Του Χρήστου ΤριανταφύλλουΠαραφράζω τον όρο που εισήγαγε στην ελληνική ιστοριογραφία ο Φίλιππος Ηλιού (
ιδεολογική χρήση της ιστορίας) με αφορμή ένα κείμενο στην εφημερίδα
Καθημερινή
της 2ας Δεκεμβρίου [1], από τον κ. Νίκο Μαραντζίδη. Ο συγγραφέας είναι
γνωστός κυρίως ως ένας από τους βασικούς εκπροσώπους αυτού που
ονομάστηκε «αναθεωρητικό ρεύμα» στην ιστοριογραφία της προηγούμενης
δεκαετίας. Το συγκεκριμένο άρθρο, που τιτλοφορείται «Ευδαιμονοσταλγία»,
μου κίνησε το ενδιαφέρον για δύο λόγους: πρώτον, διότι συμπυκνώνει σε
μικρή έκταση όλο το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που φαίνεται να έχει
συγκροτηθεί καθαρά από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, και δεύτερον,
διότι όλη του η συλλογιστική ξεδιπλώνεται μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον
ερμηνευτικό σχήμα.
Ο κ. Μαραντζίδης αξιοποιεί μεθοδολογικά την
έννοια της «νοσταλγίας» ως ενατένιση ενός παρελθόντος που έχει οριστικά
απωλεσθεί, και ταυτόχρονα έχει εξιδανικευθεί∙ μια νοσταλγία κατεξοχήν
πολιτισμική. Ο συγγραφέας του άρθρου εξηγεί στη συνέχεια πως, λόγω της
δυσκολίας να αντιμετωπιστεί εμπράκτως η νέα πραγματικότητα της κρίσης,
οι πολίτες προβαίνουν σε μία «άρνηση της πραγματικότητας», επιστρέφοντας
σε ένα επίπλαστο εξιδανικευμένο παρελθόν. Από το σημείο αυτό
εμφανίζεται και το πλήρως διχοτομικό σχήμα που κυριαρχεί στο άρθρο:
διακρίνονται σαφώς δύο τάσεις-που προφανώς αντιστοιχούν ευθέως στα «δύο
άκρα». Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι «αντιδραστικοί» και από την άλλη οι
«λαϊκιστές». Αν και, λόγω της έκτασης του άρθρου, κανείς δεν περιμένει
μια ενδελεχή και τεκμηριωμένη ανάλυση, στην προκειμένη περίπτωση ο
μανιχαϊσμός ξεπερνάει κάθε όριο, καθώς οι έννοιες «αντίδραση» και
«λαϊκισμός» χρησιμοποιούνται με τρόπο που μόνο από έναν ιστορικό δεν θα
περίμενε κανείς.
Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια, η αντίθεση του
γράφοντος στην άποψη του κ. Μαραντζίδη - με αυτό θα ασχοληθούμε
παρακάτω. Η χρήση, όμως, εννοιών τόσο βαρυνουσών και με τόσο περίπλοκες
συνδηλώσεις στην υπηρεσία της δημιουργίας ενός σχήματος τόσο
χοντροκομμένου θεωρώ πως είναι σοβαρό ατόπημα. Είναι αδιανόητο ένας
ιστορικός, ένας επιστήμονας, δηλαδή, που εργάζεται κατεξοχήν πάνω σε
έννοιες, να «ξεχειλώνει» έτσι τις σημασίες και την ιστορικότητα βασικών
αναλυτικών εργαλείων. Επιπλέον, το σχήμα επενδύεται και με χρονολογικές
σημάνσεις, προφανώς για να δημιουργηθεί μια γενεαλογία: το
«αντιδραστικό» πνεύμα χρεώνεται σε νοσταλγούς του μετεμφυλιακού
κράτους-«της δεκαετίας του ’60 ή και νωρίτερα»-, που προκρίνουν τον
αυταρχικό εθνικισμό και την μισαλλοδοξία. Αντίθετα, οι οπαδοί του
λαϊκισμού συνδέονται ευθέως με την δεκαετία του 1980 και του 2000,
δηλαδή με τον άκρατο καταναλωτισμό και κρατισμό. Τα προβλήματα που
προκύπτουν από αυτήν την περιοδολόγηση είναι αρκετά: πρώτα απ’ όλα,
απορία προκαλεί η επιλογή της σύγκρισης με το μετεμφυλιακό κράτος, όπου
κυριαρχούσε η Δεξιά, και όχι με την περίοδο της δικτατορίας των
συνταγματαρχών. Η γενεαλογία εδώ παγιδεύει τον δημιουργό της, καθώς
αυτός δεν θέλει να εντάξει όλο το «αντιδραστικό» κύμα στους νοσταλγούς
της δικτατορίας, ενδεχομένως επειδή εντάσσει εκεί και χώρους όπως οι
Ανεξάρτητοι Έλληνες- με αποτέλεσμα να ταυτίζει την Χρυσή Αυγή με τις
«χρυσές εποχές» του μετεμφυλιακού κράτους του Κων/νου Καραμανλή και των
συν αυτώ. Παράλληλα, αναφερόμενος στην δεκαετία του ’60, προσπερνά την
έκρηξη της ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και την ανάδειξη
νέων συλλογικών υποκειμένων στο προσκήνιο, καθώς και το πολιτικό
αντίκρυσμα αυτής της διαδικασίας που ήταν η νίκη της Ένωσης Κέντρου.
Στην δεύτερη αντιστοίχιση, εκτός από την επάρατη δεκαετία του ’80,
περιλαμβάνεται και η δεκαετία του 2000, η οποία κατά το ήμισυ
καταλαμβάνεται από τον σημιτικό εκσυγχρονισμό- την πεμπτουσία της
εκσυγχρονιστικής αντίληψης του κύκλου του κου Μαραντζίδη. Εδώ, λοιπόν, η
παγίδα λειτουργεί αντίστροφα. Εν ολίγοις, χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή
όταν κατασκευάζει κανείς τόσο μεγάλες και τόσο απόλυτες διχοτομίες,
μόνο και μόνο για να βάλει τον εαυτό του στη μέση.
Ως προς το
περιεχόμενο, το κείμενο περιλαμβάνει και όλους τους κύριους τόπους της
νεοφιλελεύθερης αφήγησης: η θεωρία των άκρων- την οποία υπηρετεί άτσαλα
το προαναφερθέν διχοτομικό σχήμα- το ανάθεμα συλλήβδην της
Μεταπολίτευσης, η «βαϊμαρολογία». Από την αρχή ήδη, ο συγγραφέας του
άρθρου τονίζει πως «η σημερινή οικονομική κρίση αποτυπώνει το τέλος
αυτής της περιόδου της ευημερίας που βασίστηκε πάνω σε δανεικά και
εύθραυστες αξίες», στηρίζοντας σε αυτή την σκέψη το όλο επιχείρημα της
νοσταλγίας. Η τελευταία αποτελεί εξέχουσα έκφραση ανορθολογισμού-δηλαδή
μη συσστράτευσης με το αφήγημα του κου Μαραντζίδη- με αποτέλεσμα να
κάνει την εμφάνισή της και η χιλιοειπωμένη αναλογία με την μεσοπολεμική
Γερμανία, όπου τα «άκρα» κυριαρχούσαν. Η αντίκρουση αυτής της
συλλογιστικής έχει συντελεστεί πολλάκις, οπότε δεν χρειάζεται να
επαναληφθεί ∙ το μόνο που θέλω να επισημάνω είναι πως, όπως και στα περί
νοσταλγίας, έτσι και εδώ είναι απορίας άξιον πώς ένας ιστορικός μπορεί
να καταφεύγει σε τόσο άκοπες και άμεσες αναλογίες, φτάνοντας μάλιστα να
συσχετίσει ευθέως τους όρους της Ευρωπαϊκης Ένωσης προς την Ελλάδα με τη
συνθήκη των Βερσαλλιών[2]!
Νομίζω ότι ο κ. Μαραντζίδης έκανε μια
μεγάλη χάρη στους ιστορικούς του μέλλοντος, εφοδιάζοντάς τους με ένα
κείμενο που περιέχει συμπυκνωμένες όλες τις βασικές ιδέες των σχετικών
κύκλων. Ωστόσο, μέχρι να αναχθεί το κείμενό του σε τεκμήριο της ιστορίας
των ιδεών, προλαβαίνω, νομίζω, να θυμίσω ένα πασίγνωστο πείραμα: ένα
αβγό που δεν χωράει κανονικά σε ένα μπουκάλι αλείφεται με ξύδι, με
αποτέλεσμα πλέον να χωράει∙ αντίστοιχα, οι ιστορικές έννοιες λαμβάνουν
στο κείμενό του τον ρόλο του ξυδιού. Έιναι, όμως, γνωστό ότι κανείς ποτέ
δεν έφτιαξε ομελέτα χωρίς να σπάσει μερικά αβγά.
_________________________
Σημειώσεις
[1] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_02/12/2012_503655 (ανακτήθηκε στις 7/12/2012)
[2]«η
συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σκληρή, εντούτοις σχεδόν κανείς στη
Γερμανία δεν συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ
χειρότερα».