ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ, Το Ελληνικό
'68: Συμβολή στην ιστορία του ΚΚΕ Εσωτερικού. Η ρήξη και η γέννηση του ΚΚΕ
Εσωτερικού. Η ανανεωτική πορεία του, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 420
Το βιβλίο του Τάκη Μπενά αποτελεί τη διεισδυτικότερη αφήγηση των πρώτων χρόνων
της ιστορίας του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ, από την διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ μέχρι το
τέλος της Δικτατορίας. Τα πολλά αρχειακά τεκμήρια συμπληρώνονται από τις δικές
του μαρτυρίες και αποτιμήσεις, και για πρώτη φορά γίνεται δυνατό να
παρακολουθήσει κανείς ορισμένα από τα πιο σύνθετα γεγονότα που σημάδεψαν τη
συνολική πορεία του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ. Το βιβλίο περιέχει αυτούσια πολλά
ντοκουμέντα, ορισμένα γνωστά αλλά και αρκετά άγνωστα. Επίσης υπάρχει ένα
εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο σχετικά με την δράση του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ στην
Ευρώπη που έγραψε ο Τάσος Τρίκκας – από τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΜ αρχικά, του
ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ στη συνέχεια, ο οποίος έχει ήδη στο ενεργητικό του την ιδιαίτερα
σημαντική δίτομη ιστορία της ΕΔΑ.
Η διάσπαση του ενιαίου ΚΚΕ
με γραμματέα τον Κ. Κολιγιάννη τον Φεβρουάριο του 1968, η οποία αργότερα
οδήγησε στη δημιουργία του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ήταν, προφανώς, κάτι που η ηγεσία του
ΚΚΕ, σε συνεννόηση και με συμφωνία του ΚΚΣΕ, προετοίμαζε από καιρό. Ο
δογματικός προσανατολισμός του ΚΚΕ και η σχέση υποτέλειάς του προς το ΚΚΣΕ –και
η οποία, βέβαια, ήταν μία στρατηγική επιλογή- δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τη
συνύπαρξη ατόμων με ολοένα αποκλίνουσες απόψεις, σε θέματα όπως η εσωκομματική
δημοκρατία, ο τρόπος οργάνωσης του αντιδικτατορικού αγώνα, οι συμμαχίες, αλλά
και η διεθνής κατάσταση. Η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε την καταλληλότερη στιγμή για
τη ρήξη: την αρχή της περιόδου της χούντας, όπου όσοι ζούσαν στην Ελλάδα ήταν
είτε φυλακισμένοι είτε στην παρανομία, και όσοι ζούσαν στις αποκαλούμενες
σοσιαλιστικές χώρες (θα) είχαν ελάχιστες δυνατότητες αντίδρασης, μιας και η
καθημερινότητά τους ήταν εξαρτημένη από όσα υπαγόρευε η ηγεσία του ΚΚΕ στα
“αδελφά” κόμματα.
Η διάσπαση του ΚΚΕ
πραγματώνεται μέσα από μια χαρακτηριστική οργανωτική “περιπλοκή”, όπως εξ'
άλλου τόσες άλλες διασπάσεις: οι μειοψηφούντες και διαφωνούντες θέτουν εαυτούς
εκτός κόμματος. Στο βιβλίο παρουσιάζονται οι λεπτομέρειες της 12ης Ολομέλειας
της Κεντρικής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις 5 και στις 15
Φεβρουαρίου 1968 στη Βουδαπέστη, και οι συζητήσεις για το κατά πόσο η
συγκεκριμένη σύγκλιση ήταν καταστατικά στοιχειωδώς έγκυρη. Σημειώνεται, επίσης,
η αποφασιστικής σημασίας κίνηση των Π. Δημητρίου, Μ. Παρτσαλίδη και Ζ. Ζωγράφου,
μελών του Πολιτικού Γραφείου που αντιτάχθηκαν στις αποφάσεις της ολομέλειας, να
φύγουν αμέσως από την Βουδαπέστη και να κατευθυνθούν στο Βουκουρέστι. Εκεί,
στις 17 Φεβρουαρίου, κατάφεραν να μεταδώσουν από την Φωνή της Αλήθειας ένα
κείμενο καταγγελίας των αποφάσεων της 12ης Ολομέλειας. Ήταν μια κίνηση που ο
Μπενάς χαρακτηρίζει “σωτήρια προειδοποίηση” για όσους ήταν στην Ελλάδα και των
οποίων η ενημέρωση εξαρτιόταν από τον κομματικό ραδιοσταθμό στο Βουκουρέστι και
την ελληνική εκπομπή της Μόσχας.
Όμως, πολύ μεγαλύτερη
σημασία για το συγκεκριμένο βιβλίο έχει να κατανοηθούν οι τάσεις που
μορφοποιούνται μετά τη διάσπαση και διαμορφώνουν, τελικά, εκείνα τα
χαρακτηριστικά της πολιτικής του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ που θα το ακολουθήσουν μέχρι τη
διάλυσή του στο Συνέδριο του 1985, όπου επικρατεί η τάση για τη μετατροπή του
σε έναν οιονεί σοσιαλδημοκρατικό φορέα.
Ο Μπενάς και ο Τρίκκας
παρουσιάζουν αναλυτικά πολλά από τα γεγονότα που άφησαν τα ίχνη τους, άλλοτε
αχνά, άλλοτε πολύ έντονα, στην πολιτική του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ: τις αρχικές
προσπάθειες οργάνωσης όσων ήταν αντίθετοι με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας,
την έκδοση των παράνομων εφημερίδων και περιοδικών, τα πρώτα κείμενα όπου
αποτυπώνονται οι προβληματισμοί γύρω από τους άξονες που θα συγκροτήσουν
ιδεολογικά την ανανεωτική αριστερά, την έχθρα και τη βία που εισέπραξαν οι
“αντιδωδεκατικοί” από τους μέχρι πριν λίγο καιρό συντρόφους τους, ιδιαίτερα
στις φυλακές και τις εξορίες, όταν τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Πράγα και
εκφράστηκε η σθεναρή αντίθεση όσων είχαν αποφασίσει να ενταχθούν στο ανανεωτικό
ρεύμα, την έκτακτη ολομέλεια του 1969 που ουσιαστικά δίνει τέλος στις εμμονές
για μια ενωτική πορεία, τη διακήρυξη του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ το 1971 που
αποσαφηνίζει πολλές διαστάσεις της ιδεολογικής και πολιτικής φυσιογνωμίας του,
την αδυναμία της ηγεσίας να αξιολογήσει τη δυναμική που υπέκρυπταν οι
φοιτητικές κινητοποιήσεις αλλά και η κατάσταση που βαθμιαία διαμορφωνόταν στην
Κύπρο, την αντεπίθεση του ΚΚΕ και την ανάπτυξή του με την ανάδειξη του Φλωράκη
σε γραμματέα του ΚΚΕ το 1972, την προσπάθεια σύγκλησης ενός έκτακτου συνεδρίου
του υπό διαμόρφωση φορέα που δεν έγινε δυνατή και λόγω της σύλληψης του
Δρακόπουλου και του Παρτσαλίδη και άλλα πολλά. Σχολιάζονται, επίσης, αναλυτικά
και οι παραλυτικές διαφωνίες ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη ως προς την κατάσταση
της δικτατορίας – διαφωνίες που δημιούργησαν ομαδοποιήσεις και επηρέασαν
αρνητικά πολλές από τις πρωτοβουλίες σχετικά με τις πολιτικές συμμαχίες στην
Ελλάδα και το εξωτερικό. Μάλιστα, στις διαφωνίες που θα εκδηλωθούν ξανά και
ξανά στα μετέπειτα, νόμιμα χρόνια του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ, θα βρει κανείς πολλά
κοινά στοιχεία με τις διαμάχες που είχαν ξεσπάσει στη διάρκεια της
χούντας.
“Λάθη” και “επιτυχίες”
Συνήθως ένα βιβλίο γραμμένο
από εκείνους που έπαιξαν ρόλο στις εξελίξεις της αριστεράς θεωρείται ότι είναι
“καλό” ή “κακό” ανάλογα από το εάν αναγνωρίζει τα λάθη που έγιναν, αν κάνει
αυτοκριτική κτλ. Αυτό το κριτήριο, ως μοναδικό κριτήριο αποτίμησης μιας
μαρτυρίας, είναι παραπλανητικό. Τα “λάθη” και οι “επιτυχίες” αποτελούν ένα
ενιαίο σύνολο και –ιδιαίτερα στην ιστορία της αριστεράς- είναι αδύνατο να
κατανοηθούν τα μεν ανεξάρτητα από τα δε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι
επιτυχίες οδηγούν αναγκαστικά σε λάθη ή ότι τα λάθη είναι το τίμημα για τις
επιτυχίες. Ο Μπενάς μέσα από την αφήγηση του καταφέρνει να υπερβεί τα προσωπικά
στοιχεία της μαρτυρίας του και να ιστορικοποιήσει αυτά που έζησε. Σκιαγραφεί
ένα ιδιαίτερα σύνθετο πλαίσιο που υποκρύπτει και βαθιές αντιφάσεις, βοηθώντας
μας να κατανοήσουμε τους τρόπους μέσα από τους οποίους έγινε δυνατόν να
διαμορφωθεί το πλέγμα των θέσεων που θα συγκροτήσει τα θεμέλια της
αντιδογματικής ανανεωτικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ο Μπενάς δεν προσπαθεί να
δικαιώσει κάποιους και να κατηγορήσει άλλους, αλλά να αναδείξει τις συνθήκες
-όχι μόνο στο εσωτερικό της Ελλάδας αλλά και διεθνώς- μέσα στις οποίες
πραγματώθηκαν διάφορες πρωτοβουλίες, ορισμένες με επιτυχία και πολλές
αδιέξοδες. Ούτε και θέλει να αποσιωπήσει τα λάθη ούτε και να τα δικαιολογήσει,
ακόμη και όσα αναγνωρίζει ότι είναι δικά του. Είναι όμως κατηγορηματικός, ότι
για να κατανοηθούν τα λάθη πρέπει να κατανοηθεί το πλαίσιο στο οποίο έδρασαν
όσοι επωμίστηκαν την ευθύνη ενός τόσο σύνθετου εγχειρήματος κάτω από τόσο
παθολογικές συνθήκες. Έχω την αίσθηση ότι για πρώτη φορά ένας από τους σημαντικότερους
πρωταγωνιστές αυτής της πορείας δεν καταμετράει τα λάθη και τις “σωστές
αποφάσεις” μέσα από έναν τυπικό απολογισμό, όπου όλα μπαίνουν σε μια ζυγαριά
και ο καθένας την κάνει να γείρει εκεί που θέλει.
Οι μεταφυσικές εμμονές των
αριστερών
Ο έντονος και, εν πολλοίς,
παθολογικός φιλοσοβιετισμός των Ελλήνων κομμουνιστών δεν δημιούργησε εκείνες
τις συνθήκες όπου οι ιδέες της ανανεωτικής αριστεράς θα μπορούσαν να
αποτελέσουν αντικείμενο ενός στοιχειωδώς νηφάλιου διαλόγου. Βέβαια σε τέτοιες
ακραίες συνθήκες, όπως αυτές στις οποίες αναγκάστηκε να προχωρήσει η διάσπαση,
δεν θα ήταν, ίσως, ρεαλιστικό να αναζητηθούν νηφάλιες συζητήσεις. Ακόμη, όμως,
και σε αυτές τις συνθήκες έγινε δυνατόν να δημοσιοποιηθούν πολλές από τις νέες
ιδέες που έφερνε η διάσπαση. Πολλοί, όμως, κυρίως κομμουνιστές και
συμπαθούντες, ανεξάρτητα από την οργανωτική τους σχέση με το ΚΚΕ αλλά πάντως με
μια σχεδόν θρησκευτική προσήλωση σε αυτό, αρνήθηκαν να ακούσουν καν το τι
πρέσβευαν οι διαγραφέντες. Για αυτούς, αρκούσαν οι αναλύσεις της ελληνικής
εκπομπής της Μόσχας, που ήθελαν τους “αναθεωρητές” μιάσματα. Θα είχε ενδιαφέρον
να διερευνηθεί αυτή η άρνηση, κυρίως από τα άτομα που έζησαν τη διάσπαση αλλά
αρνήθηκαν ακόμη και να ενημερωθούν στοιχειωδώς για τις απόψεις των αναθεωρητών,
με πολλούς από τους οποίους είχαν πολεμήσει μαζί, είχαν μαζί εξοριστεί και
είχαν μαζί οραματιστεί μια άλλην Ελλάδα. Αν όμως σοκάρει αυτή η άρνηση, είναι,
επίσης, άξιον απορίας το πώς και γιατί όσοι βρέθηκαν βίαια εκτός ΚΚΕ, είχαν μια
άλλη, σχεδόν θρησκευτική προσήλωση: στη μεταφυσική της ενότητας, μια εμμονή
στην ενότητα, η οποία όμως, σε αυτήν την πρώτη περίοδο, φάνηκε να ήταν ένα
πρόταγμα κενό περιεχομένου. Δεν έχω, βέβαια, καμία αμφιβολία ότι τέτοια σχόλια,
μετά από σχεδόν 45 χρόνια από τη χρονιά της διάσπασης, δεν έχουν καμία απολύτως
πολιτική σημασία. Ενδεχομένως, όμως, να έχουν κάποια σημασία αν θελήσουμε να
δούμε το παρελθόν και μέσα από τους ανθρώπους, μέσα από την
διαφορετικότητα του καθενός στις συλλογικότητες που συγκρότησαν. Ο Μπενάς μας
παρέχει πολλά στοιχεία και για μια τέτοια παραπέρα μελέτη.
Οι παλινωδίες στο θέμα της
συνεργασίας με άλλα πολιτικά υποκείμενα, η αποπροσανατολιστική στάση του ΠΑΚ με
την αριστερή φρασεολογία του, οι προσωπικές ατζέντες των ηγεσιών των αστικών
κομμάτων, οι όχι αμελητέες προσωπικές επιδιώξεις των αριστερών αλλά και, το
σημαντικότερο, οι διαφορετικές εκτιμήσεις για την πορεία της χούντας και τις
δυνατότητες που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από τα “ανοίγματά” της, οδήγησαν
σε ένα αδιέξοδο, το οποίο θα στοιχειώνει συνεχώς την πορεία του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ.
Η δήλωση του Μπάμπη Δρακόπουλου, που δεν απέκλειε συμμετοχή στις εκλογές που
προγραμμάτιζε η χούντα, έμεινε ένα ανεξίτηλο στίγμα σε αυτήν την πορεία. Ο
Μπενάς δείχνει ότι ούτε η διατύπωση του Δρακόπουλου ήταν κατηγορηματική, ούτε και
η επιχειρηματολογία του αμελητέα, αλλά, βέβαια, αυτές οι λεπτές αποχρώσεις δεν
παίζουν τελικά κανέναν ρόλο στην πολιτική και είναι σημαντικές μόνο για τους
ιστορικούς.
Η απόπειρα συγκρότησης του
ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ γινόταν στη διάρκεια της χούντας συνάμα με την προσπάθεια να
αναζητηθεί έστω και μια ημι-νόμιμη παρουσία του. Οι συμμαχίες με τα αστικά
κόμματα, οι προσπάθειες διατύπωσης μιας πολιτικής πλατφόρμας δημοκρατικού
σοσιαλισμού, προϋπέθεταν μια ήδη ώριμη κουλτούρα νόμιμης δράσης. Αντίθετα, ο
δογματισμός δεν απαιτούσε μια τέτοια προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει. Τελικά, ο
υπό διαμόρφωση λόγος της ανανεωτικής αριστεράς πνίγηκε όχι τόσο μέσα στις δικές
του, αναμενόμενες και φυσιολογικές άλλωστε, αντιφάσεις, αλλά και από το ότι η
καθιέρωση του λόγου αυτού επιχειρήθηκε μέσα σε συνθήκες οι οποίες ειδικά για
ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αυτοακυρωτικές. Παρ' όλα, αυτά ο Μπενάς δεν
παραδίδεται σε μια βολική τελεολογική αντίληψη της ιστορίας, αλλά επιμένοντας
σε αυτές τις συνθετότητες αναδεικνύει και τις πρώτες επεξεργασίες που
αποτέλεσαν τα σημεία αναφοράς, μιας πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά
εξαιρετικά πλούσιας δράσης και ηγεμονίας, για πολλά χρόνια μετά την πτώση της
Δικτατορίας.
Μπάμπης Δρακόπουλος
Αλίμονο αν από μια τέτοια
αφήγηση έλειπαν οι μοιραίοι άνθρωποι. Και είναι αρκετοί. Θα ξεχωρίσω τον Μπάμπη
Δρακόπουλο. Ο Μπενάς δεν χαρίζεται στον Δρακόπουλο. Και είναι συχνά αυστηρός
στις κρίσεις του για αυτόν. Από το σύνολο, όμως, αυτού του βιβλίου ένα
συμπέρασμα προκύπτει ως απολύτως αδιαμφισβήτητο: ότι το εγχείρημα για τη
διαμόρφωση ενός ανανεωτικού κομμουνιστικού πόλου οφείλει πάρα πολλά στον Μπάμπη
Δρακόπουλο, στην πολιτική του κουλτούρα που αναζητούσε συναινέσεις, στην
εξαιρετική συνθετική του ικανότητα, στις θεωρητικές του γνώσεις που συνέβαλαν
τόσο αποτελεσματικά στη διαμόρφωση των θέσεων της ανανεωτικής αριστεράς και στο
σεβασμό που απέπνεε σε όποιον ερχόταν σε επαφή μαζί του. Ο Μπενάς του αφιερώνει
το βιβλίο του, εκφράζοντας με αυτήν την αφιέρωση και πολλούς από εμάς, που
θεωρούμε ότι ούτε η ανανεωτική αριστερά ούτε και η ελληνική κοινωνία τίμησε τον
Δρακόπουλο, αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο ηγέτη της αριστεράς. Η αφιέρωση, όμως,
αποτελεί και μια πράξη γενναιοδωρίας του Τάκη Μπενά, ενός ιστορικού ηγέτη της
ανανεωτικής αριστεράς, από την στάση ζωής του οποίου έχουμε τόσοι πολλοί
αντλήσει τόσα πολλά.