Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Αυτός
ο τύπος λόγου αναπτύσσεται εξ ολοκλήρου ως λόγος ιστορικός. Δεν
επιχειρεί να κρίνει την ιστορία, τις καταχρήσεις και τις βιαιότητες με
βάση μια ιδεατή αρχή λόγου ή νόμου· αλλά να αφυπνίσει [...] το ξεχασμένο
παρελθόν με τους αληθινούς αγώνες, τις νίκες ή τις καλυμμένες ήττες, το
αίμα που έχει στεγνώσει πάνω στους κώδικες. Πεδίο αναφοράς του είναι η
απροσδιόριστη κίνηση της ιστορίας. Την ίδια στιγμή όμως, μπορεί και
στηρίζεται σε παραδοσιακά μυθολογικά σχήματα [...] είναι ένας λόγος που
θα αποτελέσει το φορέα της νοσταλγίας των αριστοκρατών που σβήνουν όσο
και η φλόγα της λαϊκής αντεκδίκησης.
Μισέλ Φουκώ, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας
Το
πρόσωπο του πρωθυπουργού, όπως παλιότερα το κεφάλι του βασιλιά,
παραμένει (ακόμα και σήμερα...) ο βασικός μηχανισμός άσκησης εξουσίας
στα μυαλά των ανθρώπων. Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συνέβαινε επί
μοναρχίας ελέω θεού, στις κοινωνίες μας δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν
όλα στο κεφάλι του πρωθυπουργού, ακόμα κι αν πρόκειται για το κεφάλι του
Αντώνη Σαμαρά. Υπάρχει, παράλληλα, ένας λόγος προπαγανδιστικός και
πολεμικός, με τον οποίο δίκτυα κινούμενα παράλληλα με την επίσημη
εξουσία εννοούν να “περιφρουρούν” τη λαϊκότητά της, ακόμα (ή κυρίως) τις
στιγμές των πιο απροσχημάτιστων αριστοκρατικών εκτρόπων της. Ένας λόγος
που απευθύνεται στις καρδιές των ανθρώπων, και που σήμερα φαίνεται να
ενθαρρύνει το Διαδίκτυο, ενώ παλιότερα τον ενθάρρυναν περιοδικά όπως το
ΚΛΙΚ (απευθυνόμενα στο υπογάστριο των ανθρώπων) ή εφημερίδες σαν την
Αυριανή - καθείς με τον τρόπο του.
Δεδομένου
ότι η ρητορική αυτή, απενοχοποιημένη και πολεμοχαρής απέναντι στους
αντιπάλους της, γοητεύει από καιρό τις “σοβαρές” -πλην απαξιωμένες-
εφημερίδες (εκεί, δηλαδή, όπου το scripta manent θα περίμενε κανείς να
θέτει όρια), αλλά και τον επίσημο κομματικό λόγο (εκεί, δηλαδή, όπου η
δέσμευση στη δημοκρατία θα περίμενε κανείς να διασώζει αποχρώσεις), ο
λόγος αυτός κάθε άλλο παρά δευτερεύουσας σημασίας είναι. Ακόμα και αν
ευτελίζει το δημόσιο διάλογο, ακόμα και αν πριμοδοτεί τον αυταρχισμό ως
τρόπο να διαφωνούμε, δεν τείνει απλά να καθιερώσει ένα πρότυπο για την
ημερήσια πολιτική σύγκρουση· κοντά σε αυτό, φαίνεται να εκλαϊκεύει και
να αξιοποιεί “επιστημονικές” ή επιστημονικοφανείς απόψεις, η αξία των
οποίων συγκρίνεται μόνο με το επιστημονικό έργο διαφόρων Τσεζαρε
Λομπρόζο του 19ου αιώνα.
Όταν λοιπόν ένας σύμβουλος του
πρωθυπουργού αναφέρεται στην “αληθινή Κεντροδεξιά της Ιστορίας” που
ξεκινάει “από Βενιζέλο και Μεταξά”, κι όταν μια ιστοσελίδα εκλαϊκευσης
της πρωθυπουργικής σκέψης μνημονεύει την αντιεαμική ενότητα μετά την
Κατοχή, τότε, και παρά τη συζητήσιμη σοβαρότητα των ομιλούντων, κάτι
σοβαρό συμβαίνει. Μας το βεβαιώνουν, εξάλλου, η προσφυγή ενός νομομαθούς
υπουργού στο ρωμαϊκό δίκαιο (“εργαλείο της αυταρχικής, διοικητικής και
τελικά απόλυτης εξουσίας”, θυμίζει ο Φουκώ), η “επιστημονική” αποτίμηση
της Αντίστασης ως αιτίας ναζιστικών αντιποίνων και του μετέπεια
Εμφυλίου, και πιο γενικά, μια συστηματική προσπάθεια μερίδας του Τύπου,
από το
Βήμα και την
Καθημερινή ως τη
Δημοκρατία, να
σφυρηλατηθεί η συνείδηση της ενότητας των νικητών του ΄46-΄49. Σαν η
πολιτική να μην είναι, τελικά, παρά η συνέχιση του Εμφυλίου με άλλα
μέσα.
Από αυτή τη σκοπιά καταλαβαίνει κανείς καλύτερα το πάθος
της κριτικής ενάντια στη Μεταπολίτευση. Γιατί απ΄τη σκοπιά αυτή, το
πρόβλημα δεν είναι πια οι “φαύλοι” που ήρθαν στα πράγματα μετά το 1974,
αλλά οι “ενάρετοι” που ήταν στα πράγματα μέχρι τότε, και που το 1974
κατέρρευσαν -έφυγαν, δηλαδή, χωρίς να ανατραπούν όπως εγκαταστάθηκαν, με ό,τι όριο συνεπαγόταν αυτό για το βάθος της αλλαγής.
***
Σε πείσμα των αναλύσεων μιας ορισμένης Αριστεράς (αλλά και του ΚΚΕ σήμερα), η Μεταπολίτευση ήταν πολλά περισσότερα από
συνέχεια, υπό την ευλογία του ΝΑΤΟ, του παλιού κόσμου· το μίσος ενάντια στη Μεταπολίτευση, από την άλλη, μας ζητά να δούμε το ΄74 ως
καταραμένη ασυνέχεια σε σχέση με τον ενάρετο κόσμο που αναδύθηκε από τη στάχτη του Εμφυλίου - λες και το ΄74 άλλαξαν όλα.
Ενώ
λοιπόν τίποτα από τα δύο δεν συνέβη, το πρόβλημα με την σημερινή
απενοχοποιημένη Δεξιά, αυτήν δηλαδή που επιχειρεί να ξαναπεί τον κόσμο,
ξεκινώντας από την παλινόρθωση του ρωμαϊκού δικαίου και την αποκατάσταση
του Μεταξά, και φτάνοντας ως τα “αντιστασιακά” Τάγματα και το όνειδος
της Μεταπολίτευσης, είναι ότι
η Δεξιά αυτή δεν δεσμεύεται από την ειρήνη που θέσπισε η Μεταπολίτευση,
με πρωταγωνιστή την τότε Δεξιά· αντίθετα, και με καθυστέρηση σαράντα
περίπου χρόνων, αυτοπροβάλλεται σήμερα ως αναδρομική αντιπολίτευση της
προκατόχου της.
Βλέποντας λοιπόν την πολιτική ως πόλεμο με άλλα
μέσα, διαβάζοντας την Μεταπολίτευση όχι ως ανακωχή και αμοιβαίο
συμβιβασμό, αλλά ως ήττα σε πόλεμο, και κατονομάζοντας την Αριστερά ως
“καθεστώς”, η σημερινή Δεξιά οργανώνει την κυριαρχία της ως στρατηγική
έντασης, ζητώντας να αντιστρέψει τα αποτελέσματα της ανακωχής. Με τον
τρόπο αυτό, αποκόβεται από την μεταδικτατορική καραμανλική κληρονομιά
της – και το κάνει προς όφελος μιας προδικτατορικής συντηρητικής
παράδοσης, που έστηνε την παρακρατική ΕΚΟΦ με λεφτά του υπουργείου
Προεδρίας, συνεχίζοντας τον Εμφύλιο με άλλα μέσα. Αυτός είναι ο τρόπος
της να αντιμετωπίσει μια εξέλιξη πρωτοφανή στην ελληνική πολιτική
ιστορία: την πρωτοκαθεδρία της Αριστεράς στον άξονα
Κεντροαριστερά-Αριστερά.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, αποκαλύπτεται
και η αχίλλειος πτέρνα της σημερινής, απενοχοποιημένης Δεξιάς.
Επιχειρώντας να αποκαταστήσει την προδικτατορική της ψυχή, προδίδεται ως
κληρονόμος της παράταξης που έφτιαξε τον κόσμο μετά τον Εμφύλιο: ως
κληρονόμος δηλαδή του καθεστώτος, και όχι ως Αντίσταση σε αυτό, όπως
προπαγανδιστικά αυτοπροβάλλεται.
Αν όμως ισχύουν αυτά, με
δεδομένη την ιστορική εμπειρία (αλλά και με δεδομένο ότι η απενοχοποίηση
της Δεξιάς γοητεύει σήμερα μια σημαντική μερίδα της Κεντροαριστεράς),
προκύπτουν δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι αν η σημερινή αστική τάξη
χρειάζεται ή/και είναι δυνατό να έχει μιαν άλλη Δεξιά, μετά και την
έκθεση του προηγούμενου προσωπικού της ως αναλώσιμου. Το δεύτερο, που
μου φαίνεται και σημαντικότερο, είναι με ποιον τρόπο θα προστατεύσει η
Δημοκρατία τον εαυτό της απέναντι στον κρατικό ορθολογισμό αυτής της
Δεξιάς και τις εξωθεσμικές διαδρομές του: χωρίς να ενδίδει στη
στρατηγική της έντασης, αλλά και χωρίς να προδίδει τους ηττημένους της
κρίσης, που θα έπρεπε να την ενδιαφέρουν προνομιακά.
Περιττό
ίσως να το πω, αλλά ο λαϊκότροπος αυταρχισμός της Δεξιάς, κάθε άλλο παρά
ρητορικός όπως αποδεικνύεται τους τελευταίους αρκετούς μήνες, σε αυτούς
κυρίως απευθύνεται: για να τους προσεταιριστεί, ελλείψει άλλου
πειστικότερου μέσου, και ταυτόχρονα για να τους αποκόψει από την
“ανεύθυνη Αριστερά” - το υποτιθέμενο καθεστώς από το ΄74 μέχρι σήμερα.