ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

 http://www.alterthess.gr

Καθώς το «σωτήριον έτος» 1932 έφθανε στο τέλος του κι άρχιζε ο χειμώνας, η φτώχεια κι η ανεργία επικρατούσαν στις πόλεις και το φάσμα της πείνας έκανε έντονη την εμφάνισή του. Στις 9.12.1932 είχαμε το εξής περιστατικό που πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων: «Θρασεία διάρρηξις πρατηρίου άρτου έλαβε χώραν χθες την νύκτα εις περιφέρειαν του 6ου αστυνομικού τμήματος εκ μέρους ενός πεινώντος οικογενειάρχου. Ο Ι. Σημηριώτης, άνεργος από μηνών και προστάτης πολυμελούς οικογενείας, διέρρηξε το επί της οδού Λαγκαδά περίπτερον του αρτοπώλου Π. Αποστόλου και αφήρεσεν οκτώ άρτους δια να τους μεταφέρη εις την οικίαν του. Το διάβημά του όμως εγένετο αντιληπτόν εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων τα οποία τον συνέλαβον. Ο Σημηριώτης ανακρινόμενος κατέθεσεν ότι προέβη εις την κλοπήν των άρτων διότι η οικογένειά του επείνα και αυτός είχε τρεις ημέρας να βάλη τίποτε εις το στόμα του».[1] Η ομοιότητα με τον ήρωα του Βίκτωρος Ουγκώ ήταν προφανέστατη κι όπως σημειώνει ο Χεκίμογλου «με έναν Γιάννη Αγιάννη μπορούσε να γραφτεί ένα μυθιστόρημα· με πολλούς, κινδύνευε το κοινωνικό καθεστώς».[2]


Παρόμοια είναι και η άποψη της «Μακεδονίας» που την επόμενη μέρα αναδημοσιεύει την είδηση με τον τίτλο «Γιάννης Αγιάννης», ενώ στην πρώτη δημοσίευση ο τίτλος έγραφε: «Η τραγωδία του λαού – Άνεργος οικογενειάρχης ήρπασεν οκτώ ψωμιά». Τη δεύτερη μέρα η εφημερίδα δικαιολογεί την επανάληψη λέγοντας πως «μεταφέρωμεν [την είδηση] σήμερον εις την κορυφήν του άρθρου δια να τη διαβάσουν με μεγαλυτέραν προσοχήν οι εκατομμυριούχοι, οι κυβερνώντες και ο φιλικός προς αυτούς τύπος», για να συνεχίσει: «Δεν επικροτούμεν την πράξιν. Αλλά και δεν ζητούμεν επί πίνακι την κεφαλήν του δράστου. Φέρομεν όμως το γεγονός ως παράδειγμα εις την κοινωνίαν, ειδικώτερον εις το Κράτος, εις τους εκατομμυριούχους, ως παράδειγμα χαρακτηριστικόν της καταστάσεως».[3]

Το γεγονός αυτό ήρθε να προστεθεί σε ένα άλλο πρόσφατο. «Μια οικογένεια διεσκέδαζε. Τα παράθυρα, χαμηλά ώστε να φθάνη κανείς σ’ αυτά με το χέρι του, ήσαν ολόφωτα. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μπορούν να γλεντήσουν δαπανώντες ένα ποσόν μικρόν ή μέγα. Εις μίαν στιγμήν όπως κάποιος κτύπησε δυνατά στα τζάμια και μία απειλητική φωνή ακούσθηκε: - Βέβαια! Ημείς ψοφούμε στην πείνα και σεις γλεντάτε! Τα τραγούδια έπαυσαν και τα φώτα έσβυσαν. Η οικογένεια είναι γνωστή και το επειδόσιο αυθεντικόν. Οι πεινασμένοι δεν κτυπούν στην πόρτα πλέον για να ζητήσουν ελεημοσύνην. Πολλοί από αυτούς άλλως τε δεν μπορούν να το κάμουν αυτό. Σηκώνουν τον γρόνθο τους και τραντάζουν με κτυπήματα τα παράθυρα. Απειλούν ή προειδοποιούν, ότι δεν θ’ αργήσουν να τα σπάσουν».[4] Την είδηση αυτή της αντιπολιτευόμενης «Μακεδονίας» έρχεται να αμφισβητήσει ή να υποτιμήσει το φιλοκυβερνητικό «Φως»: «Ανεφέρθη ένα “γεγονός”, το οποίον και αν δεν είναι αληθές, καλώς ευρέθη. Διεσκέδαζον οικογένειαι με χορδάς και με όργανα εις μίαν οικίαν. Πρώτο πάτωμα… Αίφνης μερικοί πτωχοί άνθρωποι, επέρασαν απ’ εκεί. Είδαν και ήκουσαν τους διασκεδάζοντας και εθύμωσαν. Εκτύπησαν τα παράθυρα με τον γρόνθον και είπον: - Εμείς πεινάμε και σεις γλεντάτε. Η διασκέδασις διεκόπη τότε και τα φώτα έσβυσαν. Ως τόσον οι πτωχοί, δεν φθάνουν ποτέ εις το σημείον τούτο, εκτός εάν είναι μεθυσμένοι. Γνωρίζουν ότι εάν συνηθίσουν να διασκεδάζουν μερικοί εύποροι, θα περιέλθουν και εις των πτωχών τα θυλάκια μερικά κέρματα».[5] Τώρα πως η πιθανή αύξηση της κατανάλωσης βοηθά έναν άνεργο δεν μας εξηγεί η εφημερίδα, εκτός αν υπονοεί ότι στο «τσακίρ κέφι» μπορεί κάποιος πλούσιος να ελεήσει ένα φτωχό ή ίσως οι πεινασμένοι να τσιμπήσουν κανένα από τα ψίχουλα «των πιπτόντων εκ της τραπέζης», όπως τα σκυλάκια της ευαγγελικής ρήσης.

Η «Μακεδονία» επισείει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει το κοινωνικό «στάτους κβο», δίνοντας κι ένα «λογοτεχνικό» τόνο (σαν κάποια σημερινά τηλεοπτικά ρεπορτάζ). «Εις τας πλατείας και τους δρόμους συγκεντρούνται καθ’ ομίλους μικρούς οι άνεργοι. Βάζουν τα χέρια στις τσέπες και κυττάζουν τον ουρανόν. Τα πρόσωπά τους είναι σκοτεινά και το όλον τους μαρτυρεί απογοήτευσιν […] Οι άνεργοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλον. Ανταλλάσσουν σκέψεις. Ανακοινοί ο ένας στον άλλον πληροφορίες αποκαρδιωτικές. Πουθενά δουλειά. Το ψωμί γίνεται σπάνιο στα σπίτια. Θλίψις και κατήφεια. Από πουθενά καμμιά ελπίδα δεν υποφώσκει. Και η αύριον έρχεται σκοτεινή, μαύρη και απειλητική. Οι όμιλοι είναι μικροί και αι συγκεντρώσεις διαλύονται ησύχως. Αύριον όμως δεν θα συμβαίνη το ίδιον. Οι άνεργοι πληθύνονται. Αι φάλαγγες των πυκνούνται. Το κύμα της ανεργείας ογκούται. Η πείνα έρχεται. Μια φοβερά απειλή διαγράφεται εις τον ορίζοντα. Και το Κράτος, η Κοινωνία μένουν απαθείς. Απαθέστεροι όλων μένουν οι κ.κ. εκατομμυριούχοι. Αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερον να δεχθούν το ξέσπασμα της θυέλλης. Αλλά επί πόσον αδιαφορήσωμεν; Ο καιρός περνά γρήγορα. Ο χειμώνας έρχεται. Το κακόν αυξάνει. Μπορεί να συστηθούν συσσίτια, να ιδρυθούν γραφεία εξευρέσεως εργασίας. Πρωτίστως όμως πρέπει να ευρεθούν χρήματα. Οι κ.κ. εκατομμυριούχοι να βάλουν το χέρι στο πουγγί τους και να δώσουν. Και αν δεν θελήσουν να το κάμουν αυτοί, τότε να βάλη το Κράτος το χέρι του στο πουγγί των κ.κ. εκατομμυριούχων».[6] Βέβαια η ίδια η εφημερίδα δεν είχε αυταπάτες: «Τίνι τρόπω θα έλθη αρωγός των πασχόντων η Κοινωνία, ο Δήμος, το Κράτος; Με τα συσσίτια του Δήμου είναι αδύνατον να επαρκέσωμεν εις τα ανάγκας, τας οποίας δημιουργεί η φοβερά κρίσις, την οποίαν διερχόμεθα. Με τα μικρά μέσα που διαθέτει η ωργανωμένη φιλανθρωπία δεν πρέπει να πιστεύωμεν, ότι μπορούμε να επιτύχουμε και σπουδαία πράγματα. Κάτι ψιθυρίζεται ότι θα κάμη η Κυβέρνησις ιδρύουσα συσσίτια. Αλλά θα είναι και τούτο αρκετόν;».[7]

Ούτε όμως «η Κυβέρνησις του κ. Τσαλδάρη, ήτις δεν φαίνεται, μέχρι της στιγμής, να συγκινήται»[8] (όπως γράφει η «Μακεδονία»), ούτε αυτή του Βενιζέλου, που ήταν επί χρόνια –και θα ξαναρχόταν για λίγους μήνες– στην εξουσία, είχαν καμιά διάθεση να τα βάλουν με τους «έχοντες και κατέχοντες». Έτσι ακόμη και τα συσσίτια ανέργων που εμφανίστηκαν σε λίγο καταργήθηκαν ένα χρόνο αργότερα.[9] Οι φτωχοί των πόλεων συνέχισαν να φυτοζωούν και να «αναπαύονται», πριν την ώρα τους, στις «αγκάλες του Αβραάμ», ενώ δέκα χρόνια αργότερα –ήδη υποσιτισμένοι– θα σπέρνουν με τα τυμπανισμένα κουφάρια τους δρόμους.

Παραπομπές:
[1] Μακεδονία, 10.12.1932, όπως παρατίθεται στο Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 528.
[2] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, ό.π., σ. 528.
[3] Μακεδονία, 11.12.1932 και Μακεδονία, 10.12.1932, όπως παρατίθεται στο Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, ό.π., σ. 528.
[4] Μακεδονία, 8.12.1932.
[5] Το Φως, 9.12.1932.
[6] Μακεδονία, 9.12.1932.
[7] Μακεδονία, 8.12.1932.
[8] Μακεδονία, 11.12.1932.
[9] Ευ. Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος…, ό.π., σ. 550, βλ. και Γιάννης Γκλαρνέτατζης, Στιγμές Σαλονίκης χειμερινές, 2η έκδ., alterthess, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 97-100.

Related Posts:

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © 2025 ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com