου, επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια. Ταυτόχρονα, είχαν καταθέσεις περίπου 220 δισ. και 80 δισ.
δανεισμό από τη διατραπεζική αγορά. Το ισοσκελισμένο αυτό ισοζύγιο
χορηγήσεων και καταθέσεων συμπληρωνόταν από ένα αποθεματικό της τάξης
του 6% περίπου, δηλαδή σχεδόν 20 δισ. που ήταν κατά κύριο λόγο ίδια κεφάλαια.
Με την κρίση το τραπεζικό σύστημα υπέστη διαδοχικές απώλειες και στα δύο σκέλη του ισοζυγίου του και πρακτικά χρεοκόπησε. Από τα ομόλογα υπέστη με το PSI ζημιές περίπου 37 δισ., μειώθηκαν οι καταθέσεις κατά 60 δισ., και εκτιμάται ότι τα "κόκκινα δάνεια" είναι περίπου 30% των χορηγήσεών τους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σε αδρές γραμμές άλλα 60 δισ.
Το κενό, και εφόσον το ισοζύγιο πρέπει να είναι πάντα ισοσκελισμένο, το κάλυψε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υποκαθιστώντας σταδιακά τόσο την έκθεση των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά όσο και τις διαδοχικές ζημίες, καθώς και τις συνεχείς μειώσεις των καταθέσεων. Το έκανε με χαμηλό επιτόκιο αρχικά, ενδιάμεσα με έκτακτες μορφές δανεισμού (σύστημα ΕΛΑ) με υψηλότερο επιτόκιο, και μετά πάλι με χαμηλό επιτόκιο.
Εντούτοις, μετά τη μνημονιακή εμπειρία το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καλείται να προσαρμοστεί σε μεγέθη που είναι κατά 30% μικρότερα, τόσο στις χορηγίες όσο και στις καταθέσεις. Η προσαρμογή αυτή περνάει μέσα από διαδοχικές κρίσεις, αναβολές κρίσιμων ρυθμίσεων και απονεύρωση θεμελιακών λειτουργιών του τραπεζικού συστήματος σε σχέση με την πραγματική οικονομία. Οι επιλογές διάσωσης των ελληνικών τραπεζών αποδείχτηκαν εκ των πραγμάτων λανθασμένες και αναποτελεσματικές. Δαπανήθηκαν δυσανάλογα χρήματα "διάσωσης" χωρίς να μπορέσει να σταθεροποιηθεί το σύστημα.
Οι τράπεζες δέχτηκαν δύο ενισχύσεις. Αρχικά 28 δισ., πίσω στο 2009, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στήριξης των τραπεζών. Πρόσφατα εντάχθηκαν στο σύστημα ανακεφαλαιοποίησης με 50 δισ. Το σύστημα ανακεφαλαιοποίησης είναι χρήματα του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης τα οποία όμως προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος της χώρας και θα αποπληρωθούν στο μέλλον. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε αφού ενοποιήθηκαν όλες οι τράπεζες σε 4, απαλλαγμένες όλες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΑΤΕ, Τ.Τ. κ.λπ.) και με διαδικασίες που αύξαναν το αποθεματικό των ιδίων κεφαλαίων σε 9%. Κάθε τράπεζα εκαλείτο να βάλει τουλάχιστον το 10% των αναγκαίων χρημάτων, με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να συνεισφέρει το 90%. Τρεις τράπεζες βρήκαν τα κεφάλαια. Η μία πέρασε στον πλήρη έλεγχο του ΤΧΣ.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης δεν περιείχε τους όρους που είναι συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Δημόσια παρουσία με αποφασιστικές αρμοδιότητες του Δημοσίου, έλεγχος των χορηγήσεων, συστήματα αναδιάρθρωσης και ανακούφισης των δανειοληπτών, ποσοστώσεις στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ειδικά των επιχειρήσεων ΜΜΕ, κ.ο.κ. Ο μόνος όρος ήταν η διαμόρφωση της ελάχιστης τιμής της μετοχής, στη βάση της οποίας οι ιδιώτες μέτοχοι των τραπεζών, ή τρίτοι, μπορούν να ανακτήσουν τις μετοχές μέχρι το 2017. Έτσι, η χορήγηση των χρημάτων της ανακεφαλαιοποίησης έγινε έναντι δικαιωμάτων επαναγοράς (warrants) που κατέχει το ΤΧΣ και μπορούν να ανακτηθούν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες ανά εξάμηνο. Αυτά επίσης εντάχθηκαν στη χρηματιστηριακή αγορά ως παράγωγα, έναντι των μελλοντικών ανακτήσεων.
Αν και η πορεία των μετοχών ήταν ανοδική μετά την ανακεφαλαιοποίηση, κάτι που καθιστούσε μάλλον πιθανή την επαναγορά, εντούτοις τον Δεκέμβριο δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Αντίθετα, άρχισαν οι πιέσεις για αλλαγή του συστήματος των warrants που να δίνει το δικαίωμα ανάκτησής τους σε τιμές χαμηλότερες. Καθώς αυτό σημαίνει άμεση εγγραφή σημαντικών ζημιών για το ΤΧΣ, πιθανόν να εμφανιστεί με τη μορφή της διατήρησης μεν της τιμής, αλλά της ανάκτησής της με σταδιακή αποπληρωμή σε βάθος χρόνου. Οι πιέσεις αυτές τραπεζών και ξένων funds προς την τρόικα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επιχειρούν την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος άμεσα σε ιδιώτες και απεμπλοκή από το ΤΧΣ.
Το αδιέξοδο των διαδοχικών ρυθμίσεων για το τραπεζικό σύστημα εκπορεύεται από τις διαδοχικές προσπάθειες να διασωθεί ένα ιδιωτικό σύστημα τραπεζών που ήταν ντε φάκτο χρεοκοπημένο και που προφανώς κάθε προσπάθεια διάσωσης θα έπρεπε να απαντήσει ταυτόχρονα στα θέματα αναδιάρθρωσης των δανείων, σταδιακής αποκλιμάκωσης των τοξικών τίτλων, προσαρμογής στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και δυνατότητα ή προοπτική επαναφοράς σε κανονικές συνθήκες χρηματοδότησής του από τη διατραπεζική αγορά. Η διεθνής εμπειρία έχει θετικά παραδείγματα ανακεφαλαιοποίησης με δημόσιο χρήμα, που τελικά ανακτήθηκε μέσα από διαδικασίες διασφάλισης του δημόσιου χρήματος, έχει αρνητικά παραδείγματα κρατικοποίησης με μεταφορά όλου του κόστους στον φορολογούμενο, αρνητικά παραδείγματα διατήρησης του ιδιωτικού χαρακτήρα με δυσανάλογο δημόσιο κόστος, καθώς και θετικά παραδείγματα άσκησης δημόσιου ελέγχου και πετυχημένης αναδιάρθρωσης. Σήμερα πρέπει να αποτραπεί η επιχειρούμενη διεύρυνση της δημόσιας ζημίας. Αύριο πρέπει να βρεθεί η λύση μέσα από μια ισορροπημένη και καλά σχεδιασμένη παρέμβαση που θα αντιμετωπίζει τα μείζονα προβλήματα.
Με την κρίση το τραπεζικό σύστημα υπέστη διαδοχικές απώλειες και στα δύο σκέλη του ισοζυγίου του και πρακτικά χρεοκόπησε. Από τα ομόλογα υπέστη με το PSI ζημιές περίπου 37 δισ., μειώθηκαν οι καταθέσεις κατά 60 δισ., και εκτιμάται ότι τα "κόκκινα δάνεια" είναι περίπου 30% των χορηγήσεών τους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σε αδρές γραμμές άλλα 60 δισ.
Το κενό, και εφόσον το ισοζύγιο πρέπει να είναι πάντα ισοσκελισμένο, το κάλυψε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υποκαθιστώντας σταδιακά τόσο την έκθεση των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά όσο και τις διαδοχικές ζημίες, καθώς και τις συνεχείς μειώσεις των καταθέσεων. Το έκανε με χαμηλό επιτόκιο αρχικά, ενδιάμεσα με έκτακτες μορφές δανεισμού (σύστημα ΕΛΑ) με υψηλότερο επιτόκιο, και μετά πάλι με χαμηλό επιτόκιο.
Εντούτοις, μετά τη μνημονιακή εμπειρία το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καλείται να προσαρμοστεί σε μεγέθη που είναι κατά 30% μικρότερα, τόσο στις χορηγίες όσο και στις καταθέσεις. Η προσαρμογή αυτή περνάει μέσα από διαδοχικές κρίσεις, αναβολές κρίσιμων ρυθμίσεων και απονεύρωση θεμελιακών λειτουργιών του τραπεζικού συστήματος σε σχέση με την πραγματική οικονομία. Οι επιλογές διάσωσης των ελληνικών τραπεζών αποδείχτηκαν εκ των πραγμάτων λανθασμένες και αναποτελεσματικές. Δαπανήθηκαν δυσανάλογα χρήματα "διάσωσης" χωρίς να μπορέσει να σταθεροποιηθεί το σύστημα.
Οι τράπεζες δέχτηκαν δύο ενισχύσεις. Αρχικά 28 δισ., πίσω στο 2009, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στήριξης των τραπεζών. Πρόσφατα εντάχθηκαν στο σύστημα ανακεφαλαιοποίησης με 50 δισ. Το σύστημα ανακεφαλαιοποίησης είναι χρήματα του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης τα οποία όμως προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος της χώρας και θα αποπληρωθούν στο μέλλον. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε αφού ενοποιήθηκαν όλες οι τράπεζες σε 4, απαλλαγμένες όλες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΑΤΕ, Τ.Τ. κ.λπ.) και με διαδικασίες που αύξαναν το αποθεματικό των ιδίων κεφαλαίων σε 9%. Κάθε τράπεζα εκαλείτο να βάλει τουλάχιστον το 10% των αναγκαίων χρημάτων, με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να συνεισφέρει το 90%. Τρεις τράπεζες βρήκαν τα κεφάλαια. Η μία πέρασε στον πλήρη έλεγχο του ΤΧΣ.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης δεν περιείχε τους όρους που είναι συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις. Δημόσια παρουσία με αποφασιστικές αρμοδιότητες του Δημοσίου, έλεγχος των χορηγήσεων, συστήματα αναδιάρθρωσης και ανακούφισης των δανειοληπτών, ποσοστώσεις στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ειδικά των επιχειρήσεων ΜΜΕ, κ.ο.κ. Ο μόνος όρος ήταν η διαμόρφωση της ελάχιστης τιμής της μετοχής, στη βάση της οποίας οι ιδιώτες μέτοχοι των τραπεζών, ή τρίτοι, μπορούν να ανακτήσουν τις μετοχές μέχρι το 2017. Έτσι, η χορήγηση των χρημάτων της ανακεφαλαιοποίησης έγινε έναντι δικαιωμάτων επαναγοράς (warrants) που κατέχει το ΤΧΣ και μπορούν να ανακτηθούν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες ανά εξάμηνο. Αυτά επίσης εντάχθηκαν στη χρηματιστηριακή αγορά ως παράγωγα, έναντι των μελλοντικών ανακτήσεων.
Αν και η πορεία των μετοχών ήταν ανοδική μετά την ανακεφαλαιοποίηση, κάτι που καθιστούσε μάλλον πιθανή την επαναγορά, εντούτοις τον Δεκέμβριο δεν υπήρξε ενδιαφέρον. Αντίθετα, άρχισαν οι πιέσεις για αλλαγή του συστήματος των warrants που να δίνει το δικαίωμα ανάκτησής τους σε τιμές χαμηλότερες. Καθώς αυτό σημαίνει άμεση εγγραφή σημαντικών ζημιών για το ΤΧΣ, πιθανόν να εμφανιστεί με τη μορφή της διατήρησης μεν της τιμής, αλλά της ανάκτησής της με σταδιακή αποπληρωμή σε βάθος χρόνου. Οι πιέσεις αυτές τραπεζών και ξένων funds προς την τρόικα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επιχειρούν την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος άμεσα σε ιδιώτες και απεμπλοκή από το ΤΧΣ.
Το αδιέξοδο των διαδοχικών ρυθμίσεων για το τραπεζικό σύστημα εκπορεύεται από τις διαδοχικές προσπάθειες να διασωθεί ένα ιδιωτικό σύστημα τραπεζών που ήταν ντε φάκτο χρεοκοπημένο και που προφανώς κάθε προσπάθεια διάσωσης θα έπρεπε να απαντήσει ταυτόχρονα στα θέματα αναδιάρθρωσης των δανείων, σταδιακής αποκλιμάκωσης των τοξικών τίτλων, προσαρμογής στα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και δυνατότητα ή προοπτική επαναφοράς σε κανονικές συνθήκες χρηματοδότησής του από τη διατραπεζική αγορά. Η διεθνής εμπειρία έχει θετικά παραδείγματα ανακεφαλαιοποίησης με δημόσιο χρήμα, που τελικά ανακτήθηκε μέσα από διαδικασίες διασφάλισης του δημόσιου χρήματος, έχει αρνητικά παραδείγματα κρατικοποίησης με μεταφορά όλου του κόστους στον φορολογούμενο, αρνητικά παραδείγματα διατήρησης του ιδιωτικού χαρακτήρα με δυσανάλογο δημόσιο κόστος, καθώς και θετικά παραδείγματα άσκησης δημόσιου ελέγχου και πετυχημένης αναδιάρθρωσης. Σήμερα πρέπει να αποτραπεί η επιχειρούμενη διεύρυνση της δημόσιας ζημίας. Αύριο πρέπει να βρεθεί η λύση μέσα από μια ισορροπημένη και καλά σχεδιασμένη παρέμβαση που θα αντιμετωπίζει τα μείζονα προβλήματα.