ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γράφει η Μαίρη Αδαμοπούλου

Φθινόπωρο του 1811. Οι έρευνες στον ναό που είχε σχεδιάσει ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα Ικτίνος, εκείνος του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, αρχίζουν από μέλη της αρχαιόφιλης εταιρείας των Ντιλετάντι, ύστερα από διαπραγματεύσεις του πασά του Μοριά Βελή - γιο του Αλή πασά - με τον γερμανό υποπρόξενο Γκέοργκ Κρίστιαν Γκρόπιους. Βάσει της συμφωνίας ο Βελής αναλαμβάνει τα μισά έξοδα της ανασκαφής με αντάλλαγμα την εκχώρηση των μισών ευρημάτων. Μέσα σε δύο μήνες ο ναός είχε αποκαλυφθεί και μελετηθεί. Φτάνει η ώρα της μοιρασιάς. Ο πασάς απογοητεύεται. Οι φήμες θέλουν την αρχαιολογική σκαπάνη να έχει αποκαλύψει αγάλματα από καθαρό ασήμι κι εκείνος βλέπει μπροστά του μόνο 23 πλάκες λευκού μαρμάρου με παραστάσεις κενταυρομαχίας και αμαζονομαχίας, αρκετά διαβρωμένες, που κάποτε συνέθεταν την εσωτερική ζωφόρο του ναού. 

 

Χωρίς πολλή συζήτηση τις παραχωρεί για 400 λίρες και 150 αχθοφόροι τις φορτώνονται στους ώμους για να τις μεταφέρουν ώς το λιμάνι όπου περιμένει ένα πλοίο με προορισμό τη Ζάκυνθο. Η περιπέτεια της πολύτιμης ζωφόρου ωστόσο δεν τελειώνει εδώ. Διεθνής καθώς είναι η αποστολή - συμμετέχουν Βρετανοί και Γερμανοί - όλοι επιθυμούν το σημαντικό κλασικό σύνολο, το οποίο θεωρούνταν έργο του Φειδία, να καταλήξει στη χώρα τους. Γι' αυτό και βγαίνει σε δημοπρασία την 1η Μαΐου 1814. Ζωηρό ενδιαφέρον εκδηλώνει ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α'. Η υψηλή τιμή δεν είναι επιχείρημα ικανό να κάμψει την επιθυμία του. «Λυγίζει» μόνο όταν πληροφορείται πως τα ανάγλυφα είναι σε κακή κατάσταση και ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις η ζωφόρος καταλήγει προς 19.000 λίρες στο Βρετανικό Μουσείο.
Θύμα του ίδιου πασά και ο Θησαυρός του Ατρέως, ο θολωτός τάφος των πολύχρυσων Μυκηνών (θεωρείται ότι ανήκε στον Αγαμέμνονα) ο οποίος έχασε τους δύο κίονες που πλαισίωναν την είσοδό του - σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Οι κίονες αυτοί δωρήθηκαν από τον πασά στον Μπράουν Χάουι Πέτερ, φίλο και συμφοιτητή του λόρδου Μπάιρον. Αρχικά μεταφέρθηκαν στην έπαυλή του στην Ιρλανδία όπου και ξεχάστηκαν επί έναν αιώνα, μέχρι που το 1904 δωρήθηκαν από τους κληρονόμους του στο Βρετανικό Μουσείο.
«Η διαρπαγή και η διασπορά των ελληνικών αρχαιοτήτων, ωστόσο, δεν αποτελεί φαινόμενο μόνον των αιώνων που προηγήθηκαν της σύστασης του νεοελληνικού κράτους, αλλά προσφιλή τακτική λαφυραγώγησης και λεηλασίας έργων τέχνης ήδη από την αρχαιότητα», επισημαίνεται στις σελίδες αυτού του συλλογικού τόμου. Αφορμή της έκδοσης, το ομόθεμο σεμινάριο που διοργανώθηκε από το ΙΝΕ σε συνεργασία με το Επιστημονικό και Μορφωτικό Ιδρυμα Κυκλάδων με τη συμμετοχή διακεκριμένων ιστορικών και αρχαιολόγων.
«Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, κινούμενος από νοσταλγία για την αγνότητα του αρχαίου αθηναϊκού πολιτισμού, έγινε συλλέκτης αρχαιοτήτων στην Πέλλα, οι ελληνιστικοί μονάρχες άρχισαν συστηματικά και με σεβασμό να συλλέγουν συντρίμμια και θραύσματα της κλασικής εποχής, ενώ η Σικυών έγινε τόπος συγκέντρωσης για εμπόρους τέχνης της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, τον 2ο αι. π.Χ. ο βασιλιάς Ευμένης Β' συνέλεξε "θησαυρούς τέχνης κάποιας αρχαιότητας" και ο αδελφός του Ατταλος Β' "παλαιούς πίνακες ζωγραφικής", γεγονότα που μαρτυρούν ότι ακόμα σε αυτή την περίοδο οι αρχαιότητες αποθησαυρίζονται.
Οι Ρωμαίοι αρπάζουν από τον ναό του Διός στο Δίον Πιερίας τα 25 χάλκινα αγάλματα των εταίρων που έπεσαν στη μάχη του Γρανικού ποταμού, έργα του Λυσίππου για να τα στήσουν - κατά μία άποψη - στο Πεδίον του Αρεως και οι στρατιώτες τους καταστρέφουν τα αρχαϊκά νεκροταφεία της Κορίνθου παίρνοντας μαζί τους τα αγγεία που συνόδευαν τους νεκρούς για να τα πουλήσουν», σημειώνουν οι συγγραφείς του τόμου. Τα επιστημονικά τεκμηριωμένα αλλά γραμμένα με τρόπο προσιτό και εύληπτο για το ευρύ κοινό κείμενα δεν στέκονται όμως μόνο στις συνθήκες και τα νομοθετικά πλαίσια, αλλά με γλαφυρό τρόπο καταγράφουν τις συνθήκες εξαγωγής των ελληνικών αρχαιοτήτων και το φάσμα της διασποράς τους, παραθέτοντας την περιπέτεια πίσω από διάσημα ξενιτεμένα αρχαία έργα τέχνης και σχεδιάζοντας τον παγκόσμιο χάρτη που όπου μπορεί κάποιος να βρει σκορπισμένα κομμάτια του ελληνικού παρελθόντος.
Η νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων στα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους υποχωρούσε συχνά μπροστά στην πολιτική βούληση που πίστευε ότι με τις αρχαιότητες μπορούσε να εξασφαλίσει εθνικά οφέλη στην καλύτερη των περιπτώσεων ή να μην κακοκαρδίσει τις Μεγάλες Δυνάμεις, ζήτημα όχι μικρότερης σημασίας.
«Οι ελληνικές αρχαιότητες δεν συνιστούν μεγέθη εμπορεύσιμα, ανταλλάξιμα και διαπραγματεύσιμα, άλλα είναι έννοιες και αξίες αδιατίμητες, εθνική ιδιοκτησία και περιουσία όλων μας. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυρισθεί κάποιος ότι η ανάκτηση ελληνικών αρχαιοτήτων ισοδυναμεί με την ανάκτηση εθνικών εδαφών. Αλλωστε, στον πόλεμο αποκρύπτουμε τα αρχαία μας σε υπόγεια καταφύγια και στέλνουμε τα παιδιά μας στο μέτωπο να πολεμήσουν και να σκοτωθούν», επισημαίνεται από τον αρχαιολόγο και εμπνευστή της ιδέας του σεμιναρίου που οδήγησε στην έκθεση δρα Αλέξανδρο Μάντη, ο οποίος υπογράφει ένα από τα κείμενα του τόμου. Γράφουν επίσης οι Σοφία Ματθαίου και Αθηνά Χατζηδημητρίου (επιμελήτριες της έκδοσης), Γιώργος Τόλιας, Αλίκη Ασβεστά, Χριστίνα Μερκούρη, Κάτια Σπορν.

Popular Posts

Blog Archive

Download

Translate

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

ένα φως που δεν σβήνει ποτέ

Αναζήτηση του ιστολογίου

Copyright © ΦΡΥΚΤΩΡΙΑ | Powered by Blogger
Design by Dizzain Inc | Blogger Theme by Lasantha - PremiumBloggerTemplates.com